Οποιοσδήποτε παίρνει ένα δάνειο σε νόμισμα διαφορετικό από το ευρώ, οφείλει να γνωρίζει ότι ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της διαμόρφωσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών…
Μεταξύ 2006 και 2009 τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας μας προώθησαν στο ευρύ καταναλωτικό κοινό στεγαστικά δάνεια σε ελβετικά φράγκα. Αποτέλεσμα αυτού του τραπεζικού προϊόντος είναι να καταστούν πολλά νοικοκυριά έρμαια των συναλλαγματικών ισοτιμιών και να βρεθούν εγκλωβισμένα σε μακροχρόνιες οφειλές, μεταβλητού και απρόβλεπτου ύψους.
Η επέλευση του συναλλαγματικού κινδύνου -δηλαδή η σοβαρή υποτίμηση που υπέστη το ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου την προπερασμένη Πέμπτη, (η ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου ανερχόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο της εκταμίευσης των συγκεκριμένων δανείων γύρω στο 1,60, ενώ σήμερα η σχετική ισοτιμία ανέρχεται περίπου 1:1), σημαίνει ότι οι δανειολήπτες καλούνται να αποπληρώσουν συνολικό ποσό δανείων έως 60% μεγαλύτερο από αυτό που πραγματικά δανείστηκαν (χωρίς να συμπεριλαμβάνεται στο ποσοστό αυτό το επιτόκιο δανεισμού).
Αυτό που πρέπει να καταστεί σαφές, είναι ότι η προώθηση αυτών των στεγαστικών δανείων, ως ένα απλό προϊόν δάνειου, το οποίο διδόταν από τα καταστήματα των Τραπεζών, άρα από μη εξειδικευμένους λειτουργούς/υπαλλήλους της Τράπεζας, καθιστά τις Τράπεζες άμεσα υπεύθυνες (!) για τις μεγάλες απώλειες των καταναλωτών, διότι είχαν υποχρέωση να τους ενημερώσουν με σοβαρότητα και υπευθυνότητα για τους κινδύνους που υπάρχουν.
Σε αντίθεση σήμερα, αυτά τα δάνεια θα είχαν ενταχθεί κάτω από τη σχετική νομοθεσία των ΕΠΕΥ, η οποία καθιερώνει συγκεκριμένους κανόνες για την προστασία των συμφερόντων του πελάτη και υποχρεώνει τα πιστωτικά ιδρύματα, κατά την παροχή προϊόντων που περιλαμβάνουν επενδυτικές υπηρεσίες, να παρέχουν «ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές πληροφορίες» στους πελάτες τους, καθώς και «κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή», ώστε αυτοί να είναι, ευλόγως, σε θέση να κατανοούν τη φύση της επικινδυνότητας του προϊόντος.
Συνεπώς, οι Τράπεζες είχαν υποχρέωση να ελέγξουν την καταλληλότητα του προτεινόμενου τραπεζικού προϊόντος για τους υποψήφιους δανειολήπτες και να τους ενημερώσουν για τους κινδύνους που διέτρεχαν από μια απότομη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, ειδικά για τους δανειολήπτες που δεν διέθεταν εισόδημα σε συνάλλαγμα, καθώς επίσης θα έπρεπε να τους προτείνουν την αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου που εν αγνοία τους αναλάμβαναν.
Σε αντίθεση, τα πιστωτικά ιδρύματα παραβιάσανε τότε την υποχρέωσή τους να προβαίνουν σε «υπεύθυνο δανεισμό» και να εξετάζουν την πιστοληπτική ικανότητα των υποψήφιων δανειοληπτών να αντεπεξέλθουν στις συμβατικές υποχρεώσεις που πρόκειται να αναλάβουν. Παράλειψη των τραπεζών να ανταποκριθούν σε αυτήν τους την υποχρέωση δημιουργεί ένα είδος «συν-ευθύνης» τους για την τυχόν μετέπειτα αδυναμία των πελατών τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει.
Περαιτέρω, συνιστά παραβίαση των υποχρεώσεων πρόνοιας και ασφάλειας που οι τράπεζες έχουν έναντι των καταναλωτών, σύμφωνα με όσα ορίζουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Επίσης, είχαν υποχρέωση να ενημερώσουν για τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και, ως εκ τούτου, να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης.
Από την άλλη, σίγουρα η απόφαση να επιλέξει κανείς το ελβετικό φράγκο ως νόμισμα αναφοράς του δανείου του, είχε ληφθεί λόγω των ευνοϊκών επιτοκίων του ελβετικού νομίσματος. Και φυσικά ο οποιοσδήποτε παίρνει ένα δάνειο σε νόμισμα διαφορετικό από το ευρώ, οφείλει να γνωρίζει ότι ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της διαμόρφωσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Μπορεί τώρα πράγματι να υπάρχει πρόβλημα, όμως επί σειρά ετών, οι ίδιοι δανειολήπτες απολάμβαναν προνομιακά επιτόκια. Πήραν ένα ρίσκο που στην αρχή απέδιδε, όμως στην πορεία δεν τους βγήκε.
Οι τράπεζες, όμως, δεν είναι απλές επιχειρήσεις διαμεσολάβησης στην κυκλοφορία του χρήματος, που μπορούν ανεξέλεγκτα να επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση των κερδών τους, αφού αυτές είχαν φροντίσει να ασφαλίσουν τον δικό τους συναλλαγματικό κίνδυνο. Απόρροια αυτής της θεσμικής και δημόσιας λειτουργίας τους είναι μια σειρά υποχρεώσεων των τραπεζών, οι οποίες έχουν θεσμοθετηθεί, προκειμένου να εξασφαλίσουν την προστασία των περιουσιακών αγαθών των καταναλωτών και, μέσω αυτής, τη σταθερότητα της οικονομίας.
Επιπλέον, οι επίμαχες δανειακές συμβάσεις είναι ελλιπείς, με αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, πράγμα που απαγορεύεται και είναι άκυρο. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Η συγκεκριμένη ρύθμιση αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής της απαγόρευσης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων, που συνάπτονται με τους καταναλωτές.
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω και άλλους πολλούς παράγοντες, ξεκίνησαν ήδη οι τράπεζες του τόπου μας να προτείνουν ρυθμίσεις των δανείων που έχουν δοθεί σε ελβετικό φράγκο, επιστρατεύοντας διάφορα εργαλεία για τη μείωση της μηνιαίας δόσης του δανείου στο επίπεδο που μπορεί να αποπληρώσει ο πελάτης, για την επιμήκυνση της διάρκειας του δανείου, έτσι ώστε η δόση να προσαρμοστεί στο επίπεδο που μπορεί να αποπληρώσει ο πελάτης/δανειολήπτης, καθώς και άλλα εργαλεία, όπως η αυξομείωση της δόσης, ανάλογα με την ισοτιμία ή η δυνατότητα του split balance, δηλαδή διαχωρισμός ενός μέρους του κεφαλαίου, το οποίο δεν θα αποπληρώνεται για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Συνεπώς, είναι ξεκάθαρο ότι από αυτή την πολιτική που ακολουθούν πλέον οι Τράπεζες έχουν αξιολογήσει τους κινδύνους που ελλοχεύουν εις βάρος τους και, ως εκ τούτου, θέλουν να προστατευτούν! Όμως, σημαντικό είναι να γνωρίζει ο δανειολήπτης δανείου σε ελβετικό φράγκο, πριν λάβει την όποια απόφαση για το δάνειό του, ότι εάν μετατρέψει το δάνειο σε ευρώ χάνει οποιαδήποτε δικαίωμά του τυχόν προκύψει στην πορεία. Άρα, η απόφαση πρέπει να είναι σωστά μελετημένη για την κάθε υπόθεση ξεχωριστά, με τα δικά της δεδομένα.
Για παράδειγμα, έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση στην Ευρώπη, όπου έκριναν καταχρηστικό και άκυρο τον όρο της σύμβασης δανείου σε ελβετικά φράγκα, με τον οποίο ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς την τράπεζα σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα καταβολής. Κατά συνέπεια, οι καταβολές που πραγματοποιεί πλέον ο οφειλέτης σε ευρώ, θα πρέπει να υπολογίζονται από την τράπεζα σε ελβετικά φράγκα, με βάση τη μεταξύ των δύο νομισμάτων συναλλαγματική ισοτιμία που ίσχυε κατά τη μέρα εκταμίευσης του δανείου. Η συγκεκριμένη απόφαση συνιστά μια πάρα πολύ θετική εξέλιξη και δίνει ελπίδα στους δανειολήπτες.
Συμπερασματικά, το οικονομικό πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί σε χιλιάδες δανειολήπτες εξαιτίας της ανεύθυνης και καταχρηστικής συμπεριφοράς των τραπεζών είναι οξύ και, υπό το φως της γενικότερης οικονομικής κρίσης, έχει προσλάβει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Το νομικό μας σύστημα διαθέτει όλα τα απαραίτητα «όπλα» για τη δικαίωση των καταναλωτών/δανειοληπτών. Γι’ αυτό θα πρέπει οι άμεσα ενδιαφερόμενοι να ξεπεράσουν τον ψυχολογικό φόβο της αναμέτρησής τους με τους τραπεζικούς κολοσσούς και να διαπραγματευτούν με τις τράπεζες τα εν λόγω δάνεια ή/και να προσφύγουν στα δικαστήρια διεκδικώντας τα νόμιμα δικαιώματά τους.
ΜΑΡΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
[email protected]
Νομικός με ειδίκευση στο
Τραπεζικό και Εργατικό Δίκαιο