Η Κύπρος είναι αναγκασμένη εκ των πραγμάτων να σχεδιάζει και να πραγματώνει επί καθημερινής βάσεως τη θέληση και την αποφασιστικότητά της για υπεράσπιση της κρατικής της οντότητας, της πολιτικής και εθνικής ύπαρξής της
Η Τουρκία, που από το δραματικό καλοκαίρι του 1974 κατέχει βιαίως και παρανόμως το 36% και πλέον της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, ασκεί κυριαρχία χρησιμοποιώντας την στρατιωτική ισχύ, προβάλλοντας και την διά των όπλων υπεροχή της έναντι της Κύπρου. Ταυτοχρόνως δε εποικίζει κατά ταύτα την κατεχόμενη βόρεια περιοχή της νήσου. Επιχειρεί τοιουτοτρόπως να αλλοιώσει την πληθυσμιακή και ιστορικά καθορισμένη πολιτιστική υπεροχή του Ελληνισμού, υπεροχή που υφίσταται αδιαλείπτως επί χιλιετηρίδες.
Παράλληλα προβάλλει στον κρίσιμο γεωπολιτικά κυπριακό χώρο την δυνάμει κυρίαρχη παρουσία της ως στρατηγικό πλεονέκτημα πολιτικών διεκδικήσεων. Τούτου επερχομένου θα δρομολογείτο μια άνευ εταίρου αναβάθμισή της σε ηγεμονική σταθεροποιητική δύναμη, όπερ μεθερμηνευόμενον θα την καθιστούσε τοιουτοτρόπως σε επικυρίαρχο ηγεμόνα της ευρύτερης περιοχής της νοτιοανατολικής μεσογειακής λεκάνης.
Η γεωπολιτική αναφέρεται στη σύζευξη γεωγραφίας και πολιτικής, που σημαίνει την διά της ως άνω προσδιορισμένης αντίληψης ενός χώρου ικανότητα προβολής διεκδικήσεων και διεθνούς αναγνώρισης. Γεωπολιτική αναβάθμιση για τη διεθνή πολιτική παραπέμπει σε μια κρατική οντότητα, μια γεωγραφική ζώνη, που αποκτά αίφνης ή σταδιακά πολιτική και στρατηγική υπεραξία αποδιδόμενη σε διάφορους παράγοντες, σε μεταβολές σταθερών ή αστάθμητων δεδομένων της πολιτικής ή και της γεωγραφίας, που μπορούν να επηρεάσουν τη ροή εξελίξεων ή επερχόμενων γεγονότων.
Το εν προκειμένω δημοσιοποιούμενο ή επιχειρούμενο ως επερχόμενο ενδεχόμενο δημιουργίας τουρκικής ναυτικής βάσης στην Κύπρο, όπως θα συνέβαινε σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση νησιωτικών συμπλεγμάτων, στα οποία αναπτύσσεται στρατιωτική ισχύς μέσω ναυτικών βάσεων, θα σήμαινε και τον πολλαπλασιασμό της στρατιωτικής ικανότητας του συγκεκριμένου κράτους, φορέα της εν δυνάμει ναυτικής βάσεως, να καταστήσει αποτελεσματικότερη και πλέον αξιόπιστη την απειλή του έναντι της δεδομένης γεωστρατηγικά διεκδικούμενης περιοχής.
Η κατά τα ανωτέρω απόφαση της Άγκυρας να προχωρήσει σε δημιουργία ναυτικής βάσης, πιθανότατα στην κατεχόμενη Καρπασία, περιοχή που ανέκαθεν θεωρείτο κρίσιμος γεωστρατηγικά χώρος, καταδεικνύει τη θέληση της Τουρκίας για πολιτική εξισορρόπηση των αντιστοίχων γεωπολιτικών κινήσεων στρατηγικής, που διαχέονται μέσω Κύπρου, Ελλάδος, Ισραήλ και Αιγύπτου στην ευρύτερη περιοχή. Αυτό σημαίνει πως η θέληση της Άγκυρας για παρουσία στον χώρο και η διά του ελέγχου της Κύπρου ηγεμονική εκδήλωση επιρροής, συνηγορούν υπέρ της άποψης πως επιδιώκεται η διαρκής και ανεμπόδιστη κυριαρχία επί της κυπριακής επικράτειας.
Αυτό θα επιτρέπει στην Τουρκία ασκούσης, όπως αναφέρθηκε, ναυτικό έλεγχο, να πραγματοποιεί ελλιμενισμούς κατά το δοκούν σε λιμάνια της κυπριακής επικράτειας, στο πλαίσιο υπό σύσταση βάσεων και δι’ αυτών να απειλεί τον διεκδικούμενο χώρο, αλλά και να ασκεί ηγεμονικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Ταυτόχρονα, λειτουργεί ή επιχειρεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά έναντι ενεργειών της Κυπριακής Δημοκρατίας σε σχέση με τη θαλάσσια νόμιμη δραστηριοποίησή της. Η Τουρκία στην αναφερόμενη περίπτωση επιδιώκει να καταστεί ικανή για επιβολή πολιτικών πραγμάτωσης του εθνικού της συμφέροντος.
Μια ναυτική βάση ως ανωτέρω, σε συνδυασμό με την υφιστάμενη αεροπορική υπεροχή της Τουρκίας έναντι της Κύπρου, θέτει την Άγκυρα σε πλεονεκτική θέση σε αναφορά προς τη διεκδικούμενη περιοχή, της επιτρέπει να παρεμποδίζει ή να επιχειρεί παρεμπόδιση άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων και δραστηριοτήτων επί του εναέριου, θαλάσσιου και υποθαλάσσιου χώρου, όπως συμβαίνει εν προκειμένω με την αναζήτηση υδρογονανθράκων, αλλά και άλλες ενέργειες που άπτονται στοιχειώδους άσκησης κυριαρχίας. Η Τουρκία διατείνεται πως «υπερασπίζεται» την ασφάλεια της κατεχόμενης Κύπρου, όπερ ούτως ή άλλως διεθνώς παράνομο. Πέραν δε τούτου διεκδικεί και συμμετοχή στην αναζήτηση πλούτου επί ολόκληρης της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αυτή η πολιτική πραγματικότητα διεκδικητικού επεκτατισμού της Άγκυρας έναντι της Κύπρου επιβάλλει στην Κύπρο να υπερασπιστεί τον εαυτό της και τα συμφέροντά της ως οφείλει στο πλαίσιο ενός άναρχου διεθνούς συστήματος. Οι κινήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας εν προκειμένω και προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης των ως άνω επιθετικών τάσεων διά της συνομολόγησης συμμαχικών δεσμών, που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τόσο την κρατική υπόσταση της Κύπρου, όσο και την προβολή αποτρεπτικής ισχύος έναντι του τουρκικού παράγοντα, συνιστούν εν τέλει και μακροπρόθεσμα στρατηγικές κινήσεις σύμπηξης μετώπου κοινής άμυνας και περιφερειακής ασφάλειας του κυπριακού χώρου και της Κύπρου ως κρατικής υπόστασης που υπερασπίζεται την παρουσία, την ανεξαρτησία και την ελευθερία της στην περιοχή.
Η Κύπρος είναι αναγκασμένη εκ των πραγμάτων να σχεδιάζει και να πραγματώνει επί καθημερινής βάσεως τη θέληση και την αποφασιστικότητά της για υπεράσπιση της κρατικής της οντότητας, της πολιτικής και εθνικής ύπαρξής της. Αυτή η τακτική στρατηγικής υπεράσπισης του χώρου και της πολιτικής υπαρξιακής συνέχισης κράτους και λαού συνιστά και τη μοναδική στρατηγική που απομένει στην κυπριακή πολιτεία ως απόφαση επιλογής επιβίωσης. Άνευ τούτου, η Κύπρος διατρέχει ένα κρίσιμο υπαρξιακό πρόβλημα παρόντος και κυρίως μέλλοντος.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών
Για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία,
Πάντειο Πανεπιστήμιο