Η ΕΕ και οι απατηλές προσδοκίες
Ανδρέας Θεοφάνους
04.05.2015
Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Όταν η Κυπριακή Δημοκρατία άρχισε την ενταξιακή της πορεία υπήρχαν τεράστιες προσδοκίες για το μέλλον. Υπήρχε η αίσθηση, μεταξύ άλλων, ότι το αξιακό σύστημα και οι θεσμοί της ΕΕ θα συνέβαλλαν σε λύση στο Κυπριακό ενώ η ισότιμη συμμετοχή στην Ένωση θα αποτελούσε παράγοντα εκσυγχρονισμού των δομών της οικονομίας και της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Ταυτόχρονα καλλιεργήθηκε από διάφορους κύκλους σε Αθήνα και Λευκωσία η ιδέα ότι η ΕΕ ήταν μια μεγάλη οικογένεια όπου η αλληλεγγύη αποτελούσε καθοριστικό χαρακτηριστικό. Αγνοήθηκε ότι κατ’ ουσίαν η Ένωση αποτελούσε ένα club/όμιλο εθνών-κρατών όπου υπήρχαν/υπάρχουν εθνικοί ανταγωνισμοί. Στην Κύπρο και την Ελλάδα οι αυτοαποκαλούμενοι εκσυγχρονιστές χλεύαζαν την ανάδειξη εθνικών αξιών και επιδιώξεων και υποστήριζαν ως ζηλωτές ότι το μείζον ήταν η προώθηση των υπερεθνικών ευρωπαϊκών συμφερόντων.
Έντεκα χρόνια μετά την ένταξη οι προσδοκίες αυτές έχουν εν πολλοίς ματαιωθεί. Ενώ κατά τη διάρκεια της ενταξιακής πορείας η Κύπρος ήταν η χώρα με τον πιο φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό σήμερα κυριαρχεί ο ευρωσκεπτικισμός. Σε σχέση με το Κυπριακό, παρά το γεγονός ότι η συμμετοχή στην ΕΕ διαφοροποίησε τα δεδομένα εν τούτοις η στάση της Τουρκίας παραμένει αμετάβλητη. Οι Ελληνοκύπριοι θεωρούν ότι παρόλο που η Τουρκία έχει ένα βεβαρυμμένο παρελθόν στην Κύπρο - και αλλού - εν τούτοις υπάρχει μια πολιτική ανοχής και οι πιέσεις κατευθύνονται ως επί το πλείστον προς τη Λευκωσία.
Σε σχέση με την οικονομία σημειώνεται ότι εκείνο το οποίο έλαβε χώρα τον Μάρτιο του 2013 ήταν εγκληματικό και ανεπίτρεπτο. Η Κύπρος χρησιμοποιήθηκε ως πειραματόζωο από τους εταίρους της ενώ ταυτόχρονα η στάση τους ήταν σκληρή, τιμωρητική και εξουθενωτική. Η Κύπρος αντιμετώπιζε αρκετά ουσιαστικά προβλήματα τα οποία ήταν δημιούργημα του ίδιου του συστήματος και της ευρύτερης κοινωνίας αλλά θα μπορούσαν να τύχουν διαφορετικής διαχείρισης από τους εταίρους. Υπογραμμίζεται συναφώς ότι είναι σημαντικό να αξιολογηθούν οι δικές μας ευθύνες ως κράτος και ως κοινωνία όπου λόγω απρονοησίας, απερισκεψίας και επιπολαιότητας, όχι μόνο δεν εκμεταλλευτήκαμε ευκαιρίες αλλά βρεθήκαμε σε μια πολύ δεινή θέση την οποία εκμεταλλεύτηκαν οι εταίροι.
Στη σημερινή συγκυρία υπάρχει ένας διάχυτος προβληματισμός και μια ευρύτερη απαισιοδοξία. Παράλληλα και η ίδια η Ένωση αντιμετωπίζει ουσιαστικά προβλήματα σε πολλά επίπεδα.
Έντεκα χρόνια μετά την ένταξη στην ΕΕ η Κυπριακή Δημοκρατία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα αλλά και τραγικά διλήμματα. Παρά τις κυβερνητικές διακηρύξεις και την επικοινωνιακή διαχείριση η οικονομική κρίση είναι βαθειά και συνθλίβει την κοινωνία. Η ανεργία είναι στα ύψη, η δημογραφική αιμορραγία συνεχίζεται ενώ με την υφιστάμενη αρχιτεκτονική της ευρωζώνης και της ευρύτερης οικονομικής πολιτικής δεν υπάρχει ελπίδα για ουσιαστική ανάκαμψη. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν ένα άλλο σημαντικό ζήτημα με βαθειές προεκτάσεις. Οι εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό είναι τέτοιες που η αξιοπιστία του συστήματος είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα και ταυτόχρονα η απαξίωση στα ύψη.
Το ζητούμενο είναι πως εξερχόμαστε από αυτή τη βαθειά πολυδιάστατη κρίση και πως προωθούμε τους στόχους μας. Εκ των πραγμάτων για την αντιμετώπιση της κρίσης και την ουσιαστική συμμετοχή στην ΕΕ καθώς και στο περιφερειακό και διεθνές γίγνεσθαι, η Κύπρος χρειάζεται νέες πολιτικές προσεγγίσεις καθώς και ένα αποτελεσματικό κράτος. Ως εκ τούτου καθοριστικής σημασίας είναι η ουσιαστική ανανέωση του δημόσιου βίου και η αναβάθμιση της αποτελεσματικότητας του κράτους.
Σε σχέση με το Κυπριακό, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αντιλαμβανόμενος τη δεινή κατάσταση της Κύπρου σε διάφορα επίπεδα, επενδύει σε λύση στο Κυπριακό με υψηλές προσδοκίες παρά τις αναλλοίωτες θέσεις της Τουρκίας. Ο νέος Τουρκοκύπριος ηγέτης Μ. Ακκιτζιή είναι ένας μετριοπαθής πολιτικός που επιθυμεί λύση για τους Κυπρίους. Όμως είναι η Τουρκία που έχει τον καθοριστικό ρόλο. Η πολιτική ηγεσία θα πρέπει να αποφύγει ένα πλαίσιο λύσης που κατ’ ουσίαν να στηρίζεται στη νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής και της κατοχής. Το ζητούμενο είναι η προσπάθεια λύσης και συμφιλίωσης να έχουν ως βάση μια συνταγματική διευθέτηση που να σέβεται τα δικαιώματα πολιτών και κοινοτήτων στα πλαίσια ενός έντιμου συμβιβασμού. Εν ολίγοις εάν υπάρξει ένα τέτοιο σχέδιο λύσης το οποίο να συμβάλλει επίσης προς ένα αποτελεσματικό κράτος στα πλαίσια της Κυπριακής Δημοκρατίας θα είναι πολύ θετική και επιθυμητή εξέλιξη. Σε διαφορετική περίπτωση θα πρέπει να υιοθετήσουμε άλλες προσεγγίσεις για να μην καταστούμε ξανά θύματα απατηλών προσδοκιών.