Η περίπτωση εξαγοράς της ρωσικής τράπεζας Uniastrum από την Τράπεζα Κύπρου, το 2008, συνιστά ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον τρόπο που λειτουργούσε το τραπεζικό μας σύστημα και αποδεικνύει περίτρανα ότι η οικονομική μας κατάρρευση δεν ήταν τυχαία. Παράλληλα, συνιστά ένα τεράστιο σκάνδαλο, που η συντεταγμένη πολιτεία και τα αρμόδια θεσμικά όργανά της οφείλουν να διερευνήσουν και να πατάξουν. Η εξαγορά έγινε σε μια εποχή που η παγκόσμια οικονομική κρίση ήταν ήδη εμφανής, μετά και την κατάρρευση της Lehman Brothers.
Παρ' όλο που ο τραπεζικός τομέας και η ρωσική οικονομία παρουσίασαν δυναμική ανάπτυξη κατά το έτος 2007, εντούτοις ο οίκος Standard & Poor’s, σύμφωνα με την έκθεση της Alvares & Marhsal, αξιολόγησε αρνητικά την πιστοληπτική ικανότητα της Ρωσίας στις 23 Οκτωβρίου 2008. Παράλληλα, στην έκθεση της Alvares & Marsal αναφέρεται ότι η Παγκόσμια Τράπεζα κατέγραψε επίσης επιβράδυνση της ρωσικής οικονομίας, ενώ ο οίκος Fitch, στην εκτίμησή του για τη ρωσική οικονομία, κατέγραψε επίσης σοβαρή επιδείνωση των ρωσικών κεφαλαιαγορών. Ενδεικτική της όλης κατάστασης της ρωσικής οικονομίας την περίοδο εκείνη είναι και σχετική έκθεση της Ελληνικής Πρεσβείας στη Μόσχα. Στην ετήσια έκθεση της Τράπεζας Κύπρου εκείνης της περιόδου ωραιοποιείται η κατάσταση, με προφανή στόχο να παρουσιαστεί η εξαγορά της Uniastrum ως μια πολύ καλή επενδυτική ευκαιρία. Η απόφαση της Τράπεζας Κύπρου βρίσκεται σε ευθεία σύγκρουση με τα καταπελτικά ευρήματα των συμβούλων ελεγκτών της Τράπεζας Κύπρου Ernst & Young. Μια απλή ανάγνωση της έκθεσής τους για την οικονομική κατάσταση της Uniastrum αρκούσε να αποτρέψει τους ιθύνοντες της Τρ. Κύπρου από μια τέτοια απερίσκεπτη εξαγορά. Ωστόσο, ούτε το καμπανάκι της Ernst & Young ούτε της Alvares & Marsal τους αφύπνισε.
Γιατί παραγνωρίστηκαν τα πολύ σοβαρά ευρήματα της έκθεσης που έκανε ο οίκος Ernst & Young; Πώς είναι δυνατόν, όταν, ακόμα και ένας πρωτοετής φοιτητής των Οικονομικών θα μπορούσε, με μιαν απλή έρευνα στο διαδίκτυο, να διαγνώσει τη δυσμενή οικονομική συγκυρία, οι ακριβοπληρωμένοι έλεγχοι που έγιναν από τους συμβούλους της Τράπεζας Κύπρου να γνωμάτευσαν διαφορετικά; Γιατί οι τότε ιθύνοντες της Τράπεζας Κύπρου δεν προνόησαν να περιληφθούν στην αρχική συμφωνία όροι και ρήτρες, που να επιτρέπουν στην τράπεζα να αναθεωρήσει την απόφασή της σε περίπτωση που αποδεδειγμένα τα οικονομικά δεδομένα της Uniastrum και οι συνθήκες της ρωσικής οικονομίας καταστήσουν ασύμφορη και επισφαλή την εξαγορά της; Ποιοι και γιατί παραγνώρισαν τις γνωματεύσεις των ειδικών νομικών συμβούλων (White & Case) της Τράπεζας Κύπρου, με στόχο να παραπλανήσουν και να οδηγήσουν στην ολοκλήρωση της διαδικασίας της Uniastrum; Πολλά και βαρύτατα τα αναπάντητα ερωτήματα.
Σοβαρές ευθύνες μετατίθενται, βεβαίως, και στους ώμους της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, η οποία, ως το αρμόδιο εποπτικό όργανο, όφειλε να αναγνώσει σωστά τα τότε οικονομικά δεδομένα και να ενεργήσει προληπτικά και αποτρεπτικά. Δυστυχώς, από την όλη στάση και συμπεριφορά της, όπως αυτή καταγράφεται στην έκθεση της Alvares & Marsal, φαίνεται να ευνόησε τη συγκεκριμένη εξαγορά. Ερωτήματα προκαλεί επίσης η σπουδή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου να προχωρήσει στην έγκριση της εξαγοράς, προτού καν ολοκληρωθεί η τελική έκθεση δέουσας επιμέλειας του οίκου Ernst & Young. Απάντηση πρέπει οπωσδήποτε να δοθεί και στην αναφορά της Alvares & Marsal ότι έλαβε εμπιστευτικές πληροφορίες για παράνομες πληρωμές και δωροδοκίες, που αφορούσαν την εξαγορά της εν λόγω τράπεζας.
Ειδικότερα, η Alvares & Marsal αναφέρει ότι πρόκειται για ένα ποσό 50 εκατομμυρίων ευρώ από τα έσοδα της εξαγοράς της Uniastrum. Σύμφωνα, πάντα, με την έκθεση της Alvares & Marsal, ενώ η συναλλαγή των 447 εκατομμυρίων ευρώ που αφορούσε την εξαγορά παρουσιάζεται στα βιβλία της Uniastrum, εντούτοις 50 εκατομμύρια ευρώ φαίνεται να διοχετεύθηκαν αμέσως σε εταιρεία στην Αρμενία, εγγεγραμμένη στο Μπελίζ, ως υπεράκτια εταιρεία. Για το συγκεκριμένο σημείο θα πρέπει να μας πληροφορήσει η Γενική Εισαγγελία, έστω σε κλειστή συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών. Με ιδιαίτερη προσοχή παρακολουθήσαμε τη σημερινή διοίκηση της Κεντρικής Τράπεζας να διαχωρίζει πλήρως τις ευθύνες της από τη συγκεκριμένη πράξη πρώην στελεχών της. Η Τράπεζα Κύπρου θεωρεί άστοχη και ασύμφορη την εξαγορά της Uniastrum, και γι' αυτόν τον λόγο την ξεφορτώθηκε.
Ωστόσο, οι ευθύνες (διοικητικές, ηθικές και ποινικές) όσων διέπραξαν αυτό το τόσο σοβαρό ατόπημα είναι εκεί και πρέπει να αποδοθούν. Αλίμονο αν, σε μια τόσο σκανδαλώδη υπόθεση, υπάρξει ατιμωρησία. Την πρώτη ευθύνη για την πλήρη διερεύνηση του θέματος έχει η Νομική Υπηρεσία. Η ανεύρεση και η εξασφάλιση αποδείξεων είναι έργο της Γενικής Εισαγγελίας, η οποία έχει την εξουσία, σύμφωνα με τον νόμο, να διεξάγει έρευνες, συλλήψεις, να ανοίξει τραπεζικούς λογαριασμούς, να ζητήσει τη συνδρομή της Interpol κλπ.
Προσωπικά, είναι με λύπη και απογοήτευση που από τις 6 Ιουνίου 2013, όταν επισκέφθηκα τον τέως Γενικό Εισαγγελέα, στον οποίο και έθεσα τις καταγγελίες αυτές, πέρασαν περισσότερα από δυο χρόνια, χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε αποφασιστική κίνηση της διαδικασίας προς την κατεύθυνση της πλήρους εξιχνίασης, της απόδοσης ευθυνών και της τιμωρίας όσων έχουν ευθύνη γι' αυτήν την αλόγιστη και σκανδαλώδη πράξη. Εύχομαι και ελπίζω πως με αφορμή τη συζήτηση του θέματος στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών, θα δρομολογηθούν οι διαδικασίες, ώστε να υπάρξει, επιτέλους, κάθαρση και τιμωρία.
ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΡΟΓΙΑΝ
Τέως Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων