Οδοιπορικό της «Σ» στην καμένη γη της Σολέας αναδεικνύει την ανθρωπιά μέσα από τις στάχτες
Όλα έχουν ντυθεί με μια ανατριχιαστική απόχρωση του μαύρου. Μπροστά μας απλώνεται ένα απέραντο νεκροταφείο δέντρων. Μαύροι σκελετοί σε μαύρη γη. Το μυαλό προσπαθεί να επεξεργαστεί την εικόνα. Και κάπου εκεί σκοντάφτει στους στίχους του ποιητή Παντελή Μηχανικού…


Έχει χρώμα η καταστροφή. Πολύ συγκεκριμένο. Το βλέπουμε στις πλαγιές, δίπλα στους δρόμους και τα μονοπάτια, πάνω ψηλά μέχρι το σημείο που σμίγει το βουνό με τον λερωμένο από τους καπνούς ουρανό. Έχει χρώμα η καταστροφή. Κι είναι αντίθετο από το πράσινο των δέντρων. Είναι αντίθετο από το πράσινο της γαλήνης. Είναι αντίθετο από το πράσινο της ζωής.

Στον δρόμο της καμένης γης, όλα έχουν ντυθεί με μια ανατριχιαστική απόχρωση του μαύρου. Μπροστά μας απλώνεται ένα απέραντο νεκροταφείο δέντρων. Μαύροι σκελετοί σε μαύρη γη. Το μυαλό προσπαθεί να επεξεργαστεί την εικόνα. Και κάπου εκεί σκοντάφτει στους στίχους του ποιητή. «Μαύρα κυπαρίσσια/περιδιαβάζουν στον τόπο μας», έγραψε ο Παντελής Μηχανικός. Μαύρα κυπαρίσσια πλάι στις μαύρες μας ψυχές.

Το παράλογο τίποτα
Το οδοιπορικό μας ξεκινάει στο πράσινο και καταλήγει στο τίποτα. Γιατί τίποτα δεν απέμεινε. Κρανίου τόπος. Πώς ονομάζεται αυτό που κοιτάζουμε, στ’ αλήθεια; Πρώην δάσος, ίσως, πρώην υπαρκτό. Όλα παράλογα είναι. Κι αυτή η αηδιαστική μυρωδιά, που επικαλύπτει τα πάντα, να παραβιάζει βάναυσα τον βουνίσιο αέρα. Ούτε λόγος για ήχους πουλιών. Στον ουρανό πετάνε μόνο ελικόπτερα και πυροσβεστικά αεροπλάνα. Και να αισθανόμαστε ευγνώμονες για το βουητό…

«Ο κόσμος πήγαινε να βοηθήσει κι έπρεπε να περιμένει ώρες»
Περνάμε μέσα από τα χωριά και δεν συναντάμε ούτε έναν άνθρωπο μπροστά μας. Τα σπίτια όλα κλειστά, το μόνο που κινείται είναι ένα περιπολικό. Είχε προηγηθεί εκκένωση. Λίγο πιο πέρα βλέπουμε κόσμο μαζεμένο. Κατεβαίνουμε. Είναι μια ομάδα νεαρών από την επαρχία Λάρνακας.

Μας εξηγούν πως είναι κυνηγοί και ήρθαν ως δεκαμελής ομάδα εθελοντών από τη Δευτέρα, αλλά δεν αξιοποιήθηκαν στο συντονιστικό κέντρο. «Πήγαμε να γραφτούμε στα Πλατάνια και μας είχαν εκεί για δυόμισι ώρες, χωρίς να μας δώσουν οδηγίες. Ήταν πολύ ανοργάνωτοι», καταγγέλλουν. «Στο τέλος φύγαμε και πήγαμε μόνοι μας στο μέτωπο και βρήκαμε πυροσβέστες και τους είπαμε να τους βοηθήσουμε», εξηγούν.

Ερωτηθέντες για τη διαδικασία εγγραφής στα κέντρα στα Πλατάνια και στη Γαλάτα, ένας εξ αυτών αναφέρει ότι είχε άτομα εκεί, υποδεχόταν τους εθελοντές και άφηναν ονόματα και τηλέφωνα. Μετά τους ειδοποιούσαν λίγους-λίγους και τους έλεγαν πού να παν και τους έδιναν οδηγίες.

«Πολλοί εθελοντές, όμως, έφευγαν από τα κέντρα, καθώς επικρατούσε χάος και δεν ήταν οργανωμένοι. Ο κόσμος πήγαινε για να βοηθήσει και έπρεπε να περιμένει ώρες για να του πουν πού να πάει», εξηγεί με παράπονο. Εκείνη την ώρα δεν βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή. Κι έτσι κάθονταν απλώς στην άκρη του δρόμου και παρακολουθούσαν τη φωτιά από μακριά να «τρώει» τη φύση, χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν.

Έφυγαν με το ζόρι
Το καναντέρ πετά από πάνω μας και για λίγο μας αποσπά την προσοχή. Δυο μεγαλύτεροι άνθρωποι -που έχουν σχεδόν συνηθίσει το θέαμα και τον ήχο- συζητούν με έναν κύριο που βρίσκεται στο αυτοκίνητο. Είναι οι άνθρωποι που έπρεπε να βρίσκονται στα Σπήλια και το Κούρδαλι. Είναι οι άνθρωποι που έχουν ρίζες εκεί, όπως τα δέντρα που χάθηκαν. Είναι η ζωή που ενστικτωδώς αναζητούσαμε, όταν το μυαλό μας προσπαθούσε να αφομοιώσει την ερημιά της εκκένωσης.

Δεν ήθελαν να φύγουν, αυτό ήταν ξεκάθαρο. Ένας απ’ αυτούς μας λέει πως η Αστυνομία πήγε στο σπίτι του και του είπε να φύγει από το χωρίο. Πήγε στην κόρη του αλλά την επομένη επέστρεψε. Δεν άντεχε μακριά από το σπίτι του. Ο δεύτερος κύριος αναφέρει πως η Αστυνομία τον τράβηξε από το σπίτι του με το ζόρι. Τους υποδεικνύουμε πως οι αστυνομικοί το έκαναν για το καλό τους, για τη δική τους ασφάλεια.

«Εγώ δεν δέχτηκα να φύγω. Τους είπα θα μείνω με δική μου ευθύνη», λέει ο τρίτος, που ήταν πρόθυμος να παλέψει με το λάστιχο της αυλής του το πύρινο τέρας. «Το 1974 σβήναμε δεκάδες πυρκαγιές με τα φτυάρια, δεν περιμέναμε ούτε από τους πυροσβέστες, ούτε από το Τμήμα Δασών, ούτε αεροπλάνα και ελικόπτερα.

Σήμερα τα έχουν όλα αυτά αλλά δεν έχουν οργάνωση. Δεν υπήρχε καλή διαχείριση της πυρκαγιάς», μας λένε με παράπονο. Μερικές ώρες αργότερα επιτράπηκε στους κατοίκους των χωριών να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Και μπορεί η φύση να μην είναι πια η ίδια, αλλά βρίσκονται στον φυσικό τους χώρο.

Η μεταφορά του νερού
Προχωράμε σε έναν χωματόδρομο προς την κατεύθυνση των καπνών. Μια ομάδα εθελόντριες σταματά το αυτοκίνητο και κατεβαίνει. Τις βλέπουμε να μεταφέρουν δεκάδες μπουκάλια με νερό σε ένα διπλοκάμπινο αυτοκίνητο γεμάτο κάδους με πάγο και σάντουιτς. Στο τιμόνι βρίσκεται ο οδηγός και πίσω, επί των κάδων, δυο πολύ νεαρά αγόρια. Τους ρωτάμε πόσο χρονών είναι, μας λένε δεκαέξι, αλλά μπορούν να βοηθήσουν.

Η ομάδα με τις εθελόντριες, όπως μας εξηγούν, παραλαμβάνει τα μπουκάλια με το νερό από τους χώρους συντονισμού και τα μεταφέρει σε σημεία κοντά στα μέτωπα. Απ’ εκεί, εθελοντικές ομάδες με διπλοκάμπινα κάνουν τη διανομή τους στους ανθρώπους που βρίσκονται στην άνιση μάχη με τη φωτιά. Μισή ώρα αργότερα θα συναντούσαμε άλλη μια τέτοια ομάδα, η οποία επέστρεφε από το μέτωπο και μάζευε τα άδεια, πια, μπουκάλια, για να μην τραυματιστεί κι άλλο η φύση.

Από τα Κοκκινοχώρια στη Σολέα
Ο χωματόδρομος μας βγάζει σε ένα σημείο, όπου η πυρκαγιά έχει σβήσει. Η γη, όμως, καίει και καίγεται. Βλέπουμε μικρές εστίες φωτιάς, καπνούς. Δοκιμάζουμε να βάλουμε τα χέρια μας πάνω από την καμένη γη, από ύψος ενός μέτρου. Η θερμότητα μας ξαφνιάζει. Δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό. Νιώθεις λες και θα λιώσει το δέρμα σου. Και εκεί δεν υπάρχει καν φωτιά.

Στο σημείο αυτό συναντάμε μια ομάδα εργατών του Τμήματος Δασών, οι οποίοι, μαζί με μια ομάδα εθελοντών, αποτελούμενη τόσο από ντόπιους όσο και από ανθρώπους που ήρθαν από πολύ μακριά, ακόμη και τα Κοκκινοχώρια, ετοιμάζονται με φτυάρια και τσάπες να κάνουν ό,τι μπορούν, ώστε να μην υπάρξει αναζωπύρωση.

Δεν μας ξαφνιάζει η προέλευσή τους. Είχαμε ήδη συναντήσει στον δρόμο ένα βυτιοφόρο του Δήμου Αγίας Νάπας. Το μέγεθος της φωτιάς έκανε τις αποστάσεις να φαίνονται μηδαμινές. Απέναντί μας βλέπουμε τα ελικόπτερα να επιχειρούν. Ξέρουμε πως η φωτιά δεν είναι πολύ μακριά. Και ξέρουμε πως εκεί που βρισκόμαστε, δεν απέμειναν πια και πολλά πράγματα να κάψει.

Αν ήταν πριν τις εκλογές…
Ένας εθελοντής, κάτοικος των Κανναβιών, ο οποίος παλεύει με τη λαίλαπα εδώ και τρεις μέρες, εξαντλημένος μας λέγει ότι ήταν πολύ μεγαλύτερη η ανταπόκριση των εθελοντών απ’ ό,τι δηλώνουν οι Αρχές, καθώς χιλιάδες άνθρωποι ήρθαν στο μέτωπο για να βοηθήσουν και οι περισσότεροι δεν εγγράφηκαν στα κέντρα για να μη σπαταλούν χρόνο.

«Εμείς είμαστε εδώ κάθε μέρα, μέχρι τις πρωινές ώρες. Την πρώτη μέρα επιχειρούσαμε το βράδυ γύρω στις τρεις το πρωί, μέχρι να μας λείψει το νερό, και μετά απλώσαμε στο έδαφος εξαντλημένοι και ζητήσαμε φαγητό, καθώς ήμασταν θεονήστικοι και δεν είχαμε ανταπόκριση από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Αντιθέτως περιμέναμε την επόμενη μέρα να φέρουν φαγητό και νερό οι εθελοντές», αναφέρει με παράπονο.

«Δεν υπήρχε σωστός συντονισμός, ούτε συνεννόηση μεταξύ του Τμήματος Δασών και της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Περίμεναν τους εθελοντές για να τους φέρουν στο μέτωπο και κάποτε έκαναν ώρες για να έρθουν τα πυροσβεστικά οχήματα», σημειώνει περαιτέρω.

Μιλά στους δημοσιογράφους και ξεσπά: «Κανένας βουλευτής ή πολιτικό κόμμα δεν ήρθε να βοηθήσει, εκτός από το ΕΛΑΜ, το οποίο είχε οργανωμένους εθελοντές μαζί με τους βουλευτές του κόμματος. Αν η πυρκαγιά γινόταν πριν λίγες βδομάδες, πριν τις εκλογές, όλοι θα ήταν εδώ να βοηθήσουν για να δειχτούν και να πάρουν ψήφους. Αντιθέτως τώρα μένουν στο γραφείο τους και κάνουν ανακοινώσεις και σχολιασμούς», λέει με πόνο.

Αυτό που κρατάμε
Ξαναβγαίνουμε στην άσφαλτο. Διαπιστώνουμε ότι μπροστά μας βρίσκεται ένα κονβόι. Αποφασίζουμε να το ακολουθήσουμε. Κάποια στιγμή σταματάμε. Είναι μια μεγάλη ομάδα εθελοντές από το ΑΚΕΛ και προσπαθούν να εντοπίσουν το σημείο στο οποίο τους έχουν καθοδηγήσει οι συντονιστές. Την περιέργεια μας κινούν δύο άνδρες που ξεπροβάλλουν μέσα από τα καμένα. Είχαν προσπαθήσει, λένε, να πλησιάσουν τη φωτιά για να βοηθήσουν, αλλά δεν τα κατάφεραν, γιατί ήταν πολύ μακριά για να πάνε με τα πόδια. Οργανωμένες ομάδες βρίσκουμε παντού.

Στον δρόμο της επιστροφής συναντούμε και φοιτητές του Πανεπιστημίου Uclan. Αλλά και μεμονωμένοι άνθρωποι, σαν τους δύο εκείνους άνδρες, που ήθελαν απλώς να κάνουν κάτι, βρίσκονται παντού, προσπαθώντας να βοηθήσουν με όποιο τρόπο τους υποδείκνυαν ή μπορούσαν μόνοι τους να σκεφτούν.

Η Κύπρος έχει μετατραπεί σε έναν μικρό δρόμο, που το τέλος του είναι το σημείο που καίει η φωτιά. Κι είναι εκατοντάδες οι συνάνθρωποί μας που τον διαβαίνουν, θέλοντας να είναι χρήσιμοι κι ωφέλιμοι για τον τόπο τους. Ακόμη κι αν δεν επισκέφθηκαν ποτέ στη ζωή τους την περιοχή της Σολέας πριν το μεγάλο κακό, όπως κάποιοι μας εξιστορούν. Αυτές τις ημέρες η Σολέα είναι το δικό τους σπίτι και κάνουν τα πάντα για να το προστατέψουν. Κι αυτή είναι μια ανάσα καθαρού αέρα, μέσα στη μυρωδιά του καμένου. Είναι η πιο όμορφη εικόνα μέσα στην καμένη γη. Είναι η ελπίδα μας.

«Σώσαμε έστω την ελληνική σημαία»
Εθελοντής προβαίνει σε μια από τις πιο συγκινητικές εξιστορήσεις του οδοιπορικού, μιλώντας μας για τη στιγμή που έσωσαν, από τα Λημέρια, την ελληνική σημαία.

«Με μεγάλη απογοήτευση είδαμε τα δάση μας να καίγονται και με μεγάλη συγκίνηση είδαμε σημαντικά, ιστορικά μνημεία, όπως τα κρησφύγετα της ΕΟΚΑ, να καταστρέφονται μπροστά στα μάτια μας. Όταν ακούσαμε ότι τα κρησφύγετα ήταν σε κίνδυνο, τρέξαμε να κατεβάσουμε τη σημαία της Ελλάδας για να μην καεί και αυτή», αναφέρει.

«Χαίρομαι που καταφέραμε να σώσουμε έστω την ελληνική σημαία», λέει με τρεμάμενη φωνή, καθιστώντας σαφή την τεράστια συμβολική και συναισθηματική αξία που έχει για τους ανθρώπους της περιοχής η διάσωση της σημαίας.