Ο Ισοκράτης κάποτε είχε πει πως ο κάθε άνθρωπος πρέπει να πράττει και να τιμάται σύμφωνα με την αξία του. Στη σύγχρονη εποχή όμως, δυσκολευόμαστε να εντοπίσουμε ποιες ακριβώς είναι αυτές οι αξίες, όταν οι κυβερνώντες και οι υψηλά ιθύνοντες βρίσκονται στις θέσεις που κατέχουν λόγω άλλων περιστάσεων. Το ρουσφέτι -κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας και βαθιά ριζωμένο στη νοοτροπία του Νεοέλληνα- φαντάζει το μόνο μέσο με το οποίο κάποιος -οποιοσδήποτε- θα μπορούσε να καταλάβει θέσεις ισχύος.
Αν είχε και τα προσόντα, καλώς, αλλά οι περισσότεροι που το καταφέρνουν χαρακτηρίζονται από τεμπελιά και φιλαργυρία. Είναι ανθρώπινο πάθος, εξάλλου, να προσπαθούμε να κάνουμε όσο λιγότερη δουλειά γίνεται, παίρνοντας όσο περισσότερο έπαινο και λαμβάνοντας παχυλή αμοιβή. Παρ' όλα αυτά, η κοινωνία μας έχει ενισχύσει αυτή την τάση αναξιοκρατίας -την παντελή έλλειψη κράτους με αξίες- διά μέσου της έλλειψης κοινωνικού ελέγχου, υπηρετώντας έτσι την εκμετάλλευση και την αυθαιρεσία, την κοροϊδία και την αυτοπροβολή.
Πώς αλλιώς εξηγούνται όλα αυτά τα πολιτικά σκάνδαλα που κάθε λίγο βγαίνουν στη φόρα και όλοι κάνουν πως ποτέ δεν ήξεραν για τίποτα; Χωρίς τη συναίνεση των κρατούντων, οι υπόλοιποι δεν μπορούν να βολεύονται και να συνεχίζουν να κακοδιαχειρίζονται δημόσιο χρήμα, διαμηνύοντας συγχρόνως πως «εργάζονται ακατάπαυστα» για το συμφέρον του λαού. Αν αυτό ίσχυε, δεν θα ήταν οι υπουργοί οι πρώτοι που θα έτρεχαν να βγάλουν τα λεφτά τους έξω όταν συνειδητοποιούσαν πως οι τράπεζες της χώρας κινδυνεύουν, δεν θα ήταν οι δημοτικοί υπάλληλοι που θα τσέπωναν το χρήμα ενώ τα δημόσια έργα έμεναν ελλιπή, και δεν θα ήταν οι πολιτικοί αντιπρόσωποι του λαού που θα προκαλούσαν κυκλοφορώντας στη χλιδή όταν οι άστεγοι και οι φτωχοί πολλαπλασιάζονταν.
Σπάνια ήταν αυτοί, όπως ο τέως πρόεδρος της Ουρουγουάης Χοσέ Μουχίκα, ο οποίος απέρριψε την προεδρική κατοικία και χάριζε το 90% του μισθού του στους φτωχούς. Αυτός όμως μας χαλούσε την πιάτσα. Γιατί τη σήμερον ημέρα, πολιτικός και διαφθορά συχνά πάνε μαζί, καταλύοντας όποια ίχνη πολιτισμού, κοινωνικής προόδου και αξιοπρέπειας έχουν απομείνει. Όλα αυτά όμως δεν είναι μόνο συνέπειες της ανθρώπινης αδυναμίας, του εγωισμού και της πλεονεξίας. Είναι πρόβλημα που πηγάζει από την ίδιά μας την παιδεία, ή μάλλον την έλλειψη αυτής.
Γιατί πλέον τα παιδιά δεν μαθαίνουν τι είναι τα ιδανικά, τι σημαίνει ηθική και αξίες, πώς να κοπιάζουν για να αποκτήσουν αυτά που επιθυμούν, πώς να αποδίδουν και όχι μόνο να διατελούν, πώς να προσφέρουν οικειοθελώς και όχι καταναγκαστικά, πώς να σκέφτονται και όχι απλώς να αναμασούν χιλιοειπωμένα κενά λόγια, πώς να μπορούν να αρθρώνουν σωστά και εύγλωττα τα επιχειρήματά τους και πώς να μπορούν να συνδράμουν ουσιαστικά σε μια κοινωνία, η οποία είναι και η κληρονομιά τους. Όταν απλώς αναπαράγουν ό,τι βλέπουν γύρω τους -τα κακά παραδείγματα εν απουσία καλύτερου μοντέλου μίμησης- πώς μπορούμε να ελπίζουμε πως η αξιοκρατία και η αξιοπρέπεια θα επιστρέψουν;
Πώς θα επιφέρουμε κοινωνική ανάπτυξη όταν η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση -οι εταίροι- διαμηνύει πως χρειαζόμαστε ενότητα και αλληλεγγύη, αλλά έπειτα γυρνάει και προσθέτει πως εξαρτάται από την περίπτωση; Όταν οι ίδιοι άλλα λέμε και άλλα κάνουμε; Όταν το μόνο που μας νοιάζει είναι να έχουμε τις θέσεις μας και τα προνόμια που τις συνοδεύουν; Τελικά έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διαβούμε. Και δεν είναι μόνο οικονομικά προβλήματα που μας μαστίζουν. Είναι πολύ πιο βαθιά. Ολόκληρη η κοινωνία μας χρειάζεται αναδιάρθρωση, για να πάψουμε πλέον να είμαστε τα φτωχαδάκια της Ευρώπης που το μόνο που κοιτάμε είναι πώς θα κλέψουμε ο ένας τον άλλον και όλοι μαζί το κράτος. Ας μπορούσαμε έστω να ακολουθήσουμε τη συμβουλή του Καβάφη: «Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις/ τούτο προσπάθησε τουλάχιστον/ όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις…»
ΜΑΡΙΑ-ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΔΟΥΛΑΜΗ
Δημοσιογράφος, Σύμβουλος Επικοινωνίας