Οι εγγυητές δανείων εκτός από υποχρεώσεις έχουν και δικαιώματα
Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες μια υπεράσπιση θα μπορούσε να ακυρώσει μια σύμβαση εγγύησης
Η ΤΡΑΠΕΖΑ είναι υποχρεωμένη εγγράφως να ενημερώνει χωρίς καμιά καθυστέρηση τον εγγυητή για κάθε καθυστέρηση καταβολής 3 τουλάχιστον δόσεων από τον πρωτοφειλέτη
Σε «καυτή πατάτα» έχει εξελιχθεί το θέμα των εγγυητών μη εξυπηρετουμένων δανείων, ένα θέμα το οποίο αγγίζει μεγάλες μάζες πληθυσμού και το οποίο τυγχάνει σοβαρής επεξεργασίας από τους αρμόδιους φορείς, υπό το άγρυπνο βλέμμα των τροϊκανών.
Με αφορμή τις διάφορες δημόσιες συζητήσεις που γίνονται βάσει των πιο πάνω, είναι προς το συμφέρον των εγγυητών, τουλάχιστον στο υφιστάμενο πλαίσιο, να γνωρίζουν ότι εκτός από υποχρεώσεις έχουν ΚΑΙ δικαιώματα.
Για παράδειγμα, με τη σύμβαση της εγγύησης, ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στον δανειστή (Τράπεζα) την ευθύνη ότι θα καταβάλει την οφειλή, σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν αποπληρώσει, ως έχει συμφωνήσει, το δάνειο που έχει λάβει.
Σε μια τυπική σύμβαση δανείου με την τράπεζα, ο εγγυητής δηλώνει ότι καθίσταται υπεύθυνος, αλληλέγγυα κι εξ ολοκλήρου, κι εγγυάται ανεπιφύλακτα ότι θα εξοφλήσει ο ίδιος, όταν του ζητηθεί, το οφειλόμενο υπόλοιπο ποσό του χρέους του δανείου, που δόθηκε στον πρωτοφειλέτη, σε αυτόν δηλαδή που έχει λάβει το δάνειο. Συνεπώς, εφόσον ο οφειλέτης παραλείπει να εκπληρώσει τις συμφωνημένες υποχρεώσεις του προς την τράπεζα, τότε ο εγγυητής καθίσταται αμέσως στην ίδια έκταση υποχρέωσης με τον πρωτοφειλέτη, για την αποπληρωμή του χρέους.
Ως εκ τούτου, οι τράπεζες δύνανται να προχωρούν δικαστικά τόσο κατά του οφειλέτη όσο και κατά των εγγυητών του, για να εκδώσουν δικαστική απόφαση, από κοινού για όλους τους εναγόμενους, (οφειλέτη και εγγυητές) ή σε περίπτωση που συντρέχουν ειδικοί λόγοι ή προϋποθέσεις (για παράδειγμα, κάποιοι εκ των εγγυητών να έχουν πτωχεύσει ή να μην μπορούν να πληρώσουν), μπορεί η Τράπεζα να προβεί στη λήψη μέτρων εκτέλεσης εναντίον οποιουδήποτε εξ αυτών για να εισπράξει το ποσό του χρέους.
Κάθε εγγυητής όμως θα πρέπει να γνωρίζει ότι, βάσει νόμου, υπάρχουν διάφορες μορφές υπεράσπισης και αναλόγως θα πρέπει να εξετάζονται οι ιδιαιτερότητες της υπόθεσής του. Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες μια υπεράσπιση θα μπορούσε να ακυρώσει μια σύμβαση εγγύησης. Μεταξύ αυτών είναι η εικονικότητα της σύμβασης, ο μη νόμιμος τερματισμός της, καθυστέρηση στην έγερση αξιώσεων, ψευδείς παραστάσεις, δόλος, υπέρογκοι τόκοι της συναλλαγής, απόκρυψη από τον εγγυητή ουσιωδών περιστατικών ή στοιχείων σε σχέση με την εγγυημένη συναλλαγή.
Συγκεκριμένα, με βάση τον Περί Συμβάσεων Νόμο Κεφ. 149, ένας εγγυητής μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, υπερασπίσεις όπως η απαλλαγή από κάθε ευθύνη του σε σχέση με τις μετέπειτα συναλλαγές τράπεζας-πρωτοφειλέτη, εάν έχει γίνει μεταβολή στους όρους της αρχικής σύμβασης δανείου ή σε περίπτωση μεταγενέστερης συμφωνίας της τράπεζας με τον οφειλέτη, με την οποία επέρχεται οποιοσδήποτε μεταξύ τους συμβιβασμός (π.χ. αναδιάρθρωση δανείου). Σε αυτές τις περιπτώσεις δύναται να απαλλαγεί ο εγγυητής, εάν αυτός δεν έχει δώσει τη συγκατάθεσή του.
Επίσης, με βάση τον Περί Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμο του 2003 (197(I)/2003), μεταξύ άλλων ισχύει ότι η τράπεζα είναι υποχρεωμένη εγγράφως να ενημερώνει χωρίς καμιά καθυστέρηση τον εγγυητή για κάθε καθυστέρηση καταβολής 3 τουλάχιστον δόσεων από τον πρωτοφειλέτη, καθώς και για κάθε αθέτηση των υποχρεώσεων αυτού προς την τράπεζα και ότι η τράπεζα σε κάθε περίπτωση υποχρεούται να καλέσει τον πρωτοφειλέτη ν’ αποπληρώσει το δάνειό του, αν αυτός καθυστερεί να τηρήσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, η τράπεζα θεωρείται ότι παραλείπει να τηρήσει τις εκ του νόμου υποχρεώσεις της προς τον εγγυητή, σε σημείο που αυτός δύναται ν’ απαλλαγεί των υποχρεώσεών του.
Συνεπώς, εάν η τράπεζα προβεί σε οποιαδήποτε πράξη ασυμβίβαστη με τα δικαιώματα του εγγυητή ή παραλείψει να προβεί σε πράξη που επιβάλλεται διά νόμου για προστασία του εγγυητή, κατά τρόπον που τα δικαιώματα του εγγυητή έναντι του πρωτοφειλέτη παραβλέπονται, τότε ο εγγυητής απαλλάσσεται των ευθυνών του προς την τράπεζα.
Σημαντική πρόνοια στον εν λόγω νόμο είναι ότι ο εγγυητής, κατά την ακρόαση αγωγής στο Δικαστήριο, εναντίον του (μόνο) ή εναντίον του ιδίου και του πρωτοφειλετη (μαζί) ή και των συνεγγυητών που υπάρχουν, για την είσπραξη οφειλής, μπορεί να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτημα αναστολής πληρωμής, νοουμένου ότι ικανοποιήσει το Δικαστήριο με σχετική μαρτυρία ότι ο πρωτοφειλέτης έχει την οικονομική δυνατότητα ή και περιουσία για την αποπληρωμή του δανείου που έχει λάβει.
Εισηγήσεις… προστασίας
ΑΞΙΟΣΗΜΑΝΤΕΣ είναι και εισηγήσεις του Υπουργείου Οικονομικών που υπέβαλε στην Τρόικα, στο πλαίσιο των συζητήσεων του πέμπτου νομοσχεδίου για το πλαίσιο αφερεγγυότητας, που στοχεύουν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο πτώχευσης των εγγυητών, στην προσπάθειά τους να αποπληρώσουν τα χρέη των δανειοληπτών για τους οποίους έχουν εγγυηθεί, όπως είναι η αξιολόγηση της δυνατότητας αποπληρωμής των εγγυητών με δικαίωμα να αποπληρώνουν με μηνιαίες δόσεις, εάν το επιθυμούν, με τρόπο που να συνάδει/σέβεται τη δυνατότητα αποπληρωμής τους ή η κύρια κατοικία του εγγυητή δεν θα μπορεί να εκποιηθεί για σκοπούς αποπληρωμής του χρέους του πρωτοφειλέτη, εκτός από τις περιπτώσεις που ο εγγυητής έχει βάλει ως εξασφάλιση την πρώτη του κατοικία για δάνειο πρωτοφειλέτη.
Τα πιο πάνω είναι μια αναφορά σε σχέση με τα σημεία που πρέπει να αξιολογούνται, καθώς και σχετική αναφορά σε υπερασπίσεις που μπορούν να προβληθούν σύμφωνα με τον νόμο, αναλόγως πάντοτε της περίπτωσης και συστήνεται, εάν θεωρεί ένας εγγυητής ότι έχει αδικηθεί, να ζητήσει νομική συμβουλή για να μπορέσει να υπερασπίσει τα δικαιώματά του σε σχέση με τη σύμβαση εγγύησης που έχει υπογράψει με την Τράπεζα.
ΜΑΡΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
[email protected]
Νομικός με ειδίκευση στο Τραπεζικό και Εργατικό Δίκαιο