Όπως αποκαλύφθηκε χθες στη Βουλή
Μαθητές απομονώθηκαν στο σπίτι, εγκατέλειψαν το σχολείο και ήταν μερόνυχτα, μπροστά στον ηλεκτρονικό υπολογιστή…
Περίπου 400 έφηβοι μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου, δηλαδή ποσοστό 13,6%, δήλωσαν θύματα διαδικτυακού εκφοβισμού, περίπου 250 και ποσοστό 8,3%, παραδέχτηκαν ότι είναι δράστες διαδικτυακού εκφοβισμού, ενώ άλλοι 250 και ποσοστό 8%, βρέθηκαν εθισμένοι στο Διαδίκτυο, ανάμεσα σε 3 χιλιάδες μαθητές που περιέλαβε μεγάλη παγκύπρια έρευνα των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, σε συνεργασία με τις Υπηρεσίες Αγωγής Υγείας του Υπουργείου Παιδείας, για τις διαδικτυακές συνήθειες των Κύπριων μαθητών.
Τα συγκλονιστικά αυτά στοιχεία, μαζί με αποκαλύψεις ότι κάποια από τα εθισμένα παιδιά, χρειάστηκε να νοσηλευθούν για απεξάρτηση στο Μακάρειο Nοσοκομείο, με διάταγμα δικαστηρίου, μετέφερε χθες η Δρ Άννα Παραδεισιώτη, Παιδοψυχίατρος των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων του Υπουργείου Υγείας, στη συζήτηση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Διαπιστώθηκε στη συζήτηση ότι είναι επιβεβλημένη η ανάγκη να υπάρξει εθνική επιτροπή για την ασφάλεια στο διαδίκτυο και συντονισμός των διάφορων κρατικών και ιδιωτικών φορέων, για αντιμετώπιση των φαινομένων εκφοβισμού, σεξουαλικής εκμετάλλευσης ή κακοποίησης παιδιών.
Ο Γιάννης Λαούρης, Πρόεδρος του Ινστιτούτου Νευροεπιστήμης και Τεχνολογίας που συντονίζει το πρόγραμμα CyberEthics για ασφάλεια στο Διαδίκτυο τα τελευταία 9 χρόνια, τόνισε, σε παρέμβασή του, τη σοβαρότητα της απουσίας εθνικής στρατηγικής για την ασφάλεια στο Διαδίκτυο, καθώς, όπως επεσήμανε, «η Πολιτεία δεν εφάρμοσε τις υποχρεώσεις της».
Εγκατέλειψαν και το σχολείο!
Σύμφωνα με τη Δρα Παραδεισιώτη, τα ποσοστά που ανέδειξε η έρευνα για τη συμπεριφορά των παιδιών στο σύγχρονο ηλεκτρονικό διαδικτυακό περιβάλλον, «είναι αρκετά υψηλά σε σχέση με άλλες χώρες, γιατί βρέθηκε μια αρνητική συσχέτιση του χρόνου που ασχολούνται τα παιδιά στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, με τη σχολική επίδοση. Βρέθηκε ότι μέσα σε δύο χρόνια, παιδιά που έκαναν μεγάλη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή, είδαν τις επιδόσεις τους να έχουν πέσει σε μεγάλο βαθμό».
Απαντώντας σε ερωτήσεις των βουλευτών της Επιτροπής, αποκάλυψε ότι «χρειάστηκε ακόμα και να νοσηλευτούν στο Μακάρειο Νοσοκομείο, παιδιά με εθισμό στο Διαδίκτυο». Και πρόσθεσε: «Είχαμε περιπτώσεις εφήβων απομονωμένων στο σπίτι για μεγάλο χρονικό διάστημα, που είχαν διακόψει τη φοίτησή τους στο σχολείο…Ήταν μερόνυχτα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, έτρωγαν στο δωμάτιό τους, είχαν παραμελήσει τη φροντίδα και την υγιεινή τους, είχαν αποκοπεί κοινωνικά, ακόμα και από τον στενό περίγυρο της οικογένειας και μερικά από αυτά χρειάστηκε να τα νοσηλεύσουμε (στο Μακάρειο νοσοκομείο), κατόπιν υποχρεωτικού διατάγματος Δικαστηρίου, μετά από αίτηση των γονέων που είχαν απελπιστεί από την κατάστασή τους…».
Ο φαύλος κύκλος του εθισμού
Η Δρ Παραδεισιώτη ανέφερε ότι «τα αίτια γι’ αυτή την κατάσταση είναι πολλαπλά και πολύπλοκα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Μπορεί ένα παιδί να έχει κάποια συναισθηματικά προβλήματα, κλείνεται στον εαυτό του, βρίσκει λύσεις στο Διαδίκτυο, αυτό σιγά σιγά γίνεται εθισμός, τα ψυχικά προβλήματα αυξάνονται και επεκτείνονται σε πολλούς άλλους τομείς - με αποτέλεσμα το παιδί να είναι απομονωμένο στο σπίτι και αποκομμένο από τους πάντες, με την ψυχική του υγεία σε ακόμα χειρότερη κατάσταση από ό,τι ήταν προηγουμένως».
Η Δρ Παραδεισιώτη κατέληξε αναφέροντας ότι «η δυναμική παρέμβαση νοσηλείας στο Μακάρειο Νοσοκομείο, βοήθησε αφενός να γίνει ένα ημερήσιο πρόγραμμα -γιατί αυτά τα παιδιά κάνουν τη μέρα νύχτα και τη νύχτα μέρα-, να επανασυνδεθούν με το σχολείο, να γίνει αφετέρου συμβουλευτική με τους γονείς και σιγά σιγά, αυτά τα παιδιά να επανέλθουν στον κανονικό ρυθμό της ζωής, για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα ψυχικής υγείας τους».
Όταν οι εκπαιδευτικοί δεν καταγγέλλουν…
Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μεταξύ των παρευρισκομένων προέκυψε από την παρατήρηση του Υπεύθυνου του Γραφείου Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Αστυνομίας, Υπαστυνόμου Ανδρέα Αναστασιάδη που, απευθυνόμενος προς τους εκπροσώπους του Υπουργείου Παιδείας, ανέφερε ότι «δεν είμαστε ευχαριστημένοι από την ανταπόκριση των εκπαιδευτικών, οι οποίοι δυστυχώς φοβούνται να δώσουν πληροφορίες στην Αστυνομία σε σχέση με θέματα παιδικής πορνογραφίας και κακοποίησης παιδιών. Ίσως γιατί, όπως προσωπικά πιστεύω, δεν θέλουν να εκθέσουν και να θίξουν το σχολείο τους».
Είπε ότι υπήρξε σημαντική αύξηση υποθέσεων που αφορούν παιδική πορνογραφία, καθώς το 2012 απασχόλησαν το Γραφείο του, 54 υποθέσεις παιδικής πορνογραφίας, το 2013, 23 υποθέσεις και το 2014 μέχρι στιγμής, 83 υποθέσεις. Πρόσθεσε ότι ο νόμος που εφαρμόζεται για την παιδική πορνογραφία, είναι η Σύμβαση του Διαδικτύου του 2004 και ο νέος Νόμος για την κακοποίηση παιδιών και παιδική πορνογραφία, του 2014. «Χρειάζεται οπωσδήποτε μια συζήτηση στην Επιτροπή Νομικών της Βουλής, γιατί υπάρχουν λάθη στον συγκεκριμένο νόμο και θέλουμε να τα συζητήσουμε», τόνισε.
Η γυμνή φωτογραφία μαθήτριας
Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ Ιωάννου, εκ μέρους της Υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, απάντησε στον κ. Αναστασιάδη ότι «τώρα ξεκινά η ενημέρωση των εκπαιδευτικών για το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και υπάρχει πολύ περιθώριο για βελτίωση».
Η Ιλιάδα Σπύρου, εκπρόσωπος της Συντονιστικής Επιτροπής Προστασίας και Ευημερίας του Παιδιού, επιβεβαίωσε τα λεχθέντα από τον Υπαστυνόμο Αναστασιάδη και ανέφερε ότι και η ίδια αντιμετώπισε το φαινόμενο εκπαιδευτικών, που διστάζουν να καταγγείλουν περιστατικά εκφοβισμού στο σχολείο τους. Είπε συγκεκριμένα ότι σε μια περίπτωση διαδικτυακής διακίνησης γυμνής φωτογραφίας μαθήτριας, σε ένα σχολείο, ένας καθηγητής είπε στην κ. Σπύρου, ότι δεν κατάγγειλε το περιστατικό, γιατί «δεν θέλει να μπλέξει». Και πρόσθεσε η Ιλιάδα Σπύρου: «Έγινε στη συζήτηση, αναφορά στα φίλτρα προστασίας των παιδιών από πορνογραφικές ή άλλες σελίδες ακατάλληλου περιεχομένου. Ναι, ενημερώνουμε τα παιδιά ότι υπάρχουν τα φίλτρα προστασίας, αλλά δεν είναι η λύση, γιατί μπορεί να εμφανιστεί πορνογραφικό υλικό, ακόμα κι όταν γράψει το παιδί μια αθώα λέξη, στον υπολογιστή. Στο τέλος της μέρας, αυτό που έχει σημασία, είναι η σχέση που αναπτύσσουν οι γονείς με τα παιδιά τους και όχι το φίλτρο στον υπολογιστή».
Από την πλευρά της η βουλευτής του ΔΗΣΥ, Στέλλα Κυριακίδου, παρατήρησε ότι «η νέα νομοθεσία, καθιστά πλέον ποινικό αδίκημα τη μη καταγγελία σεξουαλικής κακοποίησης ή παρενόχλησης παιδιών, αν υπάρχει έστω και υποψία για κάτι τέτοιο, από οποιοδήποτε. Μάλιστα στον νόμο, αναφέρεται ρητά ότι εκτός από την καταγγελία, είναι επιβαρυντικό, αν το άτομο που δεν καταγγέλλει, είναι μέσα στον κύκλο εμπιστοσύνης του παιδιού - αν είναι π. χ. δάσκαλος του παιδιού». Σημείωσε ότι «προβληματίζει και ανησυχεί το γεγονός, ότι γονείς, καλοπροαίρετα, ανεβάζουν φωτογραφίες των παιδιών τους σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης και ότι φωτογραφίες παιδιών έχουν εντοπιστεί στην κατοχή ατόμων που συνελήφθησαν για υποθέσεις παιδικού πορνογραφικού υλικού».
Μπλοκάρισμα από τη CYTA
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Αλεξάνδρου, Διευθυντής Σταθερής Τηλεφωνίας, CYTA: «Εμείς παρέχουμε, μεταξύ άλλων, υπηρεσία που καθαρίζει το Διαδίκτυο από το παιδοπορνογραφικό και οποιοδήποτε άλλο παράνομο υλικό. Πρόσφατα υπήρξε το πρώτο αίτημα από την Αστυνομία, με βάση τον νέο Νόμο για κακοποίηση παιδιών και παιδική πορνογραφία, για να μπλοκάρουμε ιστοσελίδες παιδοπορνογραφικού περιεχομένου. Το δικό μας σύστημα, το είχε μπλοκάρει από προηγουμένως, γιατί παίρνει αυτόματα πληροφορίες από διεθνείς οργανισμούς. Όμως το πρόβλημα δεν είναι μόνο εκεί, είναι ευρύτερο, όσον αφορά την παιδοπορνογραφία και έχει να κάνει και με άλλα ζητήματα. Σήμερα κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, προγράμματα όπως το TOR, που το χρησιμοποιούν πολλοί παιδόφιλοι, που δίνουν τη δυνατότητα σε κάποιον να μπαίνει στο Διαδίκτυο ανώνυμα, για να διακινούν τέτοιο υλικό, χωρίς να τους εντοπίζει η Αστυνομία».