Θα σας φαινόταν απίθανο η ιστορία του Μόγλη να ξεπηδούσε από Το βιβλίο της ζούγκλας και να ζωντάνευε στην πόλη σας; Οι ιστορίες άγριων παιδιών (feral children) που κατά τη νηπιακή τους ηλικία εγκαταλείφτηκαν σε δάση ή αρπάχτηκαν από άγρια ζώα και μεγάλωσαν μαζί με αυτά ίσως να φαντάζουν χαμένες στο παρελθόν. Σε πιο σύγχρονες εκδοχές, τα άγρια παιδιά δεν εκτίθενται στο επικίνδυνο περιβάλλον της ζούγκλας, αλλά φυλακίζονται στο υπόγειο ή στο πατάρι βιώνοντας συνθήκες πλήρους απομόνωσης. Πώς όμως σχετίζεται το φαινόμενο των άγριων παιδιών με τη μελέτη της γλώσσας; Θα μπορούσαν τέτοια «φυσικά πειράματα» να συμβάλουν στην κατανόηση τού πώς κατακτιέται η μητρική γλώσσα;
     
Η κρίσιμη περίοδος

Ευρέως αποδεκτές θεωρίες με επίκεντρο τις ιδέες του Αμερικανού γλωσσολόγου Noam Chomsky (1928–) εισηγούνται ότι η κατάκτηση της μητρικής γλώσσας από τον άνθρωπο οφείλεται σε έναν έμφυτο, βιολογικά προκαθορισμένο μηχανισμό, ο οποίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Παρ’ όλα αυτά, ο ρόλος των γλωσσικών ερεθισμάτων που λαμβάνει το βρέφος στα πρώτα χρόνια της ζωής του από το περιβάλλον είναι καθοριστικής σημασίας: τα ερεθίσματα αυτά θέτουν τον έμφυτο μηχανισμό σε λειτουργία. Το ερώτημα που συνήθως γεννάται είναι αν υπάρχει κρίσιμη περίοδος στη ζωή του ανθρώπου, κατά την οποία ο μηχανισμός αυτός είναι κατά το μέγιστο δεκτικός σε περιβαλλοντικά γλωσσικά ερεθίσματα, και αν μετά την παρέλευση της κρίσιμης περιόδου ο άνθρωπος δεν είναι πια ικανός να κατακτήσει μια γλώσσα ως μητρική.

Την ύπαρξη κρίσιμης χρονικής περιόδου για την κατάκτηση της μητρικής γλώσσας υποστήριξε για πρώτη φορά το 1967 ο Αμερικανός ψυχογλωσσολόγος Eric Lenneberg (1921–1975). Καθώς ο εγκέφαλος ωριμάζει και είναι κατά το μέγιστο εύπλαστος κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής, οι διαδικασίες μάθησης της μητρικής γλώσσας πραγματοποιούνται εξαιρετικά γρήγορα και αποτελεσματικά. Έτσι, το χρονικό αυτό διάστημα είναι το ιδανικό για να κατακτήσει κανείς τη μητρική του γλώσσα με φυσιολογικό τρόπο. Διαφωνία, ωστόσο, υπάρχει ως προς τα όρια της κρίσιμης περιόδου. Αν και ο Lenneberg υποστήριξε ότι η κρίσιμη περίοδος διαρκεί από το 2ο έτος μέχρι την εφηβεία, άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ολοκληρώνεται γύρω στο 5ο έτος. Πάντως, σύγχρονες νευροαπεικονιστικές έρευνες δείχνουν ότι η διαδικασία κατάκτησης ξεκινά ήδη προγεννητικά και εξακολουθεί μετά το 5ο έτος. Στα ερωτήματα αυτά έρχονται να δώσουν απαντήσεις τα—δυσάρεστα, βέβαια—περιστατικά άγριων παιδιών.

Victor του Aveyron

Η πρώτη ανακάλυψη άγριων παιδιών καταγράφεται το 1344 με το επτάχρονο αγόρι του Hesse και το δωδεκάχρονο αγόρι του Wetterau, τα οποία βρέθηκαν να μεγαλώνουν στα δάση της Γερμανίας μαζί με λύκους. Μέχρι σήμερα έχουν αναφερθεί συνολικά πάνω από 97 περιπτώσεις. Από τις παλιότερες περιπτώσεις άγριων παιδιών γνωστότερη είναι αυτή του Victor (1788–1828), του εντεκάχρονου αγοριού που εντοπίστηκε από ντόπιους να μεγαλώνει στα δάση του Aveyron της Γαλλίας το 1799. Ο Victor διακρινόταν από χαρακτηριστικά που τον διαφοροποιούσαν από τα άτομα που είχαν μεγαλώσει στον ανθρώπινο πολιτισμό: είχε μειωμένη αίσθηση κινδύνου, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει συναισθήματα όπως ο πόνος και η ευχαρίστηση, αλλά είχε την έμφυτη τάση να αναγνωρίζει χρώματα, οσμές και ήχους. Μετά τις επανειλημμένες απόπειρές του να αποδράσει από τον πολιτισμό και να επιστρέψει στα δάση, ο γιατρός Jean Marc Gaspard Itard (1774–1838) ανέλαβε να τον εκπαιδεύσει διδάσκοντάς τον να επικοινωνεί και να εκφράζεται γλωσσικά. Αρχικά, ο Victor έδειξε να βελτιώνεται στην κατανόηση της γλώσσας και στην ανάγνωση απλών λέξεων· ωστόσο, δεν κατάφερε να εξελιχθεί περαιτέρω. Βάσει των περιγραφών που έχουν διασωθεί έχει υποστηριχθεί ακόμα ότι ο Victor αποτελεί το πρώτο καταγεγραμμένο περιστατικό αυτισμού.

Genie

Η πιο συγκλονιστική και λεπτομερώς καταγεγραμμένη περίπτωση άγριου παιδιού εκτυλίχθηκε τη δεκαετία του 1970 στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Η Genie (1957–)—το ψευδώνυμο αυτό δόθηκε αργότερα από τη γλωσσολόγο Susan Curtiss—εντοπίστηκε τυχαία το 1970 σε ηλικία 13.5 ετών στο υπόγειο του πατρικού σπιτιού της στο Los Angeles, όπου είχε παραμείνει απομονωμένη από την ηλικία των 20 μηνών μετά από απόφαση του πατέρα της για λόγους που ποτέ δεν έγιναν γνωστοί· ο ίδιος αυτοκτόνησε μόλις οι κοινωνικές υπηρεσίες εντόπισαν τη Genie. Στο διάστημα αυτό ζούσε πλήρως παραμελημένη, χωρίς τη δυνατότητα να επικοινωνεί με τον οικογενειακό και τον κοινωνικό της περίγυρο, με αποτέλεσμα να μη λαμβάνει κανένα γλωσσικό ερέθισμα κατά την κρίσιμη περίοδο της γλωσσικής κατάκτησης.

Όταν η Genie απελευθερώθηκε από τα δεσμά της, η σωματική και κινητική της ανάπτυξη ήταν καταφανώς καθυστερημένη και η ομιλία της περιοριζόταν στην παραγωγή ήχων και θορύβων. Ερευνητές και λογοθεραπευτές του Children’s Hospital Los Angeles κατέβαλαν συστηματικές προσπάθειες για να τη βοηθήσουν να αναπτύξει τη γλωσσική της ικανότητα και ταυτόχρονα μελέτησαν την πορεία που ακολούθησε. Με αργό ρυθμό, δύο χρόνια αργότερα, η Genie ήταν ικανή να κατανοεί απλές προτάσεις, να ξεχωρίζει τον ενικό από τον πληθυντικό αριθμό, την άρνηση από την κατάφαση, τον συγκριτικό από τον υπερθετικό βαθμό των επιθέτων και άλλες γραμματικές δομές. Επίσης, είχε αναπτύξει το λεξιλόγιό της σε βαθμό υψηλότερο απ’ όσο θα ανέμενε κανείς λαμβάνοντας υπόψη τις υπόλοιπες γλωσσικές της επιδόσεις.

Ωστόσο, η πρόοδός της στην παραγωγή λόγου ήταν πολύ μικρότερη από την πρόοδό της στην κατανόηση λόγου. Έδειχνε να εφαρμόζει τους γραμματικούς κανόνες επιλεκτικά, έφτιαχνε προτάσεις με 3–4 λέξεις και χρησιμοποιούσε κυρίως στερεοτυπικές εκφράσεις. Αυτό που δυσκόλευε κυρίως τη Genie ήταν να φτιάξει ολοκληρωμένες και ορθές προτάσεις. Οι ερευνητές είχαν ενδείξεις ότι οι διαδικασίες ωρίμασης του εγκεφάλου που είναι καθοριστικές για την ανάπτυξη της γλώσσας είχαν ήδη ολοκληρωθεί για τη Genie με τρόπο μη φυσιολογικό κατά τη διάρκεια της απομόνωσής της: η περιορισμένη γλωσσική ικανότητα της Genie υποστηριζόταν από το δεξί εγκεφαλικό της ημισφαίριο, αντί από το αριστερό, όπως συμβαίνει φυσιολογικά με τους δεξιόχειρες. Επομένως, οι ερευνητές δεν ανέμεναν περαιτέρω γλωσσική ανάπτυξη.

Δυστυχώς, τόσο η θεραπευτική παρέμβαση όσο και η έρευνα διακόπηκαν το 1974 λόγω έλλειψης χρηματοδότησης. Ακολούθησε μια περίοδος αστάθειας, κατά την οποία η Genie απορρίφτηκε από τη μητέρα της και αναγκαζόταν να μετακινείται από τη μια ανάδοχη οικογένεια στην άλλη. Έτσι, τα θετικά αποτελέσματα της αρχικής θεραπευτικής παρέμβασης υποχώρησαν σταδιακά και παραχώρησαν τη θέση τους και πάλι στη σιωπή.

    
Υπάρχει τελικά κρίσιμη περίοδος για τη γλωσσική κατάκτηση; Οριστική απάντηση δεν έχει δοθεί από την επιστημονική κοινότητα. Το παράδειγμα της Genie, η οποία μέσα σε 4 χρόνια δεν κατάφερε να αναπτύξει γλωσσικές δεξιότητες σε επίπεδο φυσικού ομιλητή, όπως δηλαδή θα συνέβαινε με ένα βρέφος ή ένα νήπιο που μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα, φαίνεται να συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης κρίσιμης περιόδου. Ωστόσο, το γεγονός ότι μετά τα 13 της χρόνια δεν είχε χάσει εντελώς τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται στη γλωσσική διδασκαλία και να μαθαίνει είναι μια σπαζοκεφαλιά για τους ψυχογλωσσολόγους, καθώς αφήνει ανοιχτό ένα παράθυρο αμφισβήτησης της υπόθεσης της κρίσιμης περιόδου.

Βενέδικτος Βασιλείου, M.Sc.
[email protected]
Γλωσσολόγος, υποψήφιος διδάκτορας Νευρογλωσσολογίας
Max Planck Institute for Human Cognitive and Brain Sciences,
Τμήμα Νευροψυχολογίας, Λειψία, Γερμανία

*Ακολουθήστε μας στο @glossoskopio (Twitter) και στο Γλωσσοσκόπιο («Η Σημερινή») (Facebook)