Κάπως έτσι αντιδρά η πλειοψηφία όσων ρωτούν σχετικά με τη δική μου—και πολλών άλλων συναδέλφων—ακαδημαϊκή ενασχόληση. Αρκετές φορές μάλιστα ακολουθεί η συνήθης ερώτηση για το πόσες γλώσσες μιλά ένας γλωσσολόγος και μια πληθώρα αποριών για την ετυμολογία διαφόρων λέξεων. Υπάρχει δηλαδή η παρανόηση ότι ο γλωσσολόγος είναι κατ’ ανάγκην ένας πολύγλωσσος ομιλητής και προαιρετικά ένα ετυμολογικό λεξικό με πόδια! Προφανώς, τίποτε από τα δύο δεν ισχύει.
Είναι σχετικά εύκολο να αντιληφθούμε το αντικείμενο ενασχόλησης ενός γιατρού, ενός αρχαιολόγου ή ενός μηχανικού υπολογιστών. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο όταν κάποιος δηλώνει ότι το επιστημονικό του αντικείμενο είναι η γλώσσα. Όχι άδικα. Ο ανθρώπινος λόγος—δηλαδή η ικανότητα του ανθρώπου να χρησιμοποιεί γλώσσα—είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένος με την ύπαρξή μας, μας συνοδεύει από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής μας, ώστε ο καθένας από μας ως φυσικός ομιλητής μιας τουλάχιστον γλώσσας αποκτά μοιραία μια σχέση οικειότητας έως και κτητικότητας προς την ικανότητα αυτή.
Είναι λοιπόν αναπόφευκτο ο καθένας από μας να φτιάχνει δικές του «θεωρίες» για το τι είναι η γλώσσα: τη βλέπουμε άλλοτε σαν ένα χρηστικό εργαλείο, άλλοτε σαν μια ατέλειωτη λίστα λέξεων και μια σειρά κανόνων γραμματικής ή ορθογραφίας που έχουμε αποστηθίσει, άλλοτε σαν τη γνώση μιας συγκεκριμένης γλώσσας (π.χ. όταν κάποιος γνωρίζει ελληνικά, γαλλικά κ.λπ.) και άλλοτε σαν ένα ιερό σύμβολο της εθνικής μας ταυτότητας περιτριγυρισμένο από μύθους. Τέτοιες «θεωρίες» είναι βασισμένες σε προσωπικές εμπειρίες και αντιλήψεις, ιδεολογήματα και αποσπασματικές πληροφορίες—καμιά φορά προερχόμενες από πηγές αμφίβολης εγκυρότητας—και αυτό τις κάνει ανακριβείς και ανεπαρκείς.
Το να μιλά κανείς μια γλώσσα είναι διαφορετικό από το να μιλά κανείς για τη γλώσσα. Η αποστολή των γλωσσολόγων είναι να μιλάνε για τη γλώσσα. Και το να μιλά κανείς για ένα τόσο πολυδιάστατο φαινόμενο απαιτεί να ακολουθήσει αυστηρή και νηφάλια επιστημονική μεθοδολογία: να διαχωρίσει τον ρόλο του ως απλού ομιλητή από τον ρόλο του ως επιστήμονα, να παρατηρήσει τη γλώσσα από μια αντικειμενική σκοπιά, να αναλύσει και να περιγράψει τα χαρακτηριστικά της—όχι μόνο εκείνα που είναι ορατά ακόμα και στον απλό ομιλητή, αλλά κυρίως εκείνα που δε γίνονται αντιληπτά με γυμνό μάτι.
Το ενδιαφέρον των διανοουμένων για τη γλώσσα υπήρξε ζωηρό από την αρχαιότητα· ο 20ός αιώνας όμως αποτέλεσε ορόσημο στην άνθηση των επιστημών της γλώσσας. Στις τόσες δεκαετίες στοχασμού έχει επιχειρηθεί πολλές φορές να οριστεί τι είναι η γλώσσα. Παρά τις θεωρητικές διαφορές των γλωσσολόγων, η κοινή παραδοχή τους είναι ότι η θεμελιώδης λειτουργία της γλώσσας είναι η επικοινωνία, ο ακρογωνιαίος λίθος της κοινωνικής μας ζωής: ως ομιλητές έχουμε στόχο και πρόθεση να μεταδώσουμε στον συνομιλητή μας πληροφορίες, σκέψεις, επιθυμίες και συναισθήματα για το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, για πραγματικά και φανταστικά πρόσωπα και καταστάσεις.
Αποτελεί όμως η επικοινωνία αποκλειστικό προνόμιο του ανθρώπινου είδους; Η απάντηση είναι φυσικά αρνητική. Πολλά είδη πτηνών και πρωτεύοντα θηλαστικά (π.χ. χιμπατζήδες) χρησιμοποιούν επικοινωνιακούς κώδικες—όπως πολύπλοκους ήχους, κελάηδημα, χειρονομίες—με συγκεκριμένες επικοινωνικές προθέσεις που υπερβαίνουν απλές ενστικτώδεις συμπεριφορές και διασφαλίζουν την επιβίωση και τη διαιώνισή τους: αναγνώριση μελών της αγέλης, οργάνωση του κυνηγιού, προειδοποίηση για κίνδυνο ή εχθρό, προσέλκυση βοήθειας, κάλεσμα για ζευγάρωμα. Αν λοιπόν η ικανότητα επικοινωνίας είναι υπαρκτή και σε άλλα είδη του ζωικού βασιλείου, τι είναι τελικά εκείνο που κάνει τον ανθρώπινο λόγο ένα τόσο μοναδικό και εκπληκτικό φαινόμενο; Γιατί η επιστημονική κοινότητα επενδύει χρόνο και κόπο για να κατανοήσει τον ανθρώπινο λόγο στην ολότητά του;
Στον πλανήτη μας μιλιούνται περίπου 7.000 καταγεγραμμένες γλώσσες, άλλες από πληθυσμούς εκατομμυρίων και άλλες από μερικές μόνο εκατοντάδες ομιλητές. Η διαλεκτολογική έρευνα έχει δείξει ότι οι γλωσσικές κοινότητες δεν είναι ομοιογενείς ως προς τις παραλλαγές της γλώσσας που χρησιμοποιούν οι ομιλητές σε διαφορετικούς γεωγραφικούς χώρους: η κάθε γλωσσική κοινότητα είναι ένα μωσαϊκό ντοπιολαλιών—δηλαδή, τοπικών διαλέκτων και ιδιωμάτων. Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, πόσο ποικίλο είναι το γλωσσικό τοπίο της ελληνικής γλωσσικής κοινότητας με τα βόρεια ιδιώματα, την κυπριακή, την ποντιακή, την κρητική και τις κατωιταλικές διαλέκτους μεταξύ άλλων.
Ωστόσο, η γλωσσική ποικιλότητα είναι η επιφανειακή όψη ενός νοητικού μηχανισμού κοινού σε όλους τους ανθρώπους, ο οποίος είναι αποτέλεσμα μιας βιολογικής εξελικτικής «ανωμαλίας» που ξεχώρισε τον Homo sapiens (άνθρωπο τον σοφό) από τα υπόλοιπα είδη του ζωικού βασιλείου και συμπορεύτηκε με την ανάπτυξη δυναμικού ανθρώπινου πολιτισμού.
Η τυπολογική μελέτη των καταγεγραμμένων αυτών γλωσσών από ανθρωπολόγους της γλωσσολογίας έχει φανερώσει ότι όλες παρουσιάζουν σταθερά κοινά χαρακτηριστικά: καθεμιά χρησιμοποιεί έναν περιορισμένο αριθμό ήχων που παράγονται με το στόμα, τη μύτη και τον λάρυγγα· οι ήχοι συνδυάζονται για να κατασκευάσουν λέξεις, οι οποίες συμβολίζουν έννοιες· οι λέξεις συνδυάζονται για να κατασκευάσουν προτάσεις και με τις προτάσεις παράγεται λόγος. Με άλλα λόγια, οι γλώσσες δεν αποτελούν τυχαίες αλληλουχίες ήχων, αλλά συστήματα—έχουν δηλαδή συστημική δομή, η οποία περιλαμβάνει κανόνες και λεξιλόγιο.
Το λεξιλόγιο διαφέρει δραστικά από γλώσσα σε γλώσσα, αλλά οι κανόνες σύνδεσης των ήχων και των λέξεων είναι περιορισμένοι αριθμητικά και προβλέψιμοι ανά γλώσσα. Ανεξάρτητα από το αν κάποιος μιλά αραβικά, ελληνικά, κινέζικα, αγγλικά ή παντζάμπι—μια γλώσσα που ομιλείται στην Ινδία από περίπου 100 εκατομμύρια ομιλητές—ο νοητικός μηχανισμός που γεννά το σύστημα και εξειδικεύει τους κανόνες και το λεξιλόγιο ανάλογα με την εκάστοτε γλώσσα έχει την ίδια αφετηρία.
Για τον απλό φυσικό ομιλητή η συστημική δομή της γλώσσας του είναι μια ασυνείδητη, αυτόματη γνώση· την ονομάζουμε «μητρική γλώσσα». Η κατάκτησή της είναι μια θαυμάσια φυσική διεργασία: γίνεται με τρόπο αυθόρμητο και αβίαστο, χωρίς διδασκαλία, μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, όπως προτείνουν οι έρευνες των ψυχογλωσσολόγων. Η διεργασία αυτή είναι προϊόν της βιολογικής προδιάθεσης του ανθρώπου να «κατασκευάσει» το γλωσσικό σύστημα στηριζόμενου στα γλωσσικά ερεθίσματα του περιβάλλοντός του. Η αλυσίδα καταλήγει τελικά στην κινητήριο δύναμη του κοινού ανθρώπινου νοητικού μηχανισμού: τον εγκέφαλο.
Συνοψίζοντας και απαντώντας στο ερώτημα που θέσαμε πιο πάνω, η ανθρώπινη γλώσσα είναι ένα μοναδικό φαινόμενο, καθώς η πολυπλοκότητα, η ευελιξία, οι εκφραστικές δυνατότητές της και οι ρίζες της στην ανθρώπινη βιοδομή τη διαφοροποιούν καθοριστικά από όλα τα υπόλοιπα επικοινωνιακά συστήματα.
Εγκαινιάζουμε σήμερα στην ανανεωμένη έκδοση της εφημερίδας «Σημερινή» την εβδομαδιαία στήλη Γλωσσοσκόπιο, όπου το μοναδικό φαινόμενο του ανθρώπινου λόγου θα έχει την τιμητική του. Μέσα από τη στήλη αυτή ευελπιστώ να παρουσιάσω στο ευρύ κοινό ενδιαφέροντα θέματα από τον χώρο των επιστημών της γλώσσας. Μακριά από διδακτισμούς, πρόθεσή μου δεν είναι να αποφανθώ περί ορθού και λάθους ή να κινδυνολογήσω για το τάχα ζοφερό μέλλον της ελληνικής γλώσσας, όπως συνηθίζουν να κάνουν σύγχρονοι «γλωσσαμύντορες» μέσω του Τύπου, του διαδικτύου και της τηλεόρασης.
Αντίθετα, στόχος μου είναι να αγγίξω μια πλούσια θεματολογία που θα αντλείται μέσα από την έγκυρη εγχώρια και διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία. Στο επίκεντρο θα βρίσκονται συναρπαστικές πτυχές της ικανότητας του ανθρώπου να χρησιμοποιεί γλώσσα και ιστορίες από το παρελθόν και το παρόν της ελληνικής γλώσσας και της κυπριακής διαλέκτου. Σας καλωσορίζουμε και σας ευχόμαστε ένα όμορφο ταξίδι στον κόσμο της γλώσσας και των γλωσσών.
Βενέδικτος Βασιλείου, M.Sc.
Γλωσσολόγος, υποψήφιος διδάκτορας Νευρογλωσσολογίας
Max Planck Institute for Human Cognitive and Brain Sciences,
Τμήμα Νευροψυχολογίας,
Λειψία, Γερμανία