«Εστιάζουμε σε δύο κρίσιμες ώρες στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας, που σφραγίζουν αρνητικά τη διαδρομή της, όπου επικεντρώνεται η κοινή αναφορά σε εθνικού επιπέδου επαναλαμβανόμενα πολιτικά λάθη».

Πολιτική σημαίνει συμμετοχική λειτουργία λαού, μερών και ατόμων, καθώς και παντός εμπλεκoμένου σε ζητήματα που άπτονται του συνόλου της ευρύτερης κοινωνίας, του πληθυσμού, του έθνους και της Ιστορίας. Οι επιλογές κατά ταύτα που λαμβάνουν χώραν στο πολιτικό γίγνεσθαι επηρεάζουν τη ζωή ως πολιτισμό και την πολιτική ως επερχόμενο μέλλον.

Εν προκειμένω εστιάζουμε σε δύο κρίσιμες ώρες στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας, που σφραγίζουν αρνητικά τη διαδρομή της, όπου επικεντρώνεται η κοινή αναφορά σε εθνικού επιπέδου επαναλαμβανόμενα πολιτικά λάθη. Εδώ συνάγεται προδήλως πως διά ταύτα δύο διαφορετικά σημεία του Ελληνισμού, στον Βορρά και στον Νότο, τίθενται σε μία παράλληλη τροχιά ιστορικοπολιτικής αναφοράς, όπου στη μία περίπτωση η απειλή εκδηλώθηκε ως πραγματικότητα εις βάρος της χώρας και του λαού, ενώ στην άλλη ο κίνδυνος του μέλλοντος εκτιμάται ως δυνάμει επερχόμενος από τα διαδραματιζόμενα του παρόντος.

Αναφερόμαστε αφενός στις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου του 1959, με τις οποίες ιδρύθηκε το κυπριακό κράτος ως ελληνοτουρκικός συνεταιρισμός, που συνιστούσαν την λυδία λίθο των τραγικών γεγονότων που ακολούθησαν στη Μεγαλόνησο τα επόμενα χρόνια και δη το 1964, το 1967, με κορύφωση την τουρκική εισβολή. Τη δεκαετία του 1960 μέχρι και το 1974 ο Ελληνισμός κυριαρχούσε στην κυπριακή επικράτεια. Το γεγονός της υπογραφής των Συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου από μία χώρα, όπως η Ελλάδα, που εξήλθε νικηφόρα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μαρτυρεί τη σοβαρότητα του λάθους που διεπράχθη το 1959 και το εθνικό επίπεδο των συνεπειών, οι οποίες αφεύκτως έκτοτε συνοδεύουν την πορεία Ελλάδας και Κύπρου. Οι Συμφωνίες συνομολογήθηκαν, υπεγράφησαν και ετέθησαν σε λειτουργία χωρίς να ερωτηθεί ο κυπριακός αποικιακός λαός, ενώ το όλο γεγονός έλαβεν χώραν και υλοποιήθηκε κατόπιν πιέσεων του επικυριαρχούντος το ελληνικό πολιτικό σύστημα βρετανικού παράγοντος και της Αθήνας προς τη Λευκωσία.

Από την άλλη, με τη Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία βιώνεται ως πολιτική εξέλιξη καθορίζουσα μια ολόκληρη εποχή, επικαιροποιούνται σύγχρονα διλήμματα του Ελληνισμού. Με την ως άνω Συμφωνία αποδίδεται η Μακεδονία ουσία ως ταυτότητα, δηλαδή ως γλώσσα και ως ιθαγένεια στους Σκοπιανούς. Τούτο σημαίνει πως το τι προβλέπει η Συμφωνία στο λεκτικό της δεν ανταποκρίνεται στο πώς προσλαμβάνουν οι τρίτοι τις έννοιες που εκπέμπει η φιλοσοφία του κειμένου και κυρίως το πολιτικό της υπόβαθρο. Ο διεθνής παράγων αναγνωρίζει πλέον και επισήμως διά ελληνικής υπογραφής τη «Βόρεια Μακεδονία» ως υπαρκτή οντότητα των «Μακεδόνων», το οποίο παραπέμπει εν προκειμένω σε μία ραγδαίως εδραιούμενη αντίληψη στη διεθνή κοινότητα περί της «Μακεδονίας» των Σκοπίων ως της πραγματικής χώρας των Μακεδόνων. Αυτό βεβαίως σημαίνει μία σταδιακή δημιουργία εικόνας, που αφεύκτως ανταποκρίνεται σε μια νέα ταυτότητα, η οποία θα παραχαράσσει εις το διηνεκές την παρουσία της Μακεδονίας στον κόσμο. Σημειώνεται πως στη Συμφωνία των Πρεσπών οι ελληνικές υπογραφές τέθηκαν από μία κυβέρνηση και ένα πολιτικό σύστημα σαφώς υπερέχον του Σκοπιανού και επομένως από μία ελληνική θέση ισχύος, που δεν δικαιολογεί το προϊόν της συμφωνίας.

Ενώ κατά τα ανωτέρω στη Ζυρίχη ετέθησαν οι προϋποθέσεις επερχόμενου τουρκικού στρατηγικού ελέγχου της Κύπρου, στις Πρέσπες μπορεί κανείς αντιστοίχως να διακρίνει το σπέρμα ενός αυριανού «Μακεδονισμού». Η καθιέρωση της «Μακεδονικής» κρατικής οντότητας, που προβάλλει διεθνώς και ως «μακεδονική» εθνική ταυτότητα, θα μπορούσε στο απώτερο μέλλον να εκδηλωθεί και σε μια διεκδικητική διάσταση ιδιοποίησης του ιστορικού ονόματος και της ελληνικής κατά ταύτα Μακεδονίας ως ταυτισμένης με το τιτοϊκό κατασκεύασμα των Σκοπίων. Ουδείς ξένος θα ασχοληθεί στο μέλλον με τις λεπτομέρειες της Συμφωνίας, κατά πόσον δηλαδή στους τακτικισμούς της σκοπιανής πλευράς, η οποία ειρήσθω εν παρόδω τυγχάνει και το «αγαπημένο παιδί» του δυτικού παράγοντα, επέρχονται κινήσεις παραβιάζουσες σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Πρόκειται για ένα σκηνικό που υπομιμνήσκει τα κατά Ταλλεϋράνδο υπερβαίνοντα το έγκλημα κατά τούτο λάθη, αφού άπτονται του έθνους. Εξάλλου επαναλαμβανόμενα λάθη σε μια ιστορική διαδρομή, όπως αποτιμώνται και στην οπτική του Μαρξ, εκδηλώνονται κατά πρώτον ως τραγωδία και κατά δεύτερον ως φάρσα.

Η απορία κατόπιν τούτων είναι προφανής. Παραπέμπει δε στο ερώτημα πώς είναι δυνατόν ένας Ελληνισμός, που προβάλλει στο διεθνές στερέωμα με δύο ελληνικές κρατικές οντότητες, οι οποίες εκπροσωπούν ενιαία συμφέροντα και κοινές στρατηγικές, να μην είναι αξιόπιστα και αποτρεπτικά σε θέση ανάπτυξης τέτοιων δομών προβολής πολιτικών, που να υπερασπίζουν αποτελεσματικά το απτόμενο ολόκληρου του λαού εθνικό συμφέρον. Η υποχρέωση της χώρας, της κοινωνίας, απασών των πολιτικών δυνάμεων, που συμπράττουν στο πολιτικό σύστημα είναι σαφώς προσδιορισμένη και ασφαλώς δρομολογημένη να οριοθετεί πλαίσιο ενάσκησης πολιτικής, που παραπέμπει στα όρια διασφάλισης του εθνικού συμφέροντος. Εν κατακλείδι, η συνομολογηθείσα συμφωνία αποτελεί ζήτημα που προβάλλει αναφορές ζωτικής σημασίας για την πορεία του έθνους, ελλοχεύοντας κινδύνους ενός κατά ταύτα υπονομευμένου εθνικού μέλλοντος.

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον
Πολιτισμό και την Επικοινωνία,
Πάντειο Πανεπιστήμιο