Στη «Σημερινή» της 22ας Οκτωβρίου 2016 δημοσιεύτηκε ρεπορτάζ της δημοσιογράφου κ. Παυλίνας Νεοφύτου, για τον χαρακτήρα που πρέπει να έχει το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία.

Αν και το σχετικό ρεπορτάζ εμφανίζεται ως αντικειμενική ανάλυση του θέματος (Ο τίτλος του ρεπορτάζ είναι «Θρησκευτικά: Διχάζει η διδασκαλία τους») ανεπαισθήτως η κατακλείδα του είναι ότι το μάθημα πρέπει να διδάσκεται ως θρησκειολογία, δηλαδή ως «ουδέτερη» παροχή εγκυκλοπαιδικών γνώσεων για τις διάφορες θρησκείες που υπάρχουν σήμερα στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της Ορθόδοξης Χριστιανικής. Σ’ αυτό το κείμενο θα επιχειρηματολογήσω υπέρ της άλλης θέσης, της διδασκαλίας του δηλαδή ως κατήχησης στο Ορθόδοξο Χριστιανικό Θρήσκευμα.

Η αυταπόδεικτη πραγματικότητα είναι ότι η συντριπτικότατη - χρησιμοποιώ τον υπερθετικό βαθμό - πλειοψηφία των μαθητών του δημόσιου σχολείου και η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών του ιδιωτικού σχολείου έχουν βαπτισθεί στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία μας.

Το τέτοιο, λοιπόν, βάπτισμα στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία μας αποτελεί τεκμήριο ότι οι γονείς, που έχουν τοιουτοτρόπως βαπτίσει τα παιδιά τους, επιθυμούν και κατήχησή τους στην Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη.

Επί τη βάσει του άρθρου 18(1) του ισχύοντος Συντάγματος της Κ.Δ: «Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας». Υπό ένα τέτοιο καθεστώς, λοιπόν, εκείνοι οι οποίοι ελευθέρως επέλεξαν να βαπτίσουν τα παιδιά τους στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία, τεκμαίρεται ότι θέλουν και την κατήχησή τους στην Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη. Δεν υφίσταται κανένας εξαναγκασμός από οποιαδήποτε πηγή ή εξουσία επί των πολιτών της χώρας μας, να βαπτίζουν τα παιδιά τους στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία μας.

Επί βάσει δε του άρθρου 18(7) του ισχύοντος Συντάγματος της Κ.Δ.: «Μέχρι της συμπληρώσεως του δεκάτου έκτου έτους της ηλικίας η απόφασις περί της θρησκείας, την οποία θα ακολουθήση το άτομον λαμβάνεται υπό του έχοντος την νόμιμον επιμέλειαν αυτού».

Υφίσταται λοιπόν τεκμήριο, συνταγματικό και πραγματικό, ότι όσον αφορά τη συντριπτικότατη πλειοψηφία των Ελλήνων Κυπρίων μαθητών που φοιτούν στη δημόσια και ιδιωτική Παιδεία, οι έχοντες τη νόμιμη επιμέλειά τους, οι γονείς τους, θέλουν κατήχηση των παιδιών τους στην Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη. Διαφορετικά, υπό το καθεστώς πλήρους νομικής και πραγματικής προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από το ισχύον Σύνταγμα, δεν θα επέλεγαν το βάπτισμα των παιδιών τους στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία.

Προσέτι δε, επί τη βάσει του ισχύοντος Συντάγματός μας, την αρμοδιότητα για Παιδεία την έχουν οι δύο Κοινοτικές Συνελεύσεις και όχι το κεντρικό κράτος, το οποίο είναι δικοινοτικό. Και ναι μεν η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση καταργήθηκε ως θεσμικό όργανο το 1965 με εξόφθαλμα αντισυνταγματικό νόμο, αυτός ο νόμος, όμως, σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται και κατάργηση του πνεύματος του Συντάγματος, που καθιστά την Παιδεία κοινοτική και όχι διακοινοτική ύλη, σ’ όλες της τις βαθμίδες: Στοιχειώδη, Μέση, Ανώτερη και Ανώτατη.

Ο ορισμός δε της ελληνικής κοινότητας της Κ.Δ. επί τη βάσει του άρθρου 2(1) του ισχύοντος Συντάγματος έχει ως ακολούθως: «Την ελληνική κοινότητα αποτελούσιν άπαντες οι πολίται της Δημοκρατίας, οίτινες είναι ελληνικής καταγωγής και έχουσιν ως μητρικήν γλώσσαν την ελληνικήν ή μετέχουσιν των ελληνικών πολιτιστικών παραδόσεων ή ανήκουσιν εις την Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν».

Εκ της αδιαμφισβήτητης κοινωνικής πραγματικότητας της βάπτισης της συντριπτικότατης πλειοψηφίας των μαθητών στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία μας, σε συνδυασμό με τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις, αναντίλεκτα προκύπτει συνταγματική επιταγή, το μάθημα των Θρησκευτικών στα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία, όσον αφορά τους ανήκοντες στην ελληνική κυπριακή κοινότητα όπως αυτή ορίζεται στο ισχύον Σύνταγμα, να διδάσκεται ως κατήχηση στην Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη.

Δικαίωμα εξαιρέσεως από ένα τέτοιο μάθημα έχουν, βεβαίως, όσοι ανήκουν στις τρεις θρησκευτικές ομάδες (Αρμένιοι, Μαρωνίτες, Λατίνοι), οι αλλοδαποί ετερόδοξοι ή και αλλόθρησκοι μαθητές και όσων οι γονείς έχουν εν τω μεταξύ αλλαξοπιστήσει, ως δικαιούνται επί τη βάσει του άρθρου 18 του Συντάγματος και έχουν ασπασθεί είτε τον αθεϊσμό είτε άλλη θρησκεία ή δόγμα.

Αναζητείται σήμερα στην Κύπρο και στην Ελλάδα η γαστέρα της Λερναίας Ύδρας της εκτεταμένης διαφθοράς και της κοινωνικής αδικίας; Ο γίγαντας της ρωσικής λογοτεχνίας Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι έκανε δύο βαρυσήμαντες επισημάνσεις: «Χωρίς τον Θεό όλα επιτρέπονται» και «Η Ορθοδοξία είναι ο ρωσικός σοσιαλισμός μας».

Αυτό που δεν είχε συνειδητοποιήσει ο Ντοστογιέφσκι, ήταν το γεγονός ότι η Ορθοδοξία είναι η ελληνική ανάγνωση του Χριστιανισμού, η ελληνική ερμηνεία του Χριστιανισμού, η οποία μέσω της «πολύχρυσης αυτοκρατορίας μας», της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, διαδόθηκε και σε όλες τις σλαβικές εθνότητες.

Εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να διδάσκεται ως «ουδέτερη» θρησκειολογία, σπρώχνουν την κοινωνία μας προς την κατεύθυνση να γίνει μια πολύ πιο άγρια ζούγκλα απ’ ό,τι είναι σήμερα.

Όσοι φρονούν ότι όλα τελειώνουν στον τάφο και δεν θα λογοδοτήσουν πουθενά για τα πεπραγμένα τους σε τούτη την εφήμερη ζωή, γι’ αυτούς ισχύει η λαϊκή ρήση «κλέφτης άπιαστος βασιλιάς αξίζει». Δηλαδή, το μόνο αποτρεπτικό εναντίον της παλιανθρωπιάς γι’ αυτούς είναι ο φόβος της φυλακής. Δεν αποτελεί πυξίδα στη ζωή τους ούτε το «ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις», ούτε το «όσα ουν θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως», ούτε το «μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται».

Οι δήθεν «προοδευτικοί» μάς επιφυλάσσουν αθεϊστικό «παράδεισο» παρόμοιο με τον στυγνό σταλινικό ολοκληρωτισμό, που κατέρρευσε παταγωδώς στην εκπεσούσα ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη. Στην περίπτωσή μας, το αστικό πρόσωπο του διπρόσωπου υλισμού. Ελληνορθοδοξία, η πιο τρανή αξία.

ΝΙΚΟΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ
Νομικός του Α.Π.Θ και Διπλωματούχος στην Αγγλική Γλώσσα, στο Insurance Management και στο Journalism and Professional Writing, μέλος του Association of Insurance and Risk Managers in Industry and Commerce της Βρετανίας