Πολλοί θα απαντούσαν καταφατικά—και μάλιστα, χωρίς να το διαπραγματεύονται. Διότι αρκεί να διακρίνουμε τη ρίζα ή τα συνθετικά μιας λέξης, για να μάθουμε τη σημασία της: ο αεικίνητος ετυμολογείται από το ἀεί (δηλαδή, πάντοτε) και το κινώ και επομένως σημαίνει αυτόν που κινείται ασταμάτητα· το ρήμα υδροδοτώ ετυμολογείται από το αρχαιοελληνικό ὕδωρ και το -δοτώ από το ουσιαστικό δότης, το οποίο προέρχεται από το ρήμα δίδω, και άρα σημαίνει παρέχω νερό. Μας βοηθά όμως να μάθουμε τη σημασία της λέξης πονηρός το να ξέρουμε ότι προέρχεται από τη λέξη πόνος; Μάλλον θα οδηγούμασταν σε λάθος σημασία: ότι ο πονηρός είναι κάποιος που πονάει πολύ! Αντίστοιχα, ένα άσχημο κτήριο θα ήταν ένα κτήριο χωρίς σχήμα! Τα πράγματα δεν είναι τόσο μονόπλευρα.

Οι λέξεις πλάθονται σε μια ορισμένη χρονική στιγμή με τα διαθέσιμα λεξιλογικά υλικά, αποκτούν την αρχική τους σημασία και ταξιδεύουν στον χρόνο. Στην ιστορική αυτή διαδρομή η σημασία αλλάζει: μπορεί να βελτιώνεται, να χειροτερεύει, να περιορίζεται ή να διευρύνεται. Η ετυμολογία μάς δείχνει το ἔτυμον της λέξης, δηλαδή μια «αλήθεια» για τη λέξη, την αλήθεια για την προέλευσή της, μια ιστορική εγκυκλοπαιδική γνώση για το πώς πλάστηκε, τι σήμαινε αρχικά και πώς η σημασία της έχει αλλάξει μέχρι τις μέρες μας. Μας ανοίγει κι ένα παράθυρο στο πώς οι παλαιότεροι ομιλητές προσλάμβαναν την πραγματικότητα, τι θεωρούσαν σημαντικό και πώς αντιλαμβάνονταν τον κόσμο. Δεν μας αποκαλύπτει όμως απαραίτητα την αλήθεια για τη σημερινή, τρέχουσα σημασία της λέξης.

Είναι πλήθος οι νεοελληνικές λέξεις των οποίων η ρίζα ή τα συνθετικά δεν διατηρούνται πια στη νέα ελληνική—αυτό, συνεπώς, εμποδίζει την προσέγγιση της σημασίας τους μέσω της ετυμολογίας. Αλλά, και αν ακόμα η ρίζα ή τα συνθετικά διατηρούνται ή μας θυμίζουν κάποια υπάρχουσα λέξη στη νέα ελληνική, το πιθανότερο είναι να μας παρασύρουν σε λανθασμένες σημασίες, γιατί το λεξιλόγιο είναι σε όλες του τις εκφάνσεις κάτι πολύ ρευστό.

Στις σημερινές Λεξιστορήσεις φιλοξενούμε μερικές από τις αμέτρητες καθημερινές λέξεις που έχουν υποστεί σημαντικές σημασιολογικές μεταβολές στο πέρασμα των αιώνων. Προτού διαβάσετε την κάθε Λεξιστόρηση, δοκιμάστε να αναλύσετε τη λέξη στη ρίζα ή στα συνθετικά της και να προσεγγίσετε τη σημερινή σημασία της μέσα από αυτά!

************************************************

Σκοτεινή αίθουσα!

Αίθουσα δεξιώσεων, αναμονής, κινηματογράφου, «αίθουσα του θρόνου». Το δωμάτιο αυτό είναι σήμερα ένας κλειστός χώρος και διαφέρει από αυτό που ο Όμηρος ονόμαζε αἴθουσα. Το αρχαιοελληνικό ρήμα αἴθω σήμαινε καίω και λάμπω. Η μετοχή ὁ αἴθων, ἡ αἴθουσα, τὸ αἶθον εμφανίστηκε στη φράση ἡ αἴθουσα στοά, ουσιαστικοποιήθηκε ως ἡ αἴθουσα και σήμαινε την εξωτερική σκεπαστή ισόγεια βεράντα του μυκηναϊκού ανακτόρου που περιβαλλόταν από κιονοστοιχίες—το κυριότερο, που φωτιζόταν από άφθονο ηλιακό φως, σε αντίθεση με τους εσωτερικούς χώρους. Η λέξη απαντά κατά κύριο λόγο στα ομηρικά έπη· για παράδειγμα, στην Ιλιάδα οι Ολύμπιοι θεοί συγκεντρώθηκαν στο παλάτι του Δία και κάθισαν ξεστῇς αἰθούσῃσιν και στην Οδύσσεια ο βασιλιάς της Πύλου, Νέστωρ, φιλοξένησε τον Τηλέμαχο και του προσέφερε κατάλυμα ὑπ’ αἰθούσῃ ἐριδούπῳ. Το ρήμα αἴθω το συναντάμε και στις λέξεις αἴθριος (που αρχικά σήμαινε λαμπερός και φωτεινός), αἰθήρ / αιθέρας και αιθάλη. Αν, λοιπόν, η ετυμολογία υπαγόρευε τη σημασία, μια αίθουσα δεν θα μπορούσε να ήταν σκοτεινή.

Παντρεύονται οι άντρες;

Να μια ετυμολογία που καταγράφει ανάγλυφα τις στάσεις των ανθρώπων για τη σχέση των δύο φύλων διαχρονικά. Η ιστορία της προέλευσης της λέξης παντρεύω μάς πάει στο ελληνιστικό επίθετο ὁ ὕπανδρος, ἡ ὕπανδρος, τὸ ὕπανδρον, το οποίο παράγεται από το ὑπ(ό)- και το -ανδρος (από το αρχαιοελληνικό ουσιαστικό ὁ ἀνήρ). Χρησιμοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά στο θηλυκό γένος, αναφερόταν μόνο σε γυναίκες (ἡ ὕπανδρος γυνή) και σήμαινε τη γυναίκα που ήταν υποκείμενη σε άντρα, την έγγαμη γυναίκα, τη σύζυγο. Από το ελληνιστικό επίθετο πλάστηκε το μεσαιωνικό ρήμα ὑπανδρεύω, αρχικά για να δηλώσει τη σύναψη γάμου για γυναίκα. Ήδη όμως από τον 15ο αι. μ.Χ. απαντάται με τη διευρυμένη σημασία που έχει διατηρήσει μέχρι σήμερα, αναφερόμενο στη σύναψη γάμου και για τον άντρα και για τη γυναίκα. Μαζί με τη σημασία, άλλαξε και η μορφή του, αφού το αρχικό άτονο φωνήεν αποβλήθηκε και η προφορά [nð] εξελίχθηκε σε [nd], κάτι που επηρέασε και την ορθογραφία της λέξης.

Αξιότιμε κύριε υπουργέ

Η ετυμολογία της λέξης από το ὑπ(ό)- και το -ουργός (από τη λέξη ἔργον)—ίσως και ως συνηρημένος τύπος της λέξης ὑποεργός—θα μας οδηγούσε στην εξής σημασία: κάποιος που είναι υπεύθυνος για μια εργασία. Πράγματι, αρχικά (6ος αι. π.Χ.–11ος αι. μ.Χ.) το ουσιαστικό ὁ ὑπουργός σήμαινε τον υπηρέτη, τον βοηθό, και αντίστοιχα το ρήμα ὑπουργῶ σήμαινε παρέχω υπηρεσίες ή βοήθεια. Παράλληλα, στα λατινικά η λέξη minister δήλωνε επίσης τον υπηρέτη και πέρασε μετά στα ιταλικά με τη μορφή ministro και στα γαλλικά ministre διατηρώντας την αρχική της σημασία.

Τον 12ο αι. μ.Χ. η ιταλική και η γαλλική λέξη απέκτησαν τη σημασία του υπηρέτη του Θεού, τον 16ο αι. μ.Χ. δήλωναν τον σύμβουλο του βασιλιά και αργότερα το ανώτατο μέλος της κυβέρνησης με εκτελεστική εξουσία. Η τελευταία αυτή σημασία εισάχθηκε μέσω της ιταλικής στην ελληνική γλώσσα ως μινίστρος κατά την ίδρυση του ελληνικού κράτους τον 19ο αι. μ.Χ. Σύντομα ο μινίστρος αντικαταστάθηκε από την αρχαιοελληνική λέξη υπουργός με τη νέα της σημασία. Έτσι, η ελληνική και η λατινική με τις νεολατινικές λέξεις διέγραψαν μια κοινή πορεία σημασιολογικής βελτίωσης: από τον υπηρέτη στο μέλος της κυβέρνησης.

Το μελάνι μπορεί να είναι και κόκκινο…

Πάντως όχι μόνο μαύρο, όπως θα υπαγόρευε η ρίζα της λέξης μελάνι. Ο πρόγονός της είναι το αρχαιοελληνικό επίθετο ὁ μέλας, ἡ μέλαινα, τὸ μέλαν που σήμαινε μαύρος και σκοτεινός. Ο Όμηρος το χρησιμοποιεί συχνά για σκουρόχρωμα αντικείμενα όπως τα καράβια (μέλαιναι νῆες), το αίμα (μέλαν αἷμα), το κρασί (μέλανος οἴνοιο), για τη νύχτα (μέλαινα νύξ), αλλά και μεταφορικά για τον θάνατο (μέλανος θανάτοιο) και τον ψυχικό πόνο (μελαινάων ὀδυνάων). Το αναγνωρίζουμε όμως και στον γνωστό μας μέλανα ζωμὸν των αρχαίων Σπαρτιατών. Κατά την ελληνιστική περίοδο πλάστηκε το ουσιαστικό τὸ μελάνιον ως υποκοριστικό του ουδέτερου τὸ μέλαν, για να δηλώσει τη μαύρη υγρή γραφική ουσία, καθώς το επίθετο ὁ μαῦρος, ἡ μαῦρα, τὸ μαῦρον (ή με τη μορφή ὁ μαυρός, ἡ μαυρός, τὸ μαυρόν) αρχίζει να αντικαθιστά το ὁ μέλας για τη δήλωση του μαύρου χρώματος. Σήμερα η λέξη μελάνι με τη διευρυμένη σημασία της μπορεί να αναφέρεται σε οποιοδήποτε χρώμα—ακόμα και εικονικό!

Πονηρέ, μοχθηρέ άνθρωπε!

Δύο λέξεις με προέλευση που καμουφλάρει εξαιρετικά τη σημερινή τους σημασία. Προέρχονται από τα ουσιαστικά πόνος και μόχθος με την παραγωγική κατάληξη επιθέτων -ηρός, -ηρή, -ηρό που δηλώνει την ύπαρξη ενός έντονου χαρακτηριστικού (π.χ. λυπηρός, τολμηρός). Τα αρχαιοελληνικά ουσιαστικά πόνος και μόχθος σήμαιναν τη σκληρή εργασία και τον σωματικό κόπο και, έτσι, ο πονηρός ήταν ο επίπονος, ο κοπιώδης—ο Ησίοδος μιλά τον 8ο αι. π.Χ. για ἔργα πονηρά—και ο μοχθηρός ήταν ο καταπονημένος, ο ταλαιπωρημένος—στον Σοφοκλή η Ηλέκτρα χαρακτηρίζει τον βίον της μοχθηρόν.

Ωστόσο στην αρχαιότητα, η σημασία του σωματικού κόπου ήταν συνδεδεμένη με την κοινωνική τάξη των δούλων, οι οποίοι ασχολούνταν με χειρωνακτικές εργασίες. Έτσι, η αρνητική στάση των ελεύθερων πολιτών απέναντι στις εργασίες αυτές οδήγησε τις λέξεις πονηρός και μοχθηρός σε σημασιολογική χειροτέρευση. Ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. άρχισαν να έχουν αρνητικές συνυποδηλώσεις και να προσδιορίζουν κάτι φαύλο, ύπουλο, δόλιο και πανούργο, μέχρι τη σταθεροποίηση της νέας αυτής σημασίας που διατηρούν μέχρι σήμερα.

************************************************

Βενέδικτος Βασιλείου, M.Sc.
[email protected]
Γλωσσολόγος, υποψήφιος διδάκτορας Νευρογλωσσολογίας
Max Planck Institute for Human Cognitive and Brain Sciences,
Τμήμα Νευροψυχολογίας,
Λειψία, Γερμανία

*Ακολουθήστε μας στο @glossoskopio (Twitter) και στο Γλωσσοσκόπιο («Η Σημερινή») (Facebook).