Λιτή και συγκλονιστική, η βραβευμένη ταινία μικρού μήκους «Άννα», του Σπύρου Χαραλάμπους, που παρακολουθήσαμε προχθές (17 Δεκεμβρίου 2015) στην εκδήλωση του Γραφείου της Επιτρόπου Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Κίνησης για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό, στο Σπίτι της Συνεργασίας στη Λευκωσία. Λιτή και συγκλονιστική και η μαρτυρία της πρωταγωνίστριας:

«Είμαι η Έιμι Λυσάνδρου, από τις Φιλιππίνες, βρίσκομαι στην Κύπρο για 30 χρόνια, από 17 χρονών και έχω τρία παιδιά (δύο γιους, 27 και 25 χρονών, και μια κόρη, 19). Νιώθω περισσότερο Κύπρια, παρά Φιλιππινέζα. Έζησα εδώ για περισσότερο από τη μισή μου ζωή, εδώ είναι η οικογένεια και τα παιδιά μου και αγαπώ την Κύπρο. Όμως, δυστυχώς, παρατηρώ ότι οι περισσότεροι Κύπριοι -από όσους τουλάχιστον γνώρισα εγώ- δεν διεκδικούν τα δικαιώματά τους, απλώς κάθονται στον καναπέ με το remote control στο χέρι και μεμψιμοιρούν, εναντίον οποιουδήποτε θεωρούν ότι τους εκμεταλλεύεται, αντί να σηκωθούν να βγουν στον δρόμο.

»Κι αυτοί με τη σειρά τους, ως εργοδότες, εκμεταλλεύονται άλλους ευάλωτους ανθρώπους, όπως τους μετανάστες. Πολλές Φιλιππινέζες που γνωρίζω, κυρίως οικιακές βοηθοί, καταλήγουν παράνομες εργαζόμενες στην Κύπρο, όταν τολμήσουν να εγκαταλείψουν έναν εργοδότη που τους συμπεριφέρεται σαν να είναι ζώα. Δεν μπορούν να επιστρέψουν στις Φιλιππίνες, όπου χρεώθηκαν η καθεμιά τουλάχιστον 20 χιλιάδες δολάρια, για να έρθουν να εργαστούν, αφού χρειάζονται τον μισθό τους, που για τα δεδομένα των Φιλιππινών είναι τεράστιος, και προσπαθούν να παραμείνουν εδώ, για να επιβιώσουν.

»Ενώ η σεξουαλική παρενόχληση είναι καθημερινή. Αμέτρητες φορές, ενώ περπατούσα στον δρόμο σταμάτησαν αυτοκίνητα δίπλα μου, με τον οδηγό να με ρωτά “Έι, είκοσι ευρώ είναι εντάξει;”. Όλα αυτά με κάνουν να θυμώνω, γιατί όλοι είμαστε ίσοι, όλοι είμαστε δημιουργήματα του ίδιου θεού και κανένας δεν είναι πάνω από τον άλλο».

Η Έιμι παίζει στην ταινία τον ρόλο της Μαίρης, μιας 30χρονης Φιλιππινέζας, που δουλεύει σε ένα χωριό στην Κύπρο ως φροντίστρια του 85χρονου κύριου Μιχάλη (ενός αξεπέραστου Σπύρου Σταυρινίδη), αλλά και ως εργάτρια στα χωράφια της οικογένειας…Ο Μιχάλης υποφέρει με Αλτσχάιμερ και την αποκαλεί Άννα, καρφωμένος μπροστά σε μια τηλεοπτική σαπουνόπερα. Δεν θυμάται και δεν αναγνωρίζει κανέναν, ούτε την κόρη του, όμως αναγνωρίζει τον ανεκπλήρωτο, μεγάλο έρωτα της ζωής του, την Άννα (που δεν είναι η σύζυγός του), όταν η Μαίρη τού δείχνει μια παλιά φωτογραφία του γάμου του, με τους νιόπαντρους τριγυρισμένους από συγγενείς και φίλους. «Μόνον τούτην αγάπησα… αλλά… δεν με ήθελεν ο τζιύρης της… Άννα… Άννα…», ήταν η μοναδική φράση με νόημα, που εκστόμισε ανάμεσα στις ασυναρτησίες του… Η ταινία τελειώνει με τον θάνατό του και με την αποχώρηση της Μαίρης από το σπίτι…

Στη συζήτηση που ακολούθησε την προβολή, η Πρόεδρος της ΚΙΣΑ Ανθούλα Παπαδοπούλου μίλησε για τη συνεισφορά των γυναικών μεταναστριών στην Κύπρο και ιδιαίτερα των οικιακών εργαζομένων, «που δεν έχει αναγνωριστεί». Τόνισε ότι «η δουλειά τους, με την ανάληψη της φροντίδας των παιδιών και των ηλικιωμένων, απελευθέρωσε κυριολεκτικά τις Κύπριες και τους επέτρεψε να μπουν μαζικά στην αγορά εργασίας. Αλλά, όπως είδαμε στην ταινία, οι μετανάστριες παίρνουν ψίχουλα, εργαζόμενες σκληρά για 18 ώρες και παραμένουν κρυμμένες και αόρατες»...