Οι ιστορίες των Ελλήνων ομογενών που μετανάστευσαν στην Αμερική αποτελούν τα πιο τρανά παραδείγματα της δύναμης της ψυχής των συμπατριωτών μας. Αρχίζοντας από το 1890 και μετά, μια στρατιά Ελλήνων βρέθηκαν στην Αμερική για αναζήτηση καλύτερης ζωής. Οι περισσότεροι με καράβια - τρίτη θέση ή στοιβαγμένοι σαν εμπόρευμα στο κατάστρωμα. Αυτές οι ιστορίες αποτελούν ιερά κειμήλια. Ντοκουμέντα έρευνας και μελέτης για τους ερευνητές, μιας και η μετανάστευση από την Ελλάδα βρίσκεται πάλι σε οργασμό, μια καινούργια ξενιτιά, την οποία ποτέ δεν φανταζόμασταν να δούμε ξανά.

Πρόσφατα έφυγε από τη ζωή ένας αλησμόνητος Έλληνοαμερικανός σε ηλικία 99 ετών, αφήνοντας πίσω του μια συγκινητική ιστορία. Γεννήθηκε στην Αμερική από Έλληνες γονείς. Στην ηλικία των 3 ετών βρέθηκε στην Ελλάδα, αφού οι γονείς του αποφάσισαν να επιστρέψουν στη γενέτειρα. Στα 15 του όμως τον έστειλε ο πατέρας του στην Αμερική για να βοηθησει οικονομικά την οικογένειά του και να αποκαταστήσει τις 4 αδελφές του. Αυτή τη φορά ταξίδεψε μόνος, με καράβι. Φθάνοντας στη Νέα Υόρκη, έχοντας ήδη αμερικανική υπηκοότητα, δεν μπόρεσε κανείς να τον παραλάβει απ’ το λιμάνι, οπότε τον ανέλαβε για ένα χρονικό διάστημα ο Ερυθρός Σταυρός.

Μετά από πολλές δυσκολίες και αντίξοες συνθήκες έφτασε στην Αλαμπάμα, όπου είχε συγγενείς. Τον πρώτο καιρό διέμενε στο ΥMCA. Εργάστηκε σκληρά κυρίως σε εστιατόρια. Το μεγάλο του όνειρο ήταν να καταφέρει να πάει σε σχολείο. Το μεγάλο του παράπονο ήταν ότι δυστυχώς η ανάγκη για επιβίωση δεν τον άφησε να εκπληρώσει το όνειρό του. Άρχισε να μαθαίνει γράμματα μόνος του και να διαβάζει αμερικανικές εφημερίδες.

Στην ηλικία των 20 ετών κατάφερε να φέρει τα αδέρφια του από την Ελλάδα. Αυτό το πραγματοποίησε μόλις έφτιαξε το πρώτο δικό του εστιατόριο. Ένας άνθρωπος γεμάτος πείσμα, αφοσίωση τεράστια σε οτιδήποτε ελληνικό. Με βαθιά πίστη αλλά και απέραντη διαύγεια στα «πιστεύω» του. Εκτίμησε τη ζωή όσο κανένας άλλος, μιας και στην Αλαμπάμα κινδύνεψε πολλές φορές η ζωή του. Οι καλύτεροί του φίλοι ήταν μαύροι. Άνθρωποι με τους οποίους εργάστηκε, μοιράστηκε πολλές δυσκολίες και αντιξοότητες. Η εποχή εκείνη ήταν η εποχή των φυλετικών διακρίσεων.

Ο Κωνσταντίνος Βουδούρης δεν παρασύρθηκε ποτέ στα παιχνίδια των φυλετικών διακρίσεων. Αντιθέτως, η αγάπη του για τους ανθρώπους δεν σταματούσε σε κανένα χρώμα και σε καμιά φυλή. Στα 48 του επέστρεψε στην Ελλάδα με σκοπό να αποχαιρετήσει τους ηλικιωμένους πια γονείς του που ζούσαν στο χωριό - στα Πελετά Κυνουρίας - και να επιστρέψει ξανά στην Αμερική. Το ταξίδι του αυτό ήταν από τα πρώτα ταξίδια που πραγματοποιήθηκαν τότε με αεροπλάνο. Είχε την επιθυμία να δει το χωριό των γονιών του και να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του.

Τελικά αποφάσισε να μείνει στην Ελλάδα. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πόσο γρήγορα περνά η ζωή - μια ζωή όπου η έλλειψη της Ελλάδας ήταν γι' αυτόν ασυγχώρητη απουσία. Άφησε τις επιχειρήσεις, οι οποίες επιχειρήσεις ήταν πια στο Port Authority στη Νέα Υόρκη, όπου παντρεύτηκε και απέκτησε 4 παιδιά. Αξίζει τον κόπο να αναφέρουμε ότι στο Port Authority βοήθησε πολλούς φοιτητές με εργασία και συνεισφέροντας στα δίδακτρά τους. Για ό,τι είχε να κάνει με τη μάθηση ήταν πάντα δοτικός και ονειροπόλος. Η ιστορία του όμως δεν τελειώνει εδω. Στα 70 του χρόνια επιστρέφει ξανά στην Αμερική για να βοηθήσει τα 4 παιδιά του, που έπρεπε να σπουδάσουν.

Εκείνη την εποχή επίσης άνοιξε το σπίτι του σε ένα νεογέννητο τετραπληγικό ελληνόπουλο, που είχαν εγκαταλείψει οι γονείς του στο νοσοκομείο. Αυτό το παιδάκι σήμερα βρίσκεται εν ζωή με τη βοήθεια της συζύγου του και των παιδιών του - αν και αυτό το παιδί βρίσκεται ακόμα σε αναπηρική καρέκλα.

Αυτός είναι ο Ελληνισμός της Αμερικής! Αυτοί είναι οι άνθρωποι - με άλφα κεφαλαίο - οι Έλληνες μετανάστες, τα παιδιά των οποίων δημιουργούν και διαπρέπουν σ’ αυτή τη χώρα που φιλοξένησε και φιλοξενεί ακόμα τόσο απλόχερα! Αυτός είναι ο υπέροχος Έλληνας Κωνσταντίνος Βουδούρης! Καλό σου ταξίδι, κύριε Κωνσταντίνε. Ό,τι χάρισες στην κοινωνία ευχόμαστε να το μιμηθούν χιλιάδες άλλοι άνθρωποι. Για να γίνει ο κόσμος που ζούμε καλύτερος!