Ελληνικά στρατεύματα στην Κύπρο υποσχόταν ο Ανδρέας Παπανδρέου
Ο Πρόεδρος Κυπριανού φαίνεται ότι μπορούσε να συνεννοηθεί με τη Βρετανίδα Πρωθυπουργό και να γίνει κατανοητός ως προς τα αιτήματά του για το συμφέρον της Κύπρου


Μέρος β’

Σύμφωνα με τα έγγραφα που αποδέσμευσε χθες το Βρετανικό Κρατικό Αρχείο για τα έτη 1985 και 1986, σε επιστολή του ημερομηνίας 5 Δεκεμβρίου 1984 προς την Πρωθυπουργό Θάτσερ, ο Πρόεδρος Κυπριανού την ευχαριστούσε για τη βοήθειά της, γιατί πίστευε ότι η βελτίωση της τουρκικής στάσης είχε πολύ να κάνει με τις δικές της προσπάθειες. Όμως, από μόνη της αυτή η βελτίωση δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως σπάσιμο του αδιεξόδου. Οι συνταγματικές διευθετήσεις έπρεπε να στοχεύουν στη σταθερότητα, της έγραψε, κατονομάζοντας τις δυσκολίες.

Οι Τουρκοκύπριοι επέμεναν σε βέτο σε όλες τις αποφάσεις του ομοσπονδιακού εκτελεστικού και του ομοσπονδιακού νομοθετικού. Αυτά, εκτός του ότι δεν θα τα δεχόταν η πλειοψηφία των πολιτών, οπωσδήποτε θα μετέτρεπαν το σύστημα σε μη λειτουργικό, θα δημιουργούσαν αστάθεια, με καταστροφικά αποτελέσματα. Όσον αφορά το εδαφικό, επέμενε στην ανάγκη οι περιοχές που θα «επιστρέφονταν» να περιλάμβαναν περιοχές με μεγάλο αριθμό κατοίκων κάτω από ελληνοκυπριακή διοίκηση. «Μπορείτε να φανταστείτε την πικρία όλων εκείνων των συμπατριωτών μας που δεν θα μπορέσουν να επιστρέψουν στα σπίτια τους κάτω από τη δική μας διοίκηση...», έγραφε ο κ. Κυπριανού.

Τα Βαρώσια
Στη συνέχεια ο Πρόεδρος Κυπριανού εξήγησε την ανακολουθία των τουρκικών θέσεων. Έγραφε: «... Μία από τις περιοχές αυτές είναι τα Βαρώσια. Σύμφωνα με τις τουρκικές προτάσεις, μόνο 15.000 κάτοικοι ή το 1/3 της πόλης θα «επιστραφεί» για επανεγκατάσταση από τους κατοίκους. Σε προηγούμενες δηλώσεις του Ντενκτάς για την επιστροφή των κατοίκων της πόλης, ο αριθμός που χρησιμοποιήθηκε ήταν 35.000. Ο κ. Ετσεβίτ, σε δήλωσή του τον Ιούνιο του 1978, μίλησε για 30.000.

Το Αγγλο-Αμερικανο-Καναδικό Σχέδιο του 1978 υπονοούσε επιστροφή 32.000. Η επιστροφή των κατοίκων του Βαρωσιού ήταν μέρος της συμφωνίας υψηλού επιπέδου του 1979, η εγκυρότητα της οποίας πρόσφατα επαναβεβαιώθηκε στη Νέα Υόρκη από αμφότερες τις πλευρές. Θυμάμαι πολύ καλά τον τότε ΓΓ Δρ Κ. Βάλτχαϊμ, εν τη παρουσία του νυν ΓΓ (τότε Ειδικού Αντιπροσώπου) κ. Ντε Γκουεγιάρ, ο οποίος επέπληξε τον κ. Ντενκτάς για το θράσος του να εισηγηθεί ακόμα μία μοιρασμένη πόλη.

Δικαιολογίες όπως την «ασφάλεια» είναι ανεπίτρεπτες και εναντίον της αρχής πάνω στην οποία μια ομόσπονδη λύση πρέπει να βασιστεί. Η αναφορά στα Βαρώσια βέβαια δεν σημαίνει ότι άλλες περιοχές είναι λιγότερης σημασίας.

Μας ανησυχεί πολύ η τουρκική στάση, που δεν δεσμεύεται σθεναρά στην αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων, τουλάχιστον να συμπίπτει με την εφαρμογή της νέας συμφωνίας και οπωσδήποτε πριν από την ανάληψη της διοίκησης της χώρας από μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η μεταβατική κυβέρνηση. Όλοι οι έποικοι πρέπει να φύγουν από την Κύπρο και να επιστρέψουν στην Τουρκία. Θέλουμε να διατηρήσουμε την ενότητα της χώρας μας κάτω από μια ομόσπονδη δομή.

Πιστεύουμε ότι η ομόσπονδη διευθέτηση πρέπει να εγγυάται τις θεμελιώδεις ελευθερίες όλων των πολιτών, περιλαμβανομένων της ελευθερίας διακίνησης, εγκατάστασης και δικαιώματος περιουσίας. Πιστεύω ακράδαντα ότι μια συνάντηση υψηλού επιπέδου πρέπει να έχει επιτυχή αποτελέσματα. Αποτυχία μιας τέτοιας συνάντησης θα είναι πολύ επικίνδυνο...», έγραψε ο Σπ. Κυπριανού. (Τη συνάντηση υψηλού επιπέδου προωθούσε ο τότε ΓΓ του ΟΗΕ).

Είχε δίκαιο αλλά…
Στις 6 Δεκεμβρίου 1984, ανώτερος αξιωματούχος του Φόρεϊν Όφις, με επιστολή του προς τον Ιδιαίτερο Γραμματέα της Πρωθυπουργού Θάτσερ, εξηγούσε πώς να απαντηθεί η επιστολή Κυπριανού και έγραφε:
«... Η επιστολή του Προέδρου Κυπριανού πρέπει να μελετηθεί με γνώση τις προτάσεις που έδωσε σε αμφότερες τις πλευρές ο ΓΓ του ΟΗΕ για μια υψηλού επιπέδου συμφωνία. Κατόπιν παραστάσεων τόσο από εμάς όσο και από τους Αμερικανούς, οι Τουρκοκύπριοι ισχυρίστηκαν ότι είναι έτοιμοι να δεχθούν το έγγραφο του ΓΓ. Όπως γράφει, όμως, ο κ. Κυπριανού έχει ακόμα ανησυχίες για ορισμένα θέματα. Έχει βρεθεί σε μια δύσκολη θέση τακτικής.

Αποδοχή εκ μέρους του των προτάσεων του ΓΓ, όπως έχουν, εμπεριέχει τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει δυνατές επικρίσεις στην Κύπρο, ενώ αν επιμένει για αλλαγές θα φανεί ότι είναι λιγότερο ευέλικτος από τους Τουρκοκυπρίους. Ο τρίτος γύρος των εκ του σύνεγγυς συνομιλιών είναι σε διάλειμμα, για να του δοθεί καιρός να συμβουλευθεί στη Λευκωσία και την Αθήνα. Η επιστολή του εμφανώς στοχεύει να σιγουρευτεί ότι γνωρίζουμε το πρόβλημα που αντιμετωπίζει και να καλυτερεύσουμε τη θέση στην οποία τον στρίμωξαν οι Τουρκοκύπριοι.

Συμφωνούμε ότι ορισμένες από τις προτάσεις του Γενικού Γραμματέα προκαλούν πραγματικές δυσκολίες για τους Ελληνοκυπρίους, ειδικά π.χ. η πρόταση βέτο των Τουρκοκυπρίων. Εκτός και αν υπάρξει σημαντική πολιτική βούληση από αμφότερες τις πλευρές, θα καταστήσει τη μέλλουσα ομόσπονδη κυβέρνηση μη λειτουργική. Αλλά θα πρέπει να αποφύγουμε να το σχολιάσουμε αυτό λεπτομερώς, μπορεί να γνωστοποιηθούν οι απόψεις μας και να κληθούμε ως διαμεσολαβητές. Να στείλουμε μια γρήγορη απάντηση. Εσωκλείω σχετική απάντηση υπό τύπον τηλεγραφήματος, που αναφέρεται στα θετικά σημεία της επιστολής Κυπριανού και του δίνει μια γενική ενθάρρυνση να συνεχίσει τη διαδικασία...».

Οι προτάσεις που είχαν υποβληθεί μέχρι τότε ήσαν:
1) Το Βρετανο-Αμερικανο-Καναδικό Σχέδιο, το 1978
2) Η «Εκτίμηση Βάλτχαϊμ», το 1981
3) Οι Δείκτες του Γενικού Γραμματέα Ντε Γκουεγιάρ, Αύγουστο 1983
4) Προτάσεις Σπ. Κυπριανού, Ιανουάριο 1984

Σκέψεις για το μέλλον
Επίσης ενδιαφέρουν οι σκέψεις του Φόρεϊν Όφις το 1984, ότι σε περίπτωση που μια συνολική λύση δεν γινόταν κατορθωτή, να διδόταν έμφαση για ένα «μίνι πακέτο», που θα στόχευε στα ακόλουθα:
· Εδαφικές αλλαγές για Βαρώσια και πιθανόν Μόρφου
· Άνοιγμα αεροδρομίου Λευκωσίας
· Άρση του «οικονομικού εμπάργκο» των κατεχομένων («βόρειας Κύπρου» η ορολογία που βρίσκεται στο έγγραφο)
· Ενδοκοινοτικές συνομιλίες
· Πάγωμα στη «βόρεια Κύπρο» περαιτέρω σταθεροποίησης της μονομερούς ανακήρυξης
· Άλλες εδαφικές αναπροσαρμογές
· Ελευθερία διακίνησης από αμφότερες τις κοινότητες μέσα στη νήσο
· Δημιουργία μιας ομόσπονδης δημοκρατίας με, αρχικά, περιορισμένες ομόσπονδες εξουσίες
· Περιορισμένες ερμηνείες των επαρχιακών εξουσιών
· Απόσυρση των στρατευμάτων από τις περιοχές της «πράσινης γραμμής».

Οι φόβοι της απραξίας
Οι δύο φάκελοι περιλαμβάνουν και πρακτικά της συνάντησης που είχε ο Πρόεδρος Κυπριανού στο Λονδίνο με την Πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ στις 17 Νοεμβρίου 1983 (δύο μέρες μετά τη μονομερή ανακήρυξη του Ρ. Ντενκτάς). Ήθελε να της εξηγήσει με πλήρη εμπιστευτικότητα ορισμένα πράγματα. Έπρεπε να εξασφαλιζόταν ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας καταδικάζοντας την ενέργεια των Τουρκοκυπρίων και ζητώντας την αντιστροφή της απόφασης. Μόλις είχε επισκεφθεί την Αθήνα, όπου είχε δει τον Πρόεδρο και τον Πρωθυπουργό. Ήταν σοκαρισμένοι και ένιωθαν εξαπατημένοι από την Τουρκία. Υπήρχε έντονο το αίσθημα στην Ελλάδα πως, μετά από την ανεπαρκή ανταπόκριση στα γεγονότα του 1974, απραξία ή αδιαφορία από μέρους της ελληνικής κυβέρνησης δεν θα γινόντουσαν ανεκτές από την κοινή γνώμη.

Αν όμως δεν αντιστρέφονταν οι ενέργειες των Τουρκοκυπρίων, από τις επαφές του με την ελληνική κυβέρνηση κατάλαβε ότι σκέφτονταν σοβαρά να διακόψουν διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία. Ακόμα περισσότερο, του είπαν πως αν ο ίδιος (Κυπριανού) αισθανόταν ότι έπρεπε ελληνικά στρατεύματα να πάνε στην Κύπρο, και το ζητούσε, η ελληνική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να ανταποκριθεί. Η Βρετανίδα Πρωθυπουργός τού είπε πως αυτό θα ήταν μεγάλη απόφαση. Ο Κυπριανού είπε ότι θα παρέμενε σε επαφή με την ελληνική κυβέρνηση και θα αύξανε τις προσπάθειές του στο Συμβούλιο Ασφαλείας...

Βρετανικές διαφορές
ΑΠΟ τα νέα έγγραφα εξάγεται το γενικό συμπέρασμα (με επιφύλαξη, βεβαίως, καθώς το Φόρεϊν Όφις δεν αποδέσμευσε δικά του έγγραφα για το 1984, 85, 86) ότι αν δεν υπήρχε άμεση επέμβαση και επιβολή της πολιτικής του Φόρεϊν Όφις, η πολιτική της Πρωθυπουργού Θάτσερ έναντι του Κυπριακού θα ήταν πολύ διαφορετική, καθώς φαίνεται ότι ο Πρόεδρος Κυπριανού μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί της και να γίνει κατανοητός ως προς τα αιτήματά του για το συμφέρον της Κύπρου.

Από τα λίγα έγγραφα που μας αποδέσμευσαν, συμπεραίνεται ότι και στο θέμα της Κύπρου η Πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ είχε κάποιες διαφωνίες (όπως και σε άλλα θέματα άσχετα με το Κυπριακό) με την πολιτική των μανδαρίνων του Φόρεϊν Όφις. Ενδεικτικές οι υποδείξεις στο θέμα της λέξης «ενιαία» και πως το Φ.Ο. υπέκυψε, δίχως δεύτερη σκέψη στις τουρκικές παραστάσεις και επέβαλε τη θέση του και στο γραφείο της Πρωθυπουργού.

Γενικά η προσέγγιση του Φόρεϊν Όφις για το Κυπριακό ήταν να καθησυχάζει την κυπριακή κυβέρνηση, να εισηγείται κατευναστικές ενέργειες έναντι των τουρκικών απαιτήσεων, για να αποφεύγει η κυπριακή κυβέρνηση δυναμικές ενέργειες εις βάρος της Τουρκίας και συνέχιση του ενδοκοινοτικού διαλόγου. Με πρώτιστο μέλημά τους τα βρετανικά συμφέροντα, με τη διατήρηση της ομαλής λειτουργίας των βρετανικών βάσεων στο νησί. Για την οποία τους συνέφερε η διατήρηση του στάτους κβο στην Κύπρο. Σημειώνεται, επίσης, ότι αμφότερα τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας 541 του 1983 και 550 του 1984 γράφτηκαν από τους Βρετανούς και ψηφίστηκαν επί πρωθυπουργίας Μάργκαρετ Θάτσερ.

ΦΑΝΟΥΛΑ ΑΡΓΥΡΟΥ
Ερευνήτρια/δημοσιογράφος