Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗ Π. ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΣΤΗ «Σ»
Μεταξύ πολλών άλλων ο Γιάννος Σταυριανός ανέφερε στην εφημερίδα μας ότι δύο φορές είδε να είναι παρούσα στην παραλαβή και μια ηλικιωμένη κυρία, η οποία φάνηκε να είχε λόγο στην όλη υπόθεση…
Δύο φορές την εβδομάδα βλέπαμε να έρχονται ξύλινα κασόνια, τα οποία συνόδευαν Γιουγκοσλάβοι και τα οποία παραδίδονταν στους συναδέλφους της Λαϊκής Τράπεζας. Οι υπάλληλοι τα άνοιγαν, μετρούσαν τα λεφτά, ξανάκλειναν τα κασόνια και τα παρέδιδαν στο διευθυντικό στέλεχος της Λαϊκής, που ήταν παρόν στην καταμέτρηση
Ένα πέπλο σιωπής γύρω από την υπόθεση των εκατομμυρίων του Μιλόσεβιτς επικρατούσε κι επικρατεί ακόμα, παρά το γεγονός ότι είχε φτάσει και στο δικαστήριο μετά από μια αγωγή που είχε καταχωρίσει το δικηγορικό γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος εναντίον της εφημερίδας «Financial Times»
«Στο παλιό αεροδρόμιο της Λάρνακας υπήρχαν κάμερες, οι οποίες κατέγραφαν όλες τις κινήσεις εκεί. Αν ψάξετε, μπορείτε να βρείτε τις κάμερες για να δείτε πώς γίνονταν όλα αυτά. Πρέπει να υπάρχουν σε αρχείο οι ταινίες»
«Ήμουν παρών σε πάρα πολλές περιπτώσεις παραλαβής κασονιών γεμάτων με χρήματα που έρχονταν από τη Γιουγκοσλαβία. Έρχονταν στο κατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας στο αεροδρόμιο, χωρίς να περάσουν από τελωνειακό έλεγχο και καταμετρούντο από τους συναδέλφους της Λαϊκής στην παρουσία διευθυντικού στελέχους της. Συνήθως τα κασόνια περιείχαν γερμανικά μάρκα σε χαρτονομίσματα των 1.000». Με αυτή την επώνυμη δήλωση πρώην υπάλληλος τράπεζας, ο Γιάννος Σταυριανός, μας κάλεσε την περασμένη Τετάρτη «για να μας μιλήσει ανοικτά», όπως είπε, «για τα εκατομμύρια του Μιλόσεβιτς». Πήγαμε και μάθαμε πολλά και διαφωτιστικά για την περιβόητη υπόθεση…
Πριν προχωρήσουμε στην αφήγηση-συνέντευξη του Γιάννου Σταυριανού, να θυμίσουμε ότι πριν από τέσσερεις περίπου μήνες η εφημερίδα μας είχε δημοσιεύσει μια μεγάλη έρευνα για τα εκατομμύρια που ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς έστελλε στην Κύπρο μέσα σε κασόνια και μαύρα σακούλια, χωρίς να γίνει γνωστό πού κατέληγαν αυτά τα χρήματα. Πολλά είχαν λεχθεί κατά καιρούς, ενώ η χώρα μας είχε κατηγορηθεί και για ξέπλυμα χρήματος λόγω της υπόθεσης αυτής.
Πέπλο σιωπής
Ένα πέπλο σιωπής γύρω από την υπόθεση των εκατομμυρίων του Μιλόσεβιτς επικρατούσε κι επικρατεί ακόμα, παρά το γεγονός ότι είχε φτάσει και στο δικαστήριο μετά από μια αγωγή που είχε καταχωρίσει το δικηγορικό γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος εναντίον της εφημερίδας «Financial Times». Το δικηγορικό γραφείο ζητούσε αποζημιώσεις από την εφημερίδα για δημοσιεύματά της, τα οποία το συνέδεαν με την υπόθεση. Συγκεκριμένα, η εφημερίδα είχε δημοσιεύσει ότι το εν λόγω γραφείο είχε εγγράψει κι εκπροσωπούσε οκτώ υπεράκτιες εταιρείες, οι οποίες πήραν τη θέση της γιουγκοσλαβικής τράπεζας Beogradska, που είχε την έδρα της στη Λευκωσία και δεχόταν χρήματα από τη Γιουγκοσλαβία.
Η Beogradska Banka
Να σημειωθεί ότι όταν ξέσπασε ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, το 1992, τα Ηνωμένα Έθνη είχαν επιβάλει κυρώσεις στη Σερβία, κάτι που υποχρέωσε την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου να εκδώσει αυστηρές οδηγίες για τον έλεγχο των κεφαλαίων από τη Γιουγκοσλαβία. Οι οδηγίες αυτές όμως έδεσαν κυριολεκτικά τα χέρια της Beogradska. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, υπό τον Αυξέντη Αυξεντίου τότε, είχε στείλει και δύο υπαλλήλους της στα γραφεία της Beogradska για να ελέγχουν όλες τις συναλλαγές.
Η διευθύντρια της τράπεζας, η Μπόρκα Βούτιτς, έπρεπε να βρει έναν τρόπο να αντιδράσει, ώστε η τράπεζα να συνεχίσει να δέχεται μετρητά από τον Μιλόσεβιτς. Όπως η ίδια είπε σε συνέντευξή της στον δημοσιογράφο Γιάννη Τέλλογλου του «Σκάι», ζήτησε τη βοήθεια του Τάσσου Παπαδόπουλου, ο οποίος, μαζί με τον συνεργάτη του Πάμπο Ιωαννίδη, τη συμβουλεύσαν να δημιουργήσει υπεράκτιες εταιρείες που θα έπαιρναν περίπου τη θέση της τράπεζας. Θα εργάζονταν, δηλαδή, «αντ’ αυτής».
Οι οκτώ υπεράκτιες εταιρείες που δημιουργήθηκαν ήταν οι: ANTEXOL, BROWNCOURT, VANTERVEST, LAMORAL, VERICON, CABCOM HILLSAY και SOUTHMED.
Με διεύθυνση το γραφείο Τ. Παπαδόπουλος
Από έρευνα που κάναμε στο Γραφείο του Εφόρου Εταιρειών, μόνον τέσσερεις από τις οκτώ αυτές εταιρείες εξακολουθούν να είναι εγγεγραμμένες. Φυσικά ίσως να είχαν διαγραφεί όλες και να ενεγράφησαν άλλες, άσχετες, με μικρή παραλλαγή στο όνομά τους. Όμως οι πρώτες τέσσερεις διεγράφησαν μεταξύ 2000-2003. Για τη VERICON βρήκαμε ότι από το 2005 μέχρι και το 2006 έκανε αλλαγή αξιωματούχων και αλλαγή της διεύθυνσης του γραφείου της. Οι διευθυντές της επίσης άλλαξαν. Πάντως και οι οκτώ εταιρείες, όταν ενεγράφησαν στην Κύπρο, είχαν τα γραφεία τους στη διεύθυνση Σοφούλη 2, Μέγαρο Σιαντεκλαίρ στη Λευκωσία. Στην ίδια διεύθυνση βρίσκεται και το δικηγορικό γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος.
Το γραφείο του μ. Τάσσου Παπαδόπουλου είχε κατηγορηθεί αρκετές φορές ότι έκανε τα στραβά μάτια στο ξέπλυμα χρήματος από τη Γιουγκοσλαβία στην Κύπρο. Για να αποδείξει το αντίθετο, ο πρώην Πρόεδρος είχε καταχωρίσει την προαναφερθείσα αγωγή κατά της εφημερίδας «Financial Times», ζητώντας αποζημιώσεις 250.000 λιρών για δυσφήμιση και όχι μόνον.
Η κοινοποίηση στο Facebook που ξανάνοιξε το θέμα
Το δημοσίευμά μας του Απριλίου ήρθε ξανά στη δημοσιότητα, όταν χρήστης ενός από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, του Facebook, το κοινοποίησε την περασμένη εβδομάδα. Την κοινοποίηση είδε άτομο, το οποίο ήταν παρόν σε αρκετές περιπτώσεις παραλαβής κασονιών γεμάτων μετρητά από τη Γιουγκοσλαβία, μια κι εργαζόταν τότε σε τράπεζα στο αεροδρόμιο Λάρνακας. Το άτομο αυτό επικοινώνησε με την εφημερίδα μας και μας είπε πως είναι πρόθυμο να μιλήσει επωνύμως για όλα όσα είδε να συμβαίνουν όταν γινόταν η παραλαβή των χρημάτων. Πρόκειται για τον Γιάννο Σταυριανό, αδελφό του βουλευτή του ΑΚΕΛ Πανίκου Σταυριανού, τον οποίο συναντήσαμε την περασμένη Τετάρτη στη Λάρνακα, όπου διαμένει.
Ο Γ. Σταυριανός, λοιπόν, μας είπε πως τότε εργαζόταν σε τράπεζα και συγκεκριμένα στο κατάστημα που λειτουργούσε στο Αεροδρόμιο Λάρνακας.
«Ήμουν παρών σε πάρα πολλές περιπτώσεις παραλαβής κασονιών γεμάτων με χρήματα που έρχονταν από τη Γιουγκοσλαβία. Έρχονταν στο κατάστημα στο αεροδρόμιο, χωρίς να περάσουν από τελωνειακό έλεγχο και καταμετρούντο από τους συναδέλφους της Λαϊκής Τράπεζας, στην παρουσία διευθυντικού στελέχους της», μας είπε.
Πώς γινόταν η παραλαβή
-Πώς ακριβώς, κ. Σταυριανέ, γινόταν η παραλαβή και πώς μπορούσατε να βλέπεται τι γινόταν, αφού η τράπεζα στην οποία εργαζόσασταν δεν ήταν η Λαϊκή;
-Στο αεροδρόμιο δεν υπήρχαν ξεχωριστά καταστήματα τραπεζών. Υπήρχε απλώς ένας πάγκος εξυπηρέτησης πελατών και πίσω από αυτόν ήταν τα γραφεία των εργαζομένων στις τράπεζες, στον ίδιο χώρο, χωρίς κανένα διαχωριστικό. Δύο φορές την εβδομάδα βλέπαμε να έρχονται ξύλινα κασόνια, τα οποία συνόδευαν Γιουγκοσλάβοι και τα οποία παραδίδονταν στους συναδέλφους της Λαϊκής Τράπεζας. Οι υπάλληλοι τα άνοιγαν, μετρούσαν τα λεφτά, ξανάκλειναν τα κασόνια και τα παρέδιδαν στο διευθυντικό στέλεχος της Λαϊκής, που ήταν παρόν στην καταμέτρηση. Από εκεί, με συνοδεία της αστυνομίας, τα κασόνια έφευγαν με προορισμό το κατάστημα της Λαϊκής στη λεωφόρο Βασιλέως Παύλου, κοντά στο αεροδρόμιο.
Χιλιάρικα σε μεγάλα ξύλινα κασόνια
Ο Γιάννος Σταυριανός μάς είπε πως τα μετρητά ήταν σε χαρτονομίσματα των χιλίων γερμανικών μάρκων συνήθως. Σε ερώτησή μας πόσα λεφτά έφταναν κάθε φορά στην Κύπρο, απάντησε ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει. Μας είπε όμως το εξής: «Επρόκειτο για ξύλινα κασόνια, μήκους 1.60 εκατοστών, ύψους 30-35 εκατοστών και πλάτους επίσης 30-35 εκατοστών. Από τις διαστάσεις μπορείτε να αντιληφθείτε πόσα χρήματα μπορούσαν να χωρέσουν, όταν μιλάμε για χαρτονομίσματα των 1.000 μάρκων».
Ήταν και μια ηλικιωμένη κυρία…
Στη συνέχεια ανέφερε ότι δύο φορές είδε να είναι παρούσα στην παραλαβή και μια ηλικιωμένη κυρία, η οποία φάνηκε να είχε λόγο στην όλη υπόθεση. «Μου είπαν, σημείωσε, αλλά δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, ότι επρόκειτο για στέλεχος γιουγκοσλαβικής τράπεζας στην Κύπρο».
Στον Κόκιτς ή στον Σάμπουριτς; Αστεία πράγματα!
-Γίνονταν συζητήσεις για τα χρήματα αυτά και την προέλευσή τους, μεταξύ των εργαζομένων;
-Τι να συζητήσουμε; Γνωρίζαμε ότι τα λεφτά αυτά έρχονταν από τη Γιουγκοσλαβία. Ήταν κοινό μυστικό ποιος τα έστελνε. Ποιος μπορούσε να έχει τόσα χρήματα; Ο Κόκιτς του ΑΠΟΕΛ ή ο Σάμπουριτς; Αστεία πράγματα.
-Οι υπεύθυνοι της Λαϊκής που ήταν παρόντες στην καταμέτρηση δεν μιλούσαν; Δεν συζητούσαν μεταξύ τους για την προέλευση των χρημάτων ή τον προορισμό τους;
-Όχι. Τι να έλεγαν; Από κάποια φάση και μετά σταμάτησε ακόμα και η καταμέτρηση των χρημάτων. Σταμάτησαν ακόμα και να ανοίγουν τα κασόνια. Απλώς τα έπαιρναν κι έφευγαν τα στελέχη της Λαϊκής, που περίμεναν στο αεροδρόμιο να τα παραλάβουν από Γιουγκοσλάβους.
- Άλλες εταιρείες ή τράπεζες παραλάμβαναν κασόνια με λεφτά, αν τελοσπάντων αυτή η διαδικασία ήταν συνηθισμένη;
-Όχι! Οι πτήσεις από τη Γιουγκοσλαβία γίνονταν δύο φορές την εβδομάδα, δεν γνωρίζω, όμως, αν τα κασόνια έρχονταν στο νησί μας με ιδιωτικό αεροπλάνο ή κανονική πτήση. Δεν μπορούσα να δω. Λέω μόνον όσα είδα με τα μάτια μου και όσα άκουσα με τα αφτιά μου. Τίποτε περισσότερο.
-Τα στελέχη της Λαϊκής που παραλάμβαναν τα κασόνια δεν ένιωθαν την ανάγκη να μιλήσουν με τους συναδέλφους τους, να δώσουν μια εξήγηση;
-Να πουν τι; Αυτοί απλώς έπαιρναν αγκαζέ τους Γιουγκοσλάβους κι έφευγαν μαζί τους. Από κάποια στιγμή και μετά μάλιστα ούτε τα προσχήματα δεν τηρούσαν. Η καταμέτρηση γινόταν σε κοινή θέα.
-Οι Γιουγκοσλάβοι ποιοι ήταν;
-Δεν γνωρίζω.
Υπάρχουν τα πλάνα από τις καταμετρήσεις
Ο Γ. Σταυριανός μάς είπε επίσης ότι στο παλιό αεροδρόμιο της Λάρνακας υπήρχαν κάμερες, οι οποίες κατέγραφαν όλες τις κινήσεις εκεί.
«Αν ψάξετε», ανέφερε, «μπορείτε να βρείτε τις κάμερες για να δείτε πώς γίνονταν όλα αυτά. Πρέπει να υπάρχουν σε αρχείο οι ταινίες».
Η συνομιλία περιεστράφη στη συνέχεια στο θέμα της δίκης που έγινε στη Λευκωσία για την αγωγή για τα δημοσιεύματα περί εκατομμυρίων του Μιλόσεβιτς.
«Αν η δίκη ήταν ορθή», μας είπε, «γιατί δεν φώναξαν για μάρτυρες εμάς, τους εννέα εργαζόμενους στις τράπεζες του αεροδρομίου να πούμε τι γινόταν; Άρα η δίκη εκείνη έγινε απλώς για τα μάτια του κόσμου».
Υποδείξαμε στον Γ. Σταυριανό ότι η δίκη δεν ήταν ποινική αλλά αστική, οπότε δεν ήταν θέμα αστυνομίας.
Η συνέντευξη συνεχίσθηκε με αναφορές εκ μέρους του Γ. Σταυριανού για πληροφορίες, όχι όμως δική του γνώση, ότι κάποια από τα χρήματα στα κασόνια κατέληγαν αλλού, όχι δηλαδή στη Λαϊκή Τράπεζα.
«Αυτά έλεγαν οι διάφοροι που γνώριζαν καταστάσεις. Εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω».
Για προβληματισμό το μπουμ του ΧΑΚ
Τέλος, ο συνομιλητής μας έθεσε κι ένα ερώτημα, το οποίο προκαλεί προβληματισμό.
«Πιστεύετε πως είναι τυχαίο που το Χρηματιστήριο της Κύπρου εκείνη την εποχή, 1999-2001, πέταξε στα ύψη; Με ποιων τα χρήματα γίνονταν οι συναλλαγές; Με τους μισθούς των Κυπρίων εργαζομένων;».
Το ερώτημα αυτό εγείρει σοβαρά ζητήματα, τα οποία δεν είναι εύκολο να απαντηθούν. Οι συναλλαγές στο Χρηματιστήριο γίνονταν σε μετρητά, σύμφωνα με τους τότε κανονισμούς. Ποιος μπορεί να γνωρίζει πού βρέθηκαν τόσα λεφτά τότε, για να αγοράζονται εκατομμύρια μετοχές καθημερινά; Χάριν της ιστορίας, να αναφέρουμε ότι στη χρυσή εκείνη περίοδο, σε μια και μόνη χρηματιστηριακή συνάντηση, μέσα σε μιάμιση ώρα δηλαδή -τόσο διαρκούσε τότε η χρηματιστηριακή συνάντηση- έγιναν συναλλαγές ύψους 800 εκατομμυρίων λιρών. Η έρευνα που έγινε τότε για τις μεγαλύτερες αγορές και τις μεγαλύτερες πωλήσεις μετοχών δεν είχε οποιοδήποτε αποτέλεσμα, πέραν της συζήτησης του πορίσματός της στη Βουλή.
Οι αξιωματούχοι, που μας μίλησαν, μας όρκισαν
Στο δημοσίευμά μας του περασμένου Απριλίου είχαμε φιλοξενήσει και δηλώσεις κρατικού αξιωματούχου, ο οποίος μίλησε στην εφημερίδα μας, αφού προηγουμένως «μας όρκισε» ότι δεν θα γράφαμε σε καμία περίπτωση το όνομά του. Ο αξιωματούχος αυτός μάς είπε πως ο ίδιος είχε δει να μεταφέρονται στην Κύπρο, τότε, μετρητά από ανθρώπους του Μιλόσεβιτς. Δεν ανέφερε κανένα από τα ονόματα των μεταφορέων, μας αποκάλυψε όμως ότι ο ίδιος είδε σε μια περίπτωση σακούλες, οι οποίες περιείχαν 500 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα.
«Επρόκειτο για τελωνειακούς δασμούς, που αντί να παραμένουν στη Γιουγκοσλαβία στέλνονταν στην Κύπρο. Αυτό δεν ήταν παράνομο, αφού τα μετρητά συνοδεύονταν από πιστοποιητικά», είπε.
«Γνωρίζω πως κουβαλούσαν μετρητά επί ένα χρόνο»
Άλλη πηγή, από την Κεντρική Τράπεζα, ανέφερε στην εφημερίδα μας -και πάλιν υπό τον όρο της ανωνυμίας- ότι, με βάση τη δική της ενημέρωση, χρήματα από τη Γιουγκοσλαβία μεταφέρονταν στην Κύπρο επί ένα χρόνο.
«Πιστεύω πως ίσως να μεταφέρθηκαν εδώ γύρω στα 3 δισεκατομμύρια γερμανικά μάρκα. Σίγουρα όχι δέκα δισεκατομμύρια, όπως κάποιοι λένε. Θα πρέπει επίσης να πω ότι η Κεντρική Τράπεζα από κάποιο χρονικό σημείο και μετά είχε απαγορεύσει τη μεταφορά μετρητών σε βαλίτσες ή σακούλες».
Παρά την πιο πάνω δήλωση, έγκυρες εφημερίδες του εξωτερικού, όπως οι «Financial Times», η «Guardian», η «Washington Post» και άλλες έγραφαν συνεχώς για πολύ περισσότερα δισεκατομμύρια, τα οποία μεταφέρονταν στην Κύπρο επί χρόνια. Τα χρήματα αυτά διοχετεύονταν στη συνέχεια αλλού, κυρίως στον Λίβανο.
Ερεύνα και από τις ΗΠΑ
Η πληροφορία για ξέπλυμα χρήματος από το καθεστώς Μιλόσεβιτς είχε, όπως ήταν αναμενόμενο, φτάσει και στην Ουάσιγκτον. Πενταμελές κλιμάκιο του ΟFAC (Office of Foreign Assets Control) του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών ήρθε στην Κύπρο και, όπως μας αναφέρθηκε από ανθρώπους οι οποίοι είχαν θέσεις κλειδιά τότε στην Κεντρική Τράπεζα, ερεύνησαν όλες τις συναλλαγές που έγιναν μέσω της Beogradska Banka, χωρίς όμως να βρουν οτιδήποτε επιλήψιμο.
«Μάλιστα, μας έστειλαν κι επιστολή, με την οποία έλεγαν ότι δεν βρήκαν οτιδήποτε επιλήψιμο στη διάρκεια των ερευνών τους», ανέφεραν στην εφημερίδα μας οι ίδιες πηγές.