Είναι ο τίτλος του ρεμπέτικου τραγουδιού του Γιάννη Παπαϊωάννου, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Βάσου Πτωχόπουλλου, «Περιπλανώμενος Δυστυχισμένος - Ιστορίες με τραγούδια», που μόλις κυκλοφόρησε…ενός βιβλίου σπαρακτικού, σημαδεμένου από την απαρηγόρητη νοσταλγία για τη χαμένη Γιαλούσα του… ενός βιβλίου σαν αυτά του Τσαρλς Μπουκόφσκι (Charles Bukowski), τα γεμάτα με οδύνη κι απελπισία, σκληρό χιούμορ και ανελέητο αυτοσαρκασμό, ενός βιβλίου που μυρίζει ποτό και τσιγάρο και ξαναμμένες γυναίκες και κάθε απαγορευμένη μυρωδιά… δηλαδή ενός συναρπαστικού βιβλίου, που μου έκανε μια όμορφη παρέα την Κυριακή που πέρασε.
Ξεχωρίζω, για σήμερα, μια από τις αυτοβιογραφικές ιστορίες του Βάσου, που σχεδόν όλες ξεκινούν με ένα παλιό, αγαπημένο ρεμπέτικο, ή λαϊκό τραγούδι του Καζαντζίδη, του Τσιτσάνη, του Μπιθικώτση και άλλων - λιγότερες ιστορίες ξεκινούν με folk ή rock τραγούδια, που ο συγγραφέας άκουγε μετανάστης στην Αγγλία, πριν επιστρέψει στη Λευκωσία και ανοίξει το θρυλικό «Αιγαίον», στην παλιά πόλη.
Να ένα μικρό απόσπασμα: «Νιώθω λειψός που δεν χορεύω. Δυστυχώς από μικρός, δεν έμαθα και μου έμεινε το κουσούρι. Είναι δύσκολο να είσαι Έλληνας και να μην ξέρεις να χορεύεις. Όταν φτάνω σε κέφι και δεν μπορώ να σηκωθώ να χορέψω, φτάνω σε απόγνωση. Νιώθω καταϊσιεμμένος, ανίκανος και ανήμπορος. Παλιά έκανα κάποιες απόπειρες να χορέψω, αλλά δεν μου βγήκε. Χόρεψα μια φορά, έναν ποντιακό χορό. Ήμουν στρακότο και το μόνο σχόλιο που άκουσα, ήταν από έναν Κούρδο που μου είπε σε σπασμένα ελληνικά “πρόσεε πόιν του, μεν πατήσει δικόν του”.
»Πρέπει να ομολογήσω πως κάποτε έπινα πολύ. Κάπνιζα κιόλα πολύ, κάπου ογδόντα με ενενήντα τσιγάρα την ημέρα… Νομίζω πως ένας από τους λόγους που πίναμε κάθε βράδυ, ήταν το ανεκπλήρωτο των απόψεων και των βιωμάτων μας. Υψώναμε την ελληνική σημαία και μας την έκαιγαν, λέγαμε τα αυτονόητα και μας έβγαζαν τρελούς, γράφαμε τον πόνο μας και μας κυνηγούσε, όχι μόνον η αστυνομία, αλλά σύσσωμη η κοινωνία. Μορφωμένοι, υποτίθεται, αλλά στο περιθώριο του περιθωρίου. Ιδιότυπο περιθώριο, αλλά περιθώριο. Το “Αιγαίον” ήταν μια ανάσα. Ένα αεράκι ελευθερίας, ή μια ψευδαίσθηση ελευθερίας…Ντισκ τζόκεϊ, ήταν ο Λάκης.
Ο Λάκης, ως νεοφώτιστος του ρεμπέτικου και ως γνώστης του δημοτικού, ήταν η σωστή επιλογή, ειδικά όταν καμιά γκόμενα τού έκανε νάζια. Ήξερε ακριβώς, ποιο θα ήταν το επόμενο τραγούδι. Πίναμε και πίναμε, ώσπου να γίνουμε όλοι γάιδαροι, που λέει ο λαός. Πρώτος στα σπασίματα, ήταν συνήθως ο Λάζαρος κι ο Τεύκρος. Ο Λάζαρος Μαύρος και ο Τεύκρος, ήταν οι υποκινητές των αναποδογυρισμένων πάγκων και τραπεζιών.
Δεν μιλάμε για πιάτα και ποτήρια, μιλάμε για καρέκλες, τραπέζια, έπιπλα. Δεν φτάνει που τα έκαναν λίμπα, ήθελαν κι από πάνω, κάθε λίγο και λιγάκι, να τους ψήνω και μια ρέγκα. Ποτέ δεν πλήρωσαν τις ρέγκες. Σε ένα δεφτεράκι που άνοιξα πρόσφατα, βρήκα πως ο Λάζαρος κι ο Τεύκρος είχαν 127 ρέγκες απλήρωτες.
Εκείνο το βράδυ άρπαξαν τον πάγκο του Μπλάκστοουν και τον αναποδογύρισαν. Έσπασαν τα πάντα… Διαπασών πια, κι ας ήτανε μετά τις τρεις το πρωί, ο ντισκ τζόκεϊ έβαλε τον μέγιστο Παπαϊωάννου να τραγουδά το “Πέντε Έλληνες στον Άδη”. Τρέξαμε και πέσαμε στην πίστα. Χόρεψα κι εγώ. Τι χόρεψα δηλαδή, έπεσα μέσα στα γυαλιά, τα μαχαιροπίρουνα και κολύμπησα ένα σπουδαίο ύπτιο ζεϊμπέκικο»…