Η Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίζει τη λειτουργία της, μεταξύ άλλων, στην αρχή ότι τα κράτη-μέλη της συνδέονται μεταξύ τους στη βάση του σεβασμού και της τήρησης του κοινοτικού κεκτημένου της Ένωσης, το οποίο αποτελεί το κοινό υπόβαθρο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τις δεδηλωμένες αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ευρωπαϊκό κεκτημένο περιλαμβάνει το περιεχόμενο, τις αρχές και τους πολιτικούς στόχους των Συνθηκών της Ένωσης, τη νομοθεσία που έχει εκδοθεί κατ’ εφαρμογήν των Συνθηκών και τη νομολογία του Δικαστηρίου, τις δηλώσεις και τα ψηφίσματα που έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο της Ένωσης, τις πράξεις που αφορούν την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας, τις πράξεις που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, και τις διεθνείς συμφωνίες που έχουν συναφθεί από την Ένωση, ως επίσης και εκείνες που έχουν συναφθεί από τα κράτη-μέλη μεταξύ τους στον τομέα των δραστηριοτήτων της Ένωσης.
Το κεκτημένο, γνωστό κυρίως με τη γαλλική του ορολογία ως acquis communautaire, βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη, αφού η ίδια η βάση στην οποία εδράζεται είναι εξελικτική από το 1958 μέχρι σήμερα. Τονίζεται ότι υπό ένταξη μέλη πρέπει να εναρμονίσουν πλήρως την εσωτερική τους έννομη τάξη με το κοινοτικό κεκτημένο, ενώ δεν επιτρέπονται παρά ελάχιστες παρεκκλίσεις, ιδιαίτερα περιορισμένης έκτασης. Το σύνολο των νομικών κειμένων που αποτελούν την ευρωπαϊκή βάση νομικών δεδομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνει πέραν των 2.815.000 κειμένων, με περίπου 12.000 κείμενα να προστίθενται στη βάση αυτήν τον χρόνο, που αναφέρονται συνολικά σε πέραν των 80.000 πράξεων, που αποτελούν την ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία.
Η έννοια του acquis παρέχει ουσιαστικά την υπεροχή της ευρωπαϊκής έννομης τάξης έναντι των εθνικών έννομων τάξεων των κρατών-μελών και αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των 28 Κρατών που συνιστούν σήμερα την ευρωπαϊκή οικογένεια. Τα Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει οριοθετήσει την έννοια της υπεροχής του ευρωπαϊκού κεκτημένου έναντι της εθνικής νομοθεσίας σε σειρά σημαντικών αποφάσεωών του, που αποτελούν σημεία αναφοράς στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο και συγκεκριμένα στις υποθέσεις Van Gend en Loos [1963], Costa v. ENEL [1965], Internationale Handelsgessellschaft (Solange I) [1974] και Simmenthal [1978].
Σημαντική θέση στην έννοια του ευρωπαϊκού κεκτημένου αποτελεί ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες, σύμφωνα με το Άρθρο 1α της Συνθήκης της Λισαβόνας. Αναπόσπαστα μέρη του κεκτημένου συναποτελούν, επίσης, οι θεμελιώδεις ελευθερίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι η ελευθερία διακίνησης προσώπων, υπηρεσιών, αγαθών και κεφαλαίων, οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στην πρωτογενή και δευτερογενή νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλες σημαντικές συνιστώσες του ευρωπαϊκού κεκτημένου είναι η άρση των οποιωνδήποτε εσωτερικών συνόρων, η εσωτερική αγορά, η ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς, η οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών, ως επίσης και η ισότητα των μελών.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
Λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας