ΠΟΙΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΙΚΑ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΕΝΑ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Ένα θέμα που βρίσκεται διαχρονικά στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου

Αν και θεωρητικά οι σκοποί που εξυπηρετεί το μάθημα των Θρησκευτικών είναι καθαρά εκπαιδευτικού χαρακτήρα, εντούτοις πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι στο μάθημα των Θρησκευτικών γίνεται κατήχηση


Ένα άκρως αμφιλεγόμενο ζήτημα, το οποίο αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο διαλόγου όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά σε πολλές χώρες του κόσμου, είναι το κατά πόσον πρέπει ή όχι να διδάσκεται το μάθημα των Θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία. Ειδικότερα στην Κύπρο, το θέμα έγινε πιο επίκαιρο από ποτέ μετά τις τοποθετήσεις και παρεμβάσεις της Επιτρόπου Διοικήσεως, κατόπιν παραπόνων στο Γραφείο της Επιτρόπου Διοικήσεως περί μεταφοράς παιδιών και νηπίων σε εκκλησιασμούς και προσκυνήματα λειψάνων.

Αν ρίξει κανείς μια ματιά στα αναλυτικά προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, θα διαπιστώσει ότι το μάθημα των Θρησκευτικών είναι ενταγμένο στην παρεχόμενη από την Πολιτεία εκπαίδευση και υπηρετεί τους γενικούς σκοπούς της Παιδείας. Με λίγα λόγια, όπως όλα τα μαθήματα του κυπριακού σχολείου, έχει ως στόχο τη διαμόρφωση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών, συμβάλλοντας με τις γνώσεις που παρέχει στην κριτική ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών, μέσα από τη γνωριμία του Χριστιανισμού, αλλά και με την ενημέρωση και σπουδή και των άλλων ανά τον κόσμο θρησκευμάτων.

Ιστορία συνυφασμένη με θρησκεία

Το μάθημα στοχεύει, ακόμη, στην καλλιέργεια του ήθους και της προσωπικότητας των μαθητών, στον σεβασμό και τη συνύπαρξη με τη θρησκευτική ετερότητα, στην έμπρακτη αλληλεγγύη. Πέρα από αυτούς τους στόχους, τα νέα διευρυμένα και βελτιωμένα προγράμματα και βιβλία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης αναφέρονται ακόμη: στις προτάσεις του Χριστιανισμού στον σύγχρονο κόσμο για τη συνοχή του αλλά και στην ποιότητα της ζωής, στην ευαισθητοποίηση και έμπρακτη θέση των μαθητών απέναντι στον σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό για τον υπερφυλετικό, υπερεθνικό και οικουμενικό χαρακτήρα του χριστιανικού μηνύματος, στην αντίληψη για την πολυπολιτισμική, πολυφυλετική και πολυθρησκευτική δομή των συγχρόνων κοινωνιών και τέλος στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για διαχριστιανική και διαθρησκειακή επικοινωνία.

Ωστόσο, αν και θεωρητικά οι σκοποί που εξυπηρετεί το μάθημα των Θρησκευτικών είναι καθαρά εκπαιδευτικού χαρακτήρα, εντούτοις πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι το μάθημα των Θρησκευτικών έχει κατηχητικό και όχι εκπαιδευτικό χαρακτήρα, εξ ου και ο δημόσιος διάλογος που προκύπτει σχετικά με το κατά πόσον τα Θρησκευτικά πρέπει ή όχι να διδάσκονται στα σχολεία με τη μορφή που έχουν σήμερα.

Γνωστικό κενό

Με αφορμή την πρόσφατη απόφαση του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας με επίκεντρο τις αλλαγές στο μάθημα των Θρησκευτικών, μία εκ των οποίων ήταν η παροχή δυνατότητας σε όσους μαθητές το επιθυμούν να αιτηθούν απαλλαγής, πολλοί ήταν αυτοί που αντέδρασαν στην απόφαση αυτή, υποστηρίζοντας ότι η θρησκεία είναι από τις σημαντικότερες παραμέτρους της κοινωνικής ζωής και επομένως το γνωστικό κενό που δημιουργείται από την απουσία του μαθήματος από τα αναλυτικά προγράμματα της εγκύκλιας μόρφωσης είναι αναντικατάστατο.

Παραθέτοντας τα επιχειρήματά τους, οι υποστηρικτές της διδασκαλίας των Θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία, υποστηρίζουν ότι η ελληνική ιστορία και κατ’ επέκτασιν και η κυπριακή, ο πολιτισμός και η κοινωνία από τα αρχαία χρόνια, αλλά και από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους είναι συνυφασμένα με τη θρησκευτική και εκκλησιαστική ζωή. Επομένως η γνώση και μελέτη της ιστορίας και κοινωνίας χωρίς τη σπουδή του θρησκευτικού φαινομένου και της εκκλησιαστικής ζωής είναι από ελλιπής έως αδύνατη. Άρα η γνώση αυτή μπορεί να δοθεί μόνο μέσα από το μάθημα των Θρησκευτικών και από ανθρώπους που επιστημονικά έχουν εντρυφήσει στη μελέτη της και παιδαγωγικά μπορούν να την προσφέρουν.

Τέλος, οι ένθερμοι υποστηρικτές της ιδέας παραθέτουν ως ένα από τα σημαντικότερα επιχειρήματά τους, το γεγονός ότι σε μία εποχή όπου εμφανίζονται επικίνδυνα παραθρησκευτικά φαινόμενα και όπου οι μυστικιστικές σέκτες προσπαθούν να εκτοπίσουν και να αντικαταστήσουν την επίσημη θρησκεία, κρύβοντας σκοπούς και δράσεις που στρέφονται αποδεδειγμένα εναντίον του ατόμου και της κοινωνίας, ο μόνος ο οποίος μπορεί να παρέχει έγκυρη σχετική ενημέρωση είναι το εκπαιδευτικό μας σύστημα.

Επιχειρήματα στη βάση ορισμού

Στον αντίποδα, βέβαια, όλοι όσοι τάχθηκαν υπέρ της προαιρετικής διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών και της δυνατότητας επιλογής, παρουσιάζουν εξίσου σημαντικά επιχειρήματα για την υποστήριξη των επιλογών τους. Ο ορισμός της λέξης θρησκεία, συνεπάγεται ένα συγκεκριμένο και θεμελιώδες σύνολο πεποιθήσεων και πρακτικών, που γίνονται αποδεκτά από έναν συγκεκριμένο αριθμό ατόμων ή ομάδων ατόμων. Αυτό που ισχυρίζονται οι υπέρμαχοι της ιδέας αυτής, είναι ότι για να μπορεί να διδάσκεται επομένως η θρησκεία, εξυπακούεται ότι οι μαθητές πρέπει να διδάσκονται για το σύνολο των θρησκειών και των πεποιθήσεων που υπάρχουν στον κόσμο και όχι να γίνεται κατήχηση μιας και μόνο συγκεκριμένης θρησκείας, στις πλείστες των περιπτώσεων της θρησκείας που το κράτος ασπάζεται.

Δημιουργία προβλημάτων

Μάλιστα αξιοσημείωτη είναι και η αναφορά του συγγραφέως Charles C. Haynes, ο οποίος, σε πρόσφατο άρθρο του που με τίτλο «Getting Religion Right in Schools», υποστηρίζει ότι μια βιαστική ματιά να ρίξει κανείς στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, θα καταλάβει ότι οι θρησκευτικές διαφορές βρίσκονται στο επίκεντρο πολλών από τις πιο βίαιες συγκρούσεις στον κόσμο, ενώ συνεχίζει επισημαίνοντας ότι εν έτει 2016, είναι τρομακτικό το πώς η οικοδόμηση ενός έθνους βασίζεται σε ένα κράμα πολλών θρησκειών και πολιτισμών, εξ ου και είναι δύσκολη η καλλιέργεια θρησκευτικής τουλάχιστον ταυτότητας.

Στο άρθρο του ο Haynes προσπαθεί να αποδείξει ότι πολλές από τις ρίζες των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν πολλές χώρες έγκεινται στις θρησκευτικές διαμάχες που εκτυλίσσονται στα έθνη. Εάν επομένως στο δημόσιο σχολικό σύστημα γίνεται κατήχηση στο μάθημα Θρησκευτικών, τότε κάτι τέτοιο θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα, μιας και ο χαρακτήρας του μαθήματος πάντα θα δημιουργεί αμφιβολίες για το τι είναι αλήθεια και τι όχι γύρω από αυτό που διδάσκεται.

Στη βάση αυτού κανείς δάσκαλος και κανένας καθηγητής δεν μπορεί να αναγκάσει έναν μαθητή ή έναν σπουδαστή να σκεφτεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο ή να πιστέψει σε μια συγκεκριμένη θρησκεία, μιας και εάν ο σκοπός είναι η καλλιέργεια κριτικής σκέψης στους μαθητές και φοιτητές μας, τότε ο καθένας είναι ελεύθερος να αποφασίσει πού και σε ποιο βαθμό θα πιστέψει σε κάτι.

Η άγνοια των καθηγητών

Το κυριότερο επιχείρημα, όμως, όσων αντιτάσσονται στη διδασκαλία των Θρησκευτικών, είναι η άγνοια που, όπως υποστηρίζουν, εμφανίζουν πολλοί καθηγητές - θεολόγοι γύρω από το σύνολο των διαφορετικών θρησκειών που υπάρχουν, και αντιθέτως η εξειδίκευση σε μία και μόνο θρησκεία, αυτήν του επίσημου κράτους. Μάλιστα, σύμφωνα με τα ευρήματα πρόσφατων ερευνών, απεδείχθη ότι πολλοί από τους εκπαιδευτικούς έχουν ελάχιστη, ή καμιά γνώση για τις θρησκείες πέρα από τη δική τους, ενώ ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση οι γνώσεις τους είναι περιορισμένες.

Επομένως, αυτό από μόνο του αποτελεί ένα σημαντικό αντεπιχείρημα, μιας και δίνεται η δυνατότητα στον οποιοδήποτε εκπαιδευτικό να επικυρώσει ή να αρνηθεί, να αγνοήσει ή να δώσει έμφαση σε διάφορα σημεία που διδάσκονται βάσει των προσωπικών του πεποιθήσεων. Αυτό ενδεχομένως θα οδηγούσε σε αλυσιδωτές συνέπειες, όπως η πιθανή προσβολή των οικογενειών των αλλόθρησκων παιδιών, ή ακόμη η περιθωριοποίησή τους ή ο λεκτικός εκβιασμός προς το πρόσωπό τους.