Tο μήνυμα ότι όσοι προσδοκούν ρήξη με την ελληνική κυβέρνηση θα απογοητευθούν, επειδή Κύπρος και Ελλάδα βρίσκονται σε πλήρη και αγαστή συνεργασία, έστειλε σήμερα ο Πρόεδρος της δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης.

Ανεξάρτητα από το οικονομικό πρόγραμμα της κάθε χώρας, είπε, θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε τις επιδιώξεις τις Ελλάδας. Παραμένουμε, συμπλήρωσε, προσηλωμένοι στην ίδια αρχή της αλληλεγγύης ο ένας προς τον άλλο .

O Πρόεδρος της Δημοκρατίας δέχθηκε φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Πανεπιστημίου του Παλέρμο.

Μιλώντας στους φοιτητές και τους Καθηγητές, στην παρουσία του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού κ. Κώστα Καδή, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε, μεταξύ άλλων,  η Κύπρος, όπως και η Ελλάδα, είναι ανέκαθεν αλληλέγγυες η μια προς την άλλη και η Κύπρος ήταν δίπλα στην Ελλάδα «σε κρίσιμες ώρες μέσω των εθελοντικών κινημάτων και μέσω θυσιών που έχουμε υποστεί. Να μην ξεχνούμε ότι από το κούρεμα του δημόσιου χρέους (*της Ελλάδας) έχουμε υποστεί ζημιά τεσσάρων δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ από την υποχρέωση πώλησης των παραρτημάτων των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα έχουμε υποστεί άλλα 3,5 δις ευρώ.

Ανεξάρτητα αυτών των θυσιών επαναλαμβάνω και επανέλαβα προς τον Πρωθυπουργό και την Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων ότι θα παραμείνουμε προσηλωμένοι στην ίδια αρχή: αλληλέγγυοι ο ένας προς τον άλλον. Και δεν χωρούν παρερμηνείες ή παρεξηγήσεις έστω και αν κάποιοι θέλησαν έτσι να τις ερμηνεύσουν. Το να διαχωρίσουμε το πρόγραμμα της μιας χώρας από το πρόγραμμα της άλλης δεν σημαίνει ότι δεν στηρίζουμε τις προσπάθειες που καταβάλλει η Ελλάδα στο να επιτύχει καλύτερους όρους του προγράμματος. Εμείς έχουμε το δικό μας πρόγραμμα, στηρίζουμε τις δικές μας επιλογές, είμαστε μικρότερη οικονομία και μπορούμε να διαχειριστούμε ευκολότερα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε από ό,τι η Ελλάδα. Συνεπώς, είμαστε πλήρως αλληλέγγυοι εκεί και στο βαθμό που μπορούμε».

Πρόσθεσε ότι «σε όσους - πιθανότατα για πολιτικούς λόγους μικρότερης εμβέλειας από την αναμενόμενη - είτε διαβλέπουν είτε προσδοκούν σε μια ρήξη με την Ελληνική Κυβέρνηση, θέλω να τους βεβαιώσω ότι θα απογοητευτούν, διότι τόσο η Ελληνική Κυβέρνηση όσο και η Κυπριακή Κυβέρνηση βρίσκονται, ανεξαρτήτως της ιδεολογικής τοποθέτησης της ηγεσίας τους, σε πλήρη και πάντοτε αγαστή συνεργασία και αυτό θα συνεχίσουμε να πράττουμε.

Έχουμε μια άριστη συνεργασία με τον Πρωθυπουργό στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, συνεργαζόμαστε άψογα προκειμένου να πετύχουν στο μέγιστο δυνατόν βαθμό οι επιδιώξεις της Ελλάδας και εύχομαι εκ βάθους καρδίας να πετύχουν οι προσπάθειες», είπε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, σημειώνοντας ότι οι σχέσεις Κύπρου- Ελλάδας είναι «αδιαπραγμάτευτα στενές». .

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφέρθηκε «στο ανόσιο έγκλημα της Χούντας κατά του Μακαρίου» που έδωσε την πρόφαση στην Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο. Αναφέρθηκε επίσης εκτενώς στις Συμφωνίες Κορυφής ’77 και ’79 καθώς και στη Συμφωνία της 8ης Ιουλίου και σημείωσε ότι η βάση λύσης είναι η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως αυτή καθορίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη.

Οι διαβουλεύσεις  για το κυπριακό

«Στις 11 Φεβρουαρίου 2014 και ύστερα από μια σειρά διαβουλεύσεων εξεδόθη κοινό ανακοινωθέν στο οποίο επαναβεβαιώνεται η προσήλωση στην επιδιωκόμενη λύση. Ρυθμίζονται, όμως, σημαντικά άλλα θέματα, όπως η εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου κατά πάσα την επικράτεια, ανεξαρτήτως της μορφής λύσεως και ταυτόχρονα διασφαλίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθορίζονται βασικές αρχές, όπως είναι η μια και μόνη κυριαρχία, η μια και μόνη διεθνής προσωπικότητα, η μια και μόνη ιθαγένεια», είπε ο Πρόεδρος.

Πρόσθεσε ότι «εκ τότε μεσολάβησαν δύο κύκλοι συνομιλιών. Ο πρώτος αφορούσε διερεύνηση των προθέσεων των δύο πλευρών, ο δεύτερος αφορούσε την έγγραφη κατάθεση προτάσεων εφ’ όλης της ύλης και ύστερα από το διορισμό του κ. Eide καθορίστηκε η 9η Οκτωβρίου ως μέρα έναρξης του τρίτου κύκλου των συνομιλιών ο οποίος θα επικεντρωνόταν επί της ουσίας των θεμάτων με διασταυρούμενα τα κεφάλαια διαπραγμάτευσης, δηλαδή κατ’ επιλογήν των ηγετών των δύο κοινοτήτων θα συζητείτο στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων εκείνο που εξυπηρετούσε περισσότερο τις ανησυχίες της μιας κοινότητας έναντι των ανησυχιών της άλλης. Δηλαδή θα εξαντλείτο ο διάλογος με επιλογές προς συζήτηση κεφαλαίων - όχι όπως γινόταν στο παρελθόν που για 40 χρόνια συζητούσαν τις αρμοδιότητες της κεντρικής κυβέρνησης, το διαμοιρασμό εξουσιών κλπ, - όπως το εδαφικό, το περιουσιακό και άλλα θέματα που οπωσδήποτε ενδιαφέρουν την ελληνοκυπριακή πλευρά.

Δυστυχώς, στις 3 Οκτωβρίου, η Τουρκία, όλως αναίτια και απρόκλητα, εξέδωσε Navtex δεσμεύοντας περιοχές εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κυπριακής Δημοκρατίας που ήδη έχουν αδειοδοτηθεί σε εταιρείες προς έρευνα και επέτρεψε τον κατάπλου του τουρκικού διερευνητικού σκάφους Μπαρμπαρός το οποίο διενεργούσε έρευνες στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας παραβιάζοντας έτσι τα κυριαρχικά δικαιώματα ενός κράτους μέλους της ΕΕ και κράτους μέλους του ΟΗΕ. Ήταν καθαρή παραβίαση του διεθνούς δικαίου, του δικαίου της Θάλασσας.

Ως αποτέλεσμα κρίθηκε από δικής μας πλευράς ότι επιβαλλόταν η αναστολή της συμμετοχής μας στο διάλογο μέχρι της αποκατάστασης της πρότερης διεθνούς τάξης. Ακούγονται φωνές ότι πιθανότατα να μην ήταν η ενδεδειγμένη επιλογή η αναστολή του διαλόγου, αλλά η συνέχιση του, έστω και με την παρουσία κανονιοφόρων προς επίλυση και αυτού του θέματος.

Μου ήταν αδιανόητο να αποδεχθώ συνεταιρισμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας από μια κοινότητα η οποία έχει ως σχέδιο Β’ την αναγνώριση του ανακηρυχθέντος ψευδοκράτους, δηλαδή να είναι συνέταιροι στα της Κυπριακής Δημοκρατίας την οποία δεν αναγνωρίζουν και να έχουν και το δικό τους ‘κράτος’».

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρόσθεσε ότι «συνεπώς, η αποδοχή συνδιαχείρισης, όπως ήταν η αξίωση, έδιδε το δικαίωμα αντί το κίνητρο προς λύση, και έδιδε κάρπωση από το προϊόν της αξιοποίησης του φυσικού πλούτου και αντικίνητρο, αφού θα εξαρτάτο η αξιοποίηση του από τη βούληση των Τουρκοκυπρίων ή κατ’ επέκταση της Τουρκίας εκβιάζοντας έτσι και τη μορφή της ενδεχόμενης λύσης. Για αυτό και η απόφαση λήφθηκε με πλήρη γνώση των αρνητικών συνεπειών από την παραμονή μας στο διάλογο».

Σημείωσε ότι η θέση της ελληνοκυπριακής πλευράς είναι πως το συντομότερο δυνατόν  εξευρεθεί λύση τόσο το καλύτερο, «μια λύση που θα ανταποκρίνεται βέβαια στις προσδοκίες και στις ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων και που θα διασφαλίζει οπωσδήποτε μια προοπτική για το μέλλον, για τις μέλλουσες γενιές και που θα δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας ομαλής συνεργασίας μεταξύ των σύνοικων στοιχείων».

Πρόσθεσε ότι «την ίδια ώρα ένας παράγοντας που μπορεί να συμβάλει θετικά ή αρνητικά στην επίλυση του Κυπριακού είναι και η οικονομική κατάσταση που η χώρα περνά ύστερα από την κρίση που βιώσαμε την τελευταία επταετία.

Θα πρέπει να πω, χωρίς καμιά διάθεση κριτικής προς οποιονδήποτε, ότι, δυστυχώς, παρά τα φαινόμενα και παρά τη διαπίστωση ότι η κρίση ήταν παγκόσμιας εμβέλειας και δεν μπορούσε να αφήσει στο απυρόβλητο την Κυπριακή Δημοκρατία, δεν λήφθηκαν εγκαίρως τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν, προς αποφυγήν αυτών που αντιμετωπίσαμε μετά την 1η Μαρτίου 2013, δηλαδή το φάσμα της ατάκτου χρεοκοπίας του κράτους».

Οδυνηρές οι συνέπειες απο την κρίση

Ο Πρόεδρος επεσήμανε ότι «έχουμε βιώσει οδυνηρές συνέπειες από την κρίση και αυτό που ενδεχόμενα να μη δικαιολογείτο από τους προκατόχους μου ήταν ότι σύσσωμη η αντιπολίτευση εισηγείτο τη λήψη μέτρων έγκαιρα, με αποδοχή του όποιου πολιτικού κόστους, και με προτάσεις, οι οποίες έστω και οδυνηρές ήταν πολύ ελαφρότερες από πλευράς συνεπειών από ό,τι αυτές που υποχρεωθήκαμε να αποδεχθούμε στις 15 Μαρτίου.

Η πρώτη απόφαση του Eurogroup ήταν πολύ πιο ανώδυνη από την οδυνηρότερη που ακολούθησε στις 25 Μαρτίου. Η πρώτη απόφαση προέβλεπε το κούρεμα των ασφαλισμένων καταθέσεων κατά 6,75% και των ανασφαλίστων κατά 9,90%. Αυτό αντιστοιχούσε με τους τόκους 1,5 έως 2 χρόνων. Το κόστος θα κατανέμετο μεταξύ των καταθετών όλων των τραπεζών και θα άφηνε εκτεθειμένα τα αποτελούντα κράτη του Eurogroup  κράτη και ιδιαίτερα την ευρωζώνη, διότι ήταν η πρώτη φορά που  με δική τους απόφαση παραβιαζόταν η διασφάλιση των εγγυημένων καταθέσεων. Δυστυχώς, οι συναισθηματισμοί και οι δεσμεύσεις που είχαμε όλοι αναλάβει προ των εκλογών ότι θα διαπραγματευτούμε ότι δεν θα αποδεχθούμε το κούρεμα των καταθέσεων, μάς είχε αυτοπαγιδεύσει με αποτέλεσμα όταν βρεθήκαμε μπροστά σε τετελεσμένα ή κίνδυνους άτακτης χρεοκοπίας, να υποχρεωθούμε να υποχωρήσουμε και να πάρουμε οδυνηρές αποφάσεις όχι αρεστές, αλλά σίγουρα ωφέλιμες.

Δυστυχώς αυτός ο συναισθηματισμός ήταν που οδήγησε και τη Βουλή να απορρίψει την πρώτη απόφαση για να οδηγηθούμε στη δεύτερη, όπου επικεντρώθηκε πλέον το κούρεμα στην Τράπεζα Κύπρου και στη Λαϊκή Τράπεζα με αποτέλεσμα να καταρρεύσει η Λαϊκή και να συγχωνευθεί με την Τράπεζα Κύπρου και να έχουμε οδυνηρότερες συνέπειες.

Αυτό που πρέπει να καταγραφεί είναι ότι παρά τις σκληρές αποφάσεις που λήφθηκαν, η κυπριακή οικονομία έχει καταγράψει σημαντικές επιδόσεις όσον αφορά την κρατική αξιοπιστία και το τραπεζικό σύστημα. Σε λιγότερο από 18 μήνες έγινε κατορθωτό, ύστερα από τέσσερεις διαδοχικές θετικές αξιολογήσεις, η Κυπριακή Δημοκρατία να μπορεί να μπει ξανά στις αγορές και να δανειστεί από τους διεθνείς δανειστές, με επιτόκια σημαντικά χαμηλά σε σχέση με το τι ίσχυε όταν παραλάβαμε την εξουσία. Υπήρξε αναβάθμιση της κυπριακής οικονομίας, υπήρξε αποκατάσταση της αξιοπιστίας του κράτους.

Ταυτόχρονα στη διετία που πέρασε έχει αποκατασταθεί η αξιοπιστία του τραπεζικού συστήματος, αφού έγινε κατορθωτό μέσα από τη σταδιακή αποκατάσταση της αξιοπιστίας του κράτους να ανακεφαλαιοποιηθούν με επενδύσεις εκ του εξωτερικού και να περάσουν με επιτυχία τα στρες τεστ. Αυτή την ώρα η αξιοπιστία της οποίας τυγχάνουν τα τραπεζικά ιδρύματα είναι στο βαθμό που επιτρέπει αισιόδοξα να προσβλέπουμε στο μέλλον, ότι έχουν ξεπεραστεί πια τα προβλήματα του δημοσιονομικού τομέα και της αξιοπιστίας του τραπεζικού συστήματος».

Αναφερόμενος στην επανεκκίνηση της οικονομίας, ο Πρόεδρος σημείωσε ότι «απαιτούσε την αποκατάσταση της αξιοπιστίας του κράτους και του τραπεζικού συστήματος για να εμπιστεύεται κάποιος την επένδυση στην Κυπριακή Δημοκρατία και, βεβαίως  μέσα από τις επενδύσεις αυτό που προσδοκούμε είναι η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, διότι οφείλω να ομολογήσω ότι η ανεργία βρίσκεται σε ψηλά επίπεδα.

Βεβαίως έχει γίνει κατορθωτό να συγκρατηθεί η ανεργία με πτωτικές τάσεις. Ελπίζω ότι με τη συναίνεση και των πολιτικών δυνάμεων, εάν ξεπεραστούν κάποια προβλήματα που αφορούν το Νόμο περί εκποιήσεων και περί αφερεγγυότητας, θα είμαστε σε θέση να πάρουμε και την πέμπτη θετική αξιολόγηση, αλλά το συντομότερο να μπούμε στις αγορές απαλλασσόμενοι από τους δανειστές μας, επιτρέποντας κατά αυτό τον τρόπο πολιτικές που θα είναι προς όφελος των στόχων που έχουμε θέσει, προς όφελος της ευρύτερης κοινωνίας των πολιτών».