Το 2017 η τουρκική οικονομία σημείωσε μια σημαντική βελτίωση, με τον συνολικό ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης να αγγίζει το 6,7%, ξεπερνώντας κατά πολύ αυτόν των περισσότερων μελών της Ε.Ε., και πλέον κατατάσσεται στη 2η θέση μαζί με την Ινδία (επίσης 6,7%) και ελαφρώς πίσω από την Κίνα (6,8%) μεταξύ των χωρών G-20. Ωστόσο, οι προβλέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας αναφορικά με την πορεία της τουρκικής οικονομίας για το 2018 εμφανίζονται δυσοίωνες, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για το μέλλον της χώρας, σε μια περίοδο ιδιαίτερα κρίσιμη, κατά την οποία το καθεστώς Ερντογάν παρουσιάζει μιαν αναθεωρητική στάση στην ευρύτερη περιοχή και μπαίνει σε προεκλογική τροχιά.

Οι αρχικοί λόγοι της ευημερίας

Η αξιόλογη οικονομική ευημερία που παρατηρήθηκε στην Τουρκία μεταξύ 2013-2017 οφείλεται, σύμφωνα με έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, αφενός στον μεγάλο αριθμό των νέων που εισήλθαν στο εργατικό δυναμικό της χώρας και, αφετέρου, στη συνεχιζόμενη έντονη ανάπτυξη του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας.

Σύμφωνα με τη διμηνιαία Έκθεση της «Έδρας ΓΕΕΘΑ» στις Στρατηγικές Σπουδές «Θουκυδίδης» για τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2018, οι αξιοσημείωτοι οικονομικοί δείκτες του 2017 οφείλονται, κυρίως, σε ένα κύμα πιστωτικής ρευστότητας στη χώρα που διοχετεύτηκε στην οικονομία με διάφορα χρηματοπιστωτικά εργαλεία (Credit Guarantee Fund ή KFG, loan securitization). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση χιλιάδων επιχειρήσεων στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της απότομης πτώσης του τουρισμού, της επιβολής νόμου έκτακτης ανάγκης και μιας κυβερνητικής καταστολής που έχει κοστίσει σε 60.000 άτομα την ελευθερία τους. Μεταξύ άλλων, στην οικονομική ευημερία συνέβαλαν και οι φορολογικές ελαφρύνσεις της Κυβέρνησης ΑΚΡ. Η ισχυρή ανάπτυξη στην Ευρώπη συνέβαλε περαιτέρω στην τόνωση των τουρκικών εξαγωγών, ενώ οι καταναλωτικές δαπάνες και οι κατασκευές τροφοδοτήθηκαν από ένα κυβερνητικό πρόγραμμα δανείων.

Εξασθένηση δημοσιονομικών μέτρων

Εντούτοις, στην έκθεσή της η Παγκόσμια Τράπεζα αναφέρει πως μέσα στο 2018 η οικονομική ανάπτυξη στην Τουρκία αναμένεται να πέσει περίπου στο 3,5% και το 2019-2020 να σημειώσει οριακή άνοδο στο 4%. Η αιτία αυτής της υποχώρησης οφείλεται κατά βάσιν στο ότι ο αντίκτυπος των δημοσιονομικών μέτρων του 2017 εξασθενεί και, αν αυτό συνδυαστεί με τη διατήρηση της πολιτικής και διεθνούς αστάθειας και τα υφιστάμενα αντικρουόμενα οικονομικά συμφέροντα, αναμένεται να συνεχίσουν να καθιστούν την οικονομική ανάκαμψη της Τουρκίας και οποιαδήποτε βελτίωση μεσο-μακροπρόθεσμα ως υψηλού ρίσκου.

Έλλειμμα του ισοζυγίου συναλλαγών

Όπως επίσης αναφέρει ο Economist, οι προοπτικές για την Τουρκία δεν είναι ευοίωνες, αφού το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε σημαντικά το 2017, ενώ οι άμεσες ξένες επενδύσεις είναι εξασθενημένες σε σχέση με τις αντίστοιχες πριν από μια δεκαετία, παρά τις εισροές από αραβικές χώρες του Κόλπου. Επιπλέον, σημειώνει η έκθεση της έδρας «Θουκυδίδης», η έντονη πιστωτική επέκταση έχει αναβιώσει το φάντασμα του υψηλού πληθωρισμού, που στοίχειωνε την Τουρκία από τη δεκαετία του 1970 έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Οι τιμές αυξήθηκαν κατά 13% τον χρόνο μέχρι τον Νοέμβριο, που είναι ο υψηλότερος ρυθμός τα τελευταία 14 χρόνια και διπλάσιος του στόχου της Κεντρικής Τράπεζας.

Τον περασμένο μήνα το ΔΝΤ εξέδωσε μια δημόσια προειδοποίηση για την τουρκική οικονομία, με αποτέλεσμα ένας από τους ανώτερους συμβούλους του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο Cemil Ertem, να δηλώσει ότι η έκκλησή του για μετριασμό του πληθωρισμού και περιορισμό των δαπανών είναι «αποτυχημένες οικονομικές θεωρίες», που προωθούνται από τους «δεινόσαυρους». «Θα κάνουμε ακριβώς το αντίθετο», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Υποβάθμιση από Μοοdy's

Οι Moody's υποβάθμισαν το χρέος της Τουρκίας δύο μονάδες κάτω από τον επενδυτικό βαθμό, αναφέροντας ανησυχίες σχετικά με το πολιτικό κλίμα της χώρας και μεγάλη εξάρτηση από την εξωτερική χρηματοδότηση. Από την πλευρά της η Goldman Sachs ανέφερε ότι η Τουρκία δείχνει τα «κλασικά σημάδια οικονομίας υπερθέρμανσης», προειδοποιώντας ότι η αναπροσαρμογή θα απαιτούσε χαμηλότερη ανάπτυξη.

Οι φόβοι των επενδυτών

Όπως ανέφεραν αυτήν τη βδομάδα οι Financial Times, τώρα, με τις εκλογές, μερικοί επενδυτές φοβούνται ότι ο κ. Ερντογάν δεν είναι πρόθυμος να ανεχθεί μια επιβράδυνση της οικονομίας, μια προσέγγιση που ορισμένοι φοβούνται ότι αυξάνει τον κίνδυνο μιας σκληρής προσγείωσης. Το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) έχει οικοδομήσει την πολιτική του επιτυχία στην αύξηση της ευημερίας και με τις εκλογές να αναμένονται τον Μάρτιο και Νοέμβριο του 2019, ο Ερντογάν και οι υπάλληλοί του κατέστησαν σαφές ότι επιθυμούν αύξηση 5,5% φέτος.

Γεωπολιτικές παράμετροι

Για να χρηματοδοτήσει το οικονομικό χάσμα, αναφέρουν οι Financial Times, η Τουρκία στηρίζεται σε βραχυπρόθεσμες ροές χρημάτων που θα μπορούσαν να εξατμιστούν γρήγορα, εάν μετατοπιστεί το συναίσθημα προς τη χώρα. Προς το παρόν, συνεχίζει το άρθρο, οι ελκυστικές επιστροφές της Τουρκίας και η όρεξη για κινδύνους μεταξύ των επενδυτών συνέχισαν τη ροή των κεφαλαίων. Αλλά η σχέση της χώρας με τις ΗΠΑ, η στρατιωτική επέμβασή της στη Συρία και η έντονη εγχώρια πολιτική της ενέχουν κινδύνους.

«Όταν μιλάμε για το πόσες αυξήσεις θα έχει η (Federal Reserve), πόσο σύντομα η ΕΚΤ θα τερματίσει τη χαλάρωσή της, δεν είναι μια καλή στιγμή για μιαν αναδυόμενη οικονομία της αγοράς να έχει ένα μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και υψηλό πληθωρισμό», δήλωσε στην εφημερίδα ο Inan Demir, ανώτερος αναλυτής αναδυόμενων αγορών στη Nomura. «Θα μπορούσε να είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, εάν οι παγκόσμιες συνθήκες ρευστότητας επιδεινωθούν ή εάν η Τουρκία έχει προβλήματα να προσελκύσει εξωτερική χρηματοδότηση, λόγω πολιτικών ή γεωπολιτικών κινδύνων».

Προβληματικά αποθέματα

Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάλυση της Έδρας «Θουκυδίδης» αναφέρει πως η χρόνια πολιτική αναταραχή, οι τρομοκρατικές επιθέσεις και οι φόβοι για αμερικανικά πρόστιμα εναντίον τουρκικών τραπεζών που είναι ύποπτες για παραβίαση κυρώσεων κατά του Ιράν έχουν επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στο νόμισμα της χώρας. Η τουρκική λίρα έχει απολέσει το ένα δέκατο της αξίας της έναντι του δολαρίου από τις αρχές του 2017 και σχεδόν το 40% από τις αρχές του 2015.

Μιλώντας στη «Σημερινή» ο επίκουρος καθηγητής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Uclan, Παναγιώτης Κοντάκος, εξήγησε πως η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας διαθέτει καθαρά συναλλαγματικά αποθέματα μόλις 32,9 δις δολαρίων, ενώ τα ακαθάριστα αποθεματικά, τα οποία περιλαμβάνουν, επίσης, τις απαιτήσεις σε συναλλαγματικά αποθεματικά των τραπεζών, ανέρχονται σε 116 δις δολάρια. «Αυτά δεν αρκούν για να καλύψουν τις εισαγωγές 6 μηνών - ένα βασικό μέτρο που χρησιμοποιούν οι οικονομολόγοι για να μετρήσουν τη δύναμη της συναλλαγματικής θέσης μιας χώρας. Επίσης, δεν υπερβαίνουν τα 170 δις δολάρια εξωτερικού χρέους που λήγουν τους επόμενους 12 μήνες», εξήγησε.

Το δίλημμα των ΗΠΑ

Σε μια παράλληλη εξέλιξη, το Foreign Policy σημειώνει πως τυχόν απομόνωση της Τουρκίας από τις ΗΠΑ θα συνιστούσε αυτοτραυματική πληγή από τη δεύτερη. «Η Τουρκία δεν είναι απλώς ο Πρόεδρος Ερντογάν, αλλά ένας περιφερειακός γεωγραφικός και οικονομικός γίγαντας, που αποτελεί ένα ρυθμιστικό στοιχείο μεταξύ της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής και μεταξύ της Μέσης Ανατολής και της Ρωσίας. Η απώλεια της Τουρκίας ως δυτικού συμμάχου θα σήμαινε την ένταξη της Μέσης Ανατολής στα όρια της Ευρώπης και η ρωσική επιρροή θα μεταφερόταν στην καρδιά της Μέσης Ανατολής.

»Η Τουρκία είναι επίσης η πλέον κατάλληλη για τη διατήρηση της ισορροπίας ενάντια στο Ιράν, του οποίου οι φιλοδοξίες και η επιρροή αυξάνονται παράλληλα με τη συνεργασία του με τη Ρωσία. Η εξάρτηση είναι αμοιβαία, χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Τουρκία θα παραμείνει στην Τεχεράνη και το θαρραλέο έλεος της Μόσχας», αναφέρουν οι αναλυτές του Foreing Policy, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο Michael Singhi, πρώην ανώτερος διευθυντής για τις υποθέσεις της Μέσης Ανατολής στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ από το 2005 έως το 2008.