Ελάχιστα ποτά έχουν προκαλέσει υστερία ανάλογη με εκείνη που περιέβαλε το αψέντι στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ήταν γνωστό ως «Πράσινη Νεράιδα» και υποτίθεται ότι κατέστρεψε τα μεγάλα μυαλά μιας ολόκληρης γενιάς καλλιτεχνών και συγγραφέων.
Βίνσεντ βαν Γκογκ, Αρθούρος Ρεμπό, Σαρλ Μπωντλαίρ, Πολ Γκογκέν, Ανρί Τουλούζ Λοτρέκ, Όσκαρ Γουάιλντ και Άλιστερ Κρόουλι ήταν όλοι φανατικοί «αψεντιστές» και κάθε είδους ακολασία αποδιδόταν στις παραισθητικές του ιδιότητες. Μάλιστα ο Αλέξανδρος Δουμάς ισχυρίστηκε ότι στη νότια Αφρική, περισσότερους Γάλλους στρατιώτες σκότωσε το αψέντι παρά οι σφαίρες των αντιπάλων.
Όπως αναφέρει το Βιβλίο ολικής άγνοιας των Τζον Λόϋντ & Τζον Μίτσινσον και αναδημοσιεύει η Μηχανή του Χρόνου, η κορύφωση της «αψεντικής τρέλας» ήρθε το 1905 όταν ένας Ελβετός αλκοολικός ονόματι Ζαν Λαφρέ σκότωσε τη γυναίκα και τις δύο κόρες του, σε κατάσταση μέθης. Δήλωσε ότι το έκανε επειδή η γυναίκα του αρνήθηκε να του καθαρίσει τα παπούτσια....
Εκείνη την ημέρα είχε καταναλώσει άφθονη ποσότητα κρασιού, κονιάκ, μπράντι και λικέρ μέντας, όμως το φταίξιμο έπεσε στα δύο ποτήρια αψέντι που επίσης είχε πιει. Ακολούθησε καταιγίδα ηθικολογίας περί αποχής, που οδήγησε στη απαγόρευση του αψεντιού στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης. Η άρση της απαγόρευσης είναι πολύ πρόσφατη υπόθεση. Το αψέντι παραγόταν κι εξακολουθεί να παράγεται από τις μαργαρίτες.
Η αψιθιά (wormwood) είναι μέλος της οικογένειας των μαργαριτών και θεωρείται φαρμακευτικό φυτό από αρχαιοτάτων χρόνων. Μεταξύ πολλών άλλων, τη χρησιμοποιούσαν ως θεραπευτικό για τα εντερικά σκουλήκια, αν και η ονομασία της δεν προέρχεται από αυτά, αλλά από την λέξη των παλαιών αγγλικών wermod – που σημαίνει «ανδρεία» (παλαιότερα η αψιθιά χρησιμοποιείτο ως αφροδισιακό)....
Επίσης η αψιθιά ήταν δημοφιλές μυρωδικό για αλκοολούχα ποτά, πριν εμφανιστεί το αψέντι. Το βερμούτ που παρασκευάστηκε πρώτη φορά στην Ιταλία στα τέλη του 18ου αιώνα, πήρε το όνομά του από τη γερμανική λέξη για την αψιθιά (wermut) ενώ πολλές σύγχρονες μάρκες εξακολουθούν να περιλαμβάνουν αψιθιά στη συνταγή τους. Το ενεργό συστατικό της αψιθιάς είναι η θυϊόνη, που ονομάστηκε έτσι επειδή αρχικά εντοπίστηκε στο αρωματικό δέντρο τούγια, ένα είδους κέδρου γνωστού και με την ονομασία «δέντρο της ζωής».
Η θυϊόνη, που έχει χημική δομή παρόμοια με της μενθόλης, μπορεί να γίνει επικίνδυνη σε υψηλές δόσεις και όντως έχει ήπιες ψυχότροπες ιδιότητες, όχι όμως στη συγκέντρωση των 10 μιλιγκράμ ανά λίτρο που βρίσκουμε στο αψέντι.
Το φασκόμηλο και το εστραγκόν περιέχουν παρόμοια επίπεδα θυϊόνης, κανένα τους όμως δεν έχει συνδεθεί με φαινόμενα ακόλαστης συμπεριφοράς. Τα διαβόητα αποτελέσματα του αψεντιού οφείλονται, προφανώς, στη μεγάλη περιεκτικότητά του σε αλκοόλ (ποσοστό 50 -75% ανά μονάδα) που υπερβαίνει άνετα τα περισσότερα άλλα οινοπνευματώδη (τα οποία συνήθως έχουν 40%).
Η προετοιμασία ενός ποτηριού με αψέντι προϋπέθετε περίπλοκη τελετουργία: προσέθεταν νερό στο ποτήρι από ειδικό διάτρητο κουτάλι το οποίο περιείχε έναν κύβο ζάχαρης. Έτσι, το ποτό αραιωνόταν και περιοριζόταν η πικράδα του.
Η θολή όψη του αψεντιού μετά την προσθήκη νερού ήταν γνωστή ως louche. Δεν είναι βέβαιο ότι σχετίζεται με την παλιά γαλλική λέξη lousche, που αρχικά σήμαινε «αλληθωρίζω» και η οποία μας έδωσε τη σύγχρονη λέξη louche που σημαίνει σκοτεινός ή ανυπόληπτος. Ασχέτως πάνtως αν τη χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν τον αλλήθωρο, τον θολωμένο ή τον αμφιλεγόμενο, η λέξη louche περιγράφει τελικά τον αφοσιωμένο «αψεντιστή»....