Όλο το βράδυ κάθισα να διαβάσω το πολυσυζητημένο βιβλίο της κ. Βικτώριας Χίσλοπ, «Η Ανατολή». Απογοητεύτηκα ακόμα μια φορά. Ακόμα μια φορά εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο πόνο των προσφύγων με ψευδή και φανταστικά γεγονότα, για να προσελκύσουν το παγκόσμιο ενδιαφέρον και να προωθήσουν τη λύση του Κυπριακού όπως αυτοί θέλουν.

Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, περίμενα να ζωντανέψουν μέσα μου γεγονότα και στιγμές της παιδικής μου ηλικίας. Τα χρόνια εκείνα τα αθάνατα, που στριφογυρίζουν μέσα μου εδώ και σαράντα ολόκληρα χρόνια. Να απαλύνουν τον πόνο της ψυχής μου για τον άδικο διωγμό μας από την πολυαγαπημένη μας πόλη σε μια νύκτα. Μια πόλη που ήταν το διαμάντι του πολιτισμού, της κουλτούρας, του τουρισμού, της ανάπτυξης της βιομηχανίας και του εμπορίου όλης της Ανατολικής Μεσογείου.

Όμως η κ. Χίσλοπ παρουσιάζει εμάς τους Βαρωσιώτες φιλοχρήματους, φιλόδοξους και ανθρώπους που ζούσαμε στη χλιδή και στον νεοπλουτισμό και δεν είχαμε αισθήματα πατριωτισμού και φιλότιμου.

Τα ιστορικά γεγονότα, στα οποία αναφέρεται, είναι διαστρεβλωμένα και σε βαθμό μιας προπαγάνδας υπέρ των Τούρκων, προσπαθώντας να περάσει ένα μήνυμα ύπαρξης αλληλοσκοτωμού μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και δίνοντας το δικαίωμα στην Τουρκία να επέμβει, για να «επιβάλει» την τάξη στην ακαταστασία που επικρατούσε τότε στην Κύπρο και γιατί φοβόταν δήθεν για την ασφάλεια των Τουρκοκυπρίων καθώς και για επικείμενη ανακήρυξη της Ένωσης.

Ισχυρίζεται ότι σκοπός των Ελληνοκυπρίων ήταν να εξαλείψουν όλους τους Τουρκοκυπρίους από το νησί και γι' αυτόν τον λόγο ο τουρκικός στρατός είχε μετακινηθεί προς νότο για να προσπαθήσει να τους σώσει.

Τον αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59 τον χαρακτηρίζει ως βίαιη αντίσταση κατά των Βρετανών με στόχο την Ένωση και όχι σαν απελευθερωτικό αγώνα του νησιού ενάντια στη βρετανική υποδούλωση.

Εμπλέκει το μυθιστόρημα δύο ερωτευμένων με ιστορικά γεγονότα, με τον πόλεμο εισβολής και κατοχής. Ο πόλεμος αυτός έκανε τα όνειρά μας σκόνη στον άνεμο και χάθηκε ό,τι πιο ωραίο είχαμε ζήσει στα μαθητικά εκείνα χρόνια με τις εκδηλώσεις στους μοσχοβολημένους δρόμους της πόλης μας. Ο πόλεμος που σημάδεψε την καρδιά μας και άνοιξε πληγές λόγω του διωγμού από τα αγαπημένα μας χώματα, τη χρυσή αμμουδιά, τη Χρυσή Ακτή της Αμμοχώστου.

Ας παρέμενε στο πάθος των δύο ερωτευμένων ανθρώπων, σαν μυθιστόρημα αγάπης και όχι προβολής της Αμμοχώστου, να μας ντροπιάσει και να μας μειώσει. Είμαι περήφανη για την πόλη μου και λυπούμαι που αναγκάζομαι να κάμω κριτική, γιατί πιστεύω σε έναν αγώνα αληθινό για την απελευθέρωση της Αμμοχώστου.

Τέλος, θέλω να παρατηρήσω ότι οι Ελληνοκύπριοι που παρευρέθησαν και μίλησαν στην παρουσίαση του συγκεκριμένου βιβλίου δεν στερούνται πατριωτισμού, αλλά παραπλανήθηκαν και στήριξαν την κ. Βικτώρια Χίσλοπ χωρίς να διαβάσουν το βιβλίο που έγραψε η τουρκική προπαγάνδα.