Οι αναδιαρθρώσεις, ο δανειολήπτης και τα πιστωτικά ιδρύματα
Ο Κώδικας της Κεντρικής Τράπεζας επιβάλλει κάποιες προϋποθέσεις και απαιτεί να ακολουθηθούν ορισμένες διαδικασίες, οι οποίες δεν είναι βοηθητικές ούτε για τις ίδιες τις Τράπεζες ούτε για τους πελάτες τους
ΟΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ για να προχωρήσει η οποιαδήποτε αναδιάρθρωση ή/και παροχή δανείου είναι τόσο χρονοβόρες και απαιτητικές, που δεν αφήνουν περιθώρια ευελιξίας για να εξευρεθούν λύσεις προς όφελος και των δύο μερών και να βελτιωθεί η αγορά
Γίνεται λόγος καθημερινά για τα προβληματικά δάνεια - οι οφειλέτες δεν μπορούν να ανταποκριθούν, πλέον, στη συμφωνία δανείου που είχαν συνάψει με το Πιστωτικό Ίδρυμα με το οποίο συνεργάζονταν για την αποπληρωμή του.
Σήμερα, η οικονομική κρίση που υπάρχει στην κυπριακή οικονομία, που επιφέρει δυσκολίες, τόσο στην αγορά εργασίας, καθώς και στην τάση για μείωση των μισθών, όσο και στο γεγονός ότι έχει μειωθεί η αξία των ακινήτων, δημιουργεί προβλήματα σε σχέση με την επικινδυνότητα των δανείων και τη μη αποπληρωμή τους, λόγω της ανικανότητας των πολιτών να πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους.
Ως εκ τούτου, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, στο πλαίσιο της ευρύτερης ευθύνης της έναντι του αυξημένου αριθμού των δανειοληπτών που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες -με αποτέλεσμα τα δάνειά τους να βρίσκονται σε καθυστέρηση-, έχει εκδώσει τον Κώδικα Συμπεριφοράς για τον Χειρισμό Δανειοληπτών που αντιμετωπίζουν Οικονομικές Δυσκολίες, ο οποίος αποτελεί μέρος της Οδηγίας για τη Διαχείριση Καθυστερήσεων. Ο Κώδικας απευθύνεται προς όλα τα πιστωτικά ιδρύματα και κύριος στόχος του είναι η διευκόλυνση των διμερών διαπραγματεύσεων μεταξύ των δανειοληπτών και των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Σκοπός του Κώδικα είναι η αντιμετώπιση δύο ιδιαίτερα σημαντικών προκλήσεων:
1. η ανάγκη να διασφαλιστεί ότι τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν στους συνεργάσιμους και βιώσιμους δανειολήπτες μακροπρόθεσμες και κατάλληλες λύσεις αναδιάρθρωσης των δανείων τους και
2. η ανάγκη να διασφαλιστεί ότι οι δανειολήπτες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες λαμβάνουν έγκαιρα και με σαφήνεια τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με την όλη διαδικασία αναδιάρθρωσης των δανείων τους.
Η εν λόγω οδηγία, όμως, επιβάλλει κάποιες προϋποθέσεις και απαιτεί να ακολουθηθούν ορισμένες διαδικασίες, οι οποίες δεν είναι βοηθητικές ούτε για τις ίδιες τις Τράπεζες ούτε για τους πελάτες τους. Οι διαδικασίες, οι οποίες είναι πλέον απαραίτητες για να προχωρήσει η οποιαδήποτε αναδιάρθρωση ή/και παροχή δανείου, είναι τόσο χρονοβόρες και απαιτητικές, που δεν αφήνουν περιθώρια ευελιξίας για να εξευρεθούν λύσεις προς όφελος και των δύο μερών και να βελτιωθεί η αγορά.
Αποτέλεσμα αυτής της μη ευέλικτης οδηγίας είναι ότι οι Τράπεζες λειτουργούν, η κάθε μια, βάσει της δικής της στρατηγικής και πολιτικής, ασχέτως με το τι αναφέρεται στην οδηγία και με καθεστώς που πολλές φορές δεν είναι βοηθητικό προς τους δανειζόμενους.
Παρόλο που στην οδηγία αναφέρεται πως αναμένεται ότι τα πιστωτικά ιδρύματα θα διαβουλεύονται σε θετικό πνεύμα και με εποικοδομητικό τρόπο όντας σε διαρκή διάλογο με τους δανειολήπτες, προκειμένου να καταλήξουν σε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση αναδιάρθρωσης, εντούτοις πολλές φορές αντιμετωπίζουν με αδιάφορο τρόπο τον δανειολήπτη, βάζοντας τους δικούς τους κανόνες, οι οποίοι ναι μεν ταυτίζονται με τη διαδικασία αλλά δεν ταυτίζονται με το όλο σκεπτικό της οδηγίας.
Ως εκ τούτου, το κάθε Πιστωτικό Ίδρυμα χειρίζεται τα εν λόγω δάνεια με τρόπο που θα εξυπηρετεί τα δικά του συμφέροντα, πρωτίστως, λαμβάνοντας υπόψη διάφορους παράγοντες, όπως τη δυνατότητα αποπληρωμής, εμπράγματες εξασφαλίσεις (υποθήκες), εγγυητές και άλλα στοιχεία τα οποία θα καθορίσουν την επικινδυνότητα ενός δανείου και τη δυνατότητα αποπληρωμής του.
Η πραγματικότητα είναι ότι οι Τράπεζες, όπως συνηθίζεται να λέγεται, δεν είναι οίκοι ευημερίας, συνεπώς θα διεκδικήσουν με κάθε τρόπο να λάβουν τα χρήματά τους, ανεξαρτήτως των προβλημάτων που θα δημιουργήσουν κοινωνικά και ξεχωριστά σε κάθε νοικοκυριό ή/και επιχείρηση.
Ως εκ των πιο πάνω, οι δανειολήπτες θα πρέπει να είναι συνεργάσιμοι με τα Πιστωτικά Ιδρύματα με τα οποία συνεργάζονται, ασχέτως εάν δημιουργούνται μέγιστα προβλήματα στην προσκόμιση των διάφορων δικαιολογητικών που ζητούνται βάσει της οδηγίας.
Είναι αποδεκτό ότι η εν λόγω οδηγία είναι απαιτητική σε σχέση με τις απαραίτητες πληροφορίες που ζητούνται από τους δανειολήπτες - παρόλο που οι πληροφορίες αυτές, όπως αναφέρεται, είναι προς όφελος των ίδιων των δανειοληπτών, ώστε να τους δίδεται η δυνατότητα να επηρεάσουν την έκβαση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης του δανείου τους, εντούτοις δυσκολεύουν στο να εξευρεθεί βιώσιμη λύση προς όφελος και των δυο μερών, που είναι και το ζητούμενο.
Συνεπώς, ένας δανειολήπτης, ο οποίος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα όσα απαιτούνται να προσχωρήσει στην Τράπεζα, θα αντιμετωπίσει τις πρόσθετες χρεώσεις που θα του επιβληθούν και στη συνέχεια θα αρχίσουν νομικές διαδικασίες, με κίνδυνο εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων του. Σίγουρα εν καιρώ κρίσης, οι περαιτέρω εμπράγματες εξασφαλίσεις (υποθήκες) που ζητούν οι Τράπεζες, λόγω των χαμηλών αξιών που υπάρχουν πλέον στην αγορά, αλλά και οι περαιτέρω εγγυητές δεν είναι κάτι που μπορεί να δίδεται με ευκολία εκ μέρους των δανειοληπτών, ώστε να εξεταστεί το αίτημά τους για αναδιάρθρωση.
Στο πλαίσιο αυτό, συστήνεται στους δανειολήπτες, πέρα από το να είναι συνεργάσιμοι, να προσεγγίζουν έγκαιρα τα πιστωτικά τους ιδρύματα και να ζητούν περαιτέρω πληροφορίες από το πιστωτικό ίδρυμα που τους έχει χορηγήσει δάνεια, το οποίο έχει και την τελική ευθύνη για οποιαδήποτε πρόταση αναδιάρθρωσης και να μην αγνοούν τις γραπτές και προφορικές ειδοποιήσεις του πιστωτικού ιδρύματος, ώστε να υπάρχει ένα ιστορικό καλής διάθεσης εκ μέρους τους για την επίλυση των προβληματικών δανείων τους.
Από την άλλη, τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα δεδομένα των πελατών τους, αναγνωρίζοντας ότι οι πελάτες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες βρίσκονται σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση και ότι βασίζονται στο πιστωτικό ίδρυμα για να τους βοηθήσει κατά τη διάρκεια αυτής της δύσκολης περιόδου,προκειμένου να βρεθεί κάποια λύση προς όφελος όλων. Επιπλέον, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να ενημερώνουν και να εξηγούν επαρκώς στους δανειολήπτες τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους κατά τη διαδικασία διαχείρισης των καθυστερήσεων και της αναδιάρθρωσης των δανείων τους.
Όταν το πιστωτικό ίδρυμα προτείνει πιθανή επιλογή ή πιθανές επιλογές αναδιάρθρωσης των δανείων, συστήνεται στον κάθε δανειολήπτη να προβεί σε μελέτη τους και ενδελεχή αξιολόγηση αυτών, ζητώντας επεξηγήσεις από το πιστωτικό ίδρυμα εάν χρειαστεί. Επίσης, το πιστωτικό ίδρυμα έχει υποχρέωση να κοινοποιήσει τους νέους όρους και προϋποθέσεις για την αναδιάρθρωση δανείων, καθώς επίσης και την ανάλυση όλων των επιπλέον εξόδων, εάν υπάρχουν, που πρέπει να καταβάλει ο κάθε δανειολήπτης, ανάλογα με την περίπτωσή του και να καθοριστεί η εύλογη χρονική προθεσμία που δίδεται για να επανέλθει με την απόφασή του.
Η Κεντρική να επανεξετάσει την οδηγία
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ, συστήνεται στις περιπτώσεις στις οποίες δεν βρίσκεται κάποια συμβιβαστική λύση προς όφελος και των δύο μερών, ο δανειολήπτης -λόγω της αδύναμης θέσης του σε σχέση με τα Πιστωτικά Ιδρύματα- να ζητήσει βοήθεια από ειδικούς για το πώς θα χειριστεί τα δάνειά του.
Εν συνεχεία, θα πρέπει ο κάθε δανειολήπτης να γνωρίζει αν είναι εφικτή η επαναδιαπραγμάτευση ή το δικαίωμά του για υποβολή ένστασης προς την Επιτροπή Επίλυσης Διαφορών και για την ενδεχόμενη έναρξη νομικής διαδικασίας εναντίον του μετά το πέρας της διαδικασίας επίλυσης διαφορών. Σημειώσατε, ότι κάθε δανειολήπτης έχει δικαίωμα υποβολής ένστασης στην ανεξάρτητη Επιτροπή Επίλυσης Διαφορών, σε περίπτωση διαφοράς με το πιστωτικό ίδρυμα κατά τη διαδικασία αναδιάρθρωσης.
Εν κατακλείδι, φρόνιμο θα ήταν, εξαιτίας των χρονοβόρων διαδικασιών και δυσκολιών που προκύπτουν, η Κεντρική Τράπεζα να επανεξετάσει την εν λόγω οδηγία, ώστε να γίνει πιο ευέλικτη, άρα και βοηθητική, τόσο προς τα Πιστωτικά Ιδρύματα όσο και προς τους δανειολήπτες, εάν σκοπός της είναι να βοηθήσει πρακτικά στην επίλυση των προβληματικών δανείων και κατ’ επέκταση στην οικονομία του τόπου.
ΜΑΡΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
[email protected]
Νομικός με ειδίκευση στο
Τραπεζικό και Εργατικό Δίκαιο