Μια τεράστια λίμνη (Mega Chad), η οποία βρισκόταν εκεί που τώρα υπάρχει η έρημος Σαχάρα, χρειάστηκε μόλις μερικές εκατοντάδες χρόνια για να συρρικνωθεί σε ένα κλάσμα του μεγέθους της, ανακάλυψαν Βρετανοί επιστήμονες.
Η λίμνη Mega Chad, όπως την ονόμασαν, ήταν κάποτε η μεγαλύτερη λίμνη γλυκού νερού στη Γη και κάλυπτε 360.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα στην Κεντρική Αφρική, όμως συρρικνώθηκε απότομα πριν από 1.000 χρόνια.
Η ανακάλυψη αυτή ρίχνει φως στο πώς αναπτύχθηκαν τα τροπικά δάση του Αμαζονίου, επειδή η σκόνη από τα υπολείμματα της αποξηραμένης λίμνης μεταφέρθηκαν πέρα από τον Ατλαντικό και βοήθησαν στη «γονιμοποίηση» της ζούγκλας.
«Μια νέα εκτίμηση για τα ιστορικά επίπεδα της αρχαίας λίμνης Mega-Chad, κάποτε η μεγαλύτερη λίμνη στην Αφρική- δείχνει ότι μια υγρή περίοδος στη Βόρεια Αφρική με αυξημένη βροχόπτωση στην περιοχή της Σαχάρας τελείωσε απότομα πριν από περίπου 5.000 και πως η λεκάνη απορροής της λίμνης, τώρα τεράστια πηγή ατμοσφαιρικής σκόνης- μπορεί να μην είχε στεγνώσει εντελώς πριν από 1.000 χρόνια» αναφέρουν οι ερευνητές στην εργασία τους.
Ωστόσο, η ανακάλυψή τους –σημειώνει δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας Daily Mail, δείχνει ότι η γονιμοποίηση θα μπορούσε να έχει συμβεί μόνο πριν από 1.000 χρόνια –αφήνοντας ως γρίφο το πώς εξασφάλιζε η ζούγκλα τα ζωτικής σημασίας θρεπτικά συστατικά πριν από αυτό.
Οι επιστήμονες βρήκαν, ότι η αλλαγή συντελέστηκε πριν από μερικές εκατοντάδες χρόνια, πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι είχε εκτιμηθεί νωρίτερα.
Αυτό που έχει απομείνει είναι η λίμνη Τσαντ (355 τετραγωνικά χιλιόμετρα), η οποία εξακολουθεί να είναι πολύ μεγάλη, όμως ένα πολύ ελάχιστο ποσοστό σε σχέση με αυτό που ήταν παλαιότερα.
Η λίμνη, η οποία διασχίζει τα σύνορα του Τσαντ, του Νίγηρα, της Νιγηρίας και του Καμερούν, έχει μειωθεί περαιτέρω σε μέγεθος εξαιτίας ανθρωπογενών δραστηριοτήτων.
Σχολιάζοντας τη σημασία του ευρήματός τους οι ερευνητές αναφέρουν, ότι τα αποξηραμένα υπολείμματα της λίμνης αποτέλεσαν την πλουσιότερη πηγή σκόνης στον κόσμο, λιπαίνοντας και γονιμοποιώντας τα τροπικά δάση του Αμαζονίου. Τα συμπεράσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences.
Πηγή: perierga.gr