Η Παράδοση σήμερα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένη. Eίναι προϊόν επιλογής και οικειοθελούς προσχώρησης. Κι επίσης όρων και ορίων, συμβιβασμών και διαπραγματεύσεων. Σαν το «παρθένο ελαιόλαδο», αλήθειας και γνησιότητας, ή νόθευσης και κερδοσκοπίας. Στην πιο κίβδηλη επίκλησή της, η παράδοση, του ρεμπέτικου όχι λιγότερο, κατέστη όρος εμπορεύσιμος και πραμάτεια για κάθε λογής πραματευτή. Όπως τα λεπιδόπτερα, όμορφα εν ζωή, νεκρά και σελιδωμένα, στο άγγιγμα των εραστών μελετητών τους.

Η «μνήμη» δημιουργεί την απόσταση, η αναβίωση προϋποθέτει τη νέκρωση, η μελέτη την πραγμοποίηση, τον φετιχισμό του κειμένου ως αντι-κειμένου. Η αγάπη είναι ζωή, ενεργεί τα άγια, η εξύμνηση, όσο γνήσια στις προθέσεις, πάει στα τρισάγια. Κι ευτυχώς, υπάρχουν τόσοι μύστες, που εννοούν το 'άγια' στην ετυμολογική του αλήθεια, 'α' το στερητικό και το 'για' της πρόθεσης: απρόθετο κι απροϋπόθετο. Αυτό που αγαπάται σαν ενέργεια, όχι σαν κίνηση και σκοπός, αλλά σαν αυθόρμητη βίωση και άνθιση.

Η συνάντηση που καταργεί το 'αντίον', την απόσταση από το απ-έναντι. Η αμεσότητα του αγγίγματος. Της χορδής, του ποτηριού. Όχι του λεπιδόπτερου. Αλλά, του ενός της παρέας. Το ρεμπέτικο είναι η παρέα που είμαστε εμείς. Η γαρ νου ενέργεια ζωή.

Σήμερα, εποχή των νεο-φιλελεύθερων επιλογών, όπου καθένας διαλέγει, για λίγο ή περισσότερο, την παράδοση που θα του «πάει», το ρεμπέτικο είναι στο ράφι, ανάμεσα σε άλλα πολιτισμικά «μέικ-απ». Οι μουσικοί, θα καταδυθούν ή... υποδυθούν την αλήθειά του, αλλά θα είναι δική του, όχι δική τους, οι μουσικολόγοι θα πάρον ένα μπαγλαμαδάκι να γραντσουνάνε, για το αληθέστερον της νέας θρησκείας, οι «in» θα είναι τρόπον τινά (είπαμε «τροπική μουσική») τώρα, into rembetiko, ενώ οι «out» θα επ-αληθεύουν την περιθωριοποίησή τους, με το ρεμπέτικο των σκληρών χασικλήδικων να τους πιστοποιεί ως out of the maistream.

Μέχρι κι ο Τροτσκιστής, θυμόμαστε, Amory, θα βιώνει δανεική την επανάστασή του που δεν ήλθε, μέσα από τη γνήσια κοινωνικο-πολιτισμική επανάσταση του ρεμπέτικου, που ήλθε… Και παρήλθε.

Παρελθόν τόσον ασφαλώς, και ασφαλές, που μέχρι και οι κυρίες των κυρίων, οι Κυπρίες με τα χρυσά σκουλαρίκια των τραπεζιτών και κτηματομεσιτών στο Λονδίνο, που θυμόμαστε να εκστασιάζονται, δίπλα μου (αλήθεια, ποτέ δεν το εννόησα αυτό), στο Palladium του Λονδίνου, με τα χασικλίδικα που έπαιζεν η συναυλία του Ξαρχάκου, άδοντος του υιού Διονυσίου.

Όπως τα λεπιδόπτερα, όμορφα εν ζωή, νεκρά και σελιδωμένα, στο άγγιγμα των εραστών μελετητών τους, τόσο ασφαλή τώρα, στο σελοφάν της απόστασης.