Σε μια εποχή πού όλοι ισχυρίζονται ότι υπερασπίζονται τα δικαιώματα των μειονοτήτων, είναι απελπιστικό να ακούει κανείς την ανοησία  πως όποιος υπερασπίζεται τα δικαιώματα των δυσπραγούντων Ελλήνων της Κύπρου ή της Βορείου Ηπείρου ή του Καυκάσου, είναι Εθνικιστής και σωβινιστής.
 
Με αφορμή πρόσφατα γεγονότα στην  ΒΟΡΕΙΟ ΗΠΕΙΡΟ όπου στο στόχαστρο των ακραίων  αλβανικών  εθνικιστικών κύκλων έχουν περιέλθει και πάλιν οι επιφανείς Έλληνες διανοούμενοι της Βορείου Ηπείρου, κατατίθεται το σημερινό σημείωμα.
 
Οι επιθέσεις προέρχονται από τα ΜΜΕ, από Τσάμηδες πολιτικούς και Πανεπιστημιακούς κύκλους.
 
Η Ελληνική διπλωματική αποστολή στα Τίρανα και το Αργυρόκαστρο προέβη, κατόπιν εντολής του ΥΠΕΞ  Νίκου Κοτζιά, στις προβλεπόμενες ενέργειες, ενώ η Ευρωβουλευτής Ελένη Θεοχάρους  έχει ενημερώσει τους Ευρωβουλευτές Κνουτ Φλικενστάιν , εισηγητή για τις ενταξιακές της Αλβανίας και Ούλρικε Λούνατσεκ αρμόδια για ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα Δυτικά Βαλκάνια και εισηγήτρια της έκθεσης των ενταξιακών του Κοσσόβου για την συνέχιση της καταπίεσης της μειονότητας.  Θα συνεχίσουμε την προβολή του θέματος στο Ευρωπαϊκο Κοινοβούλιο.  Στην συνέχεια  καταθέτουμε  μια πολύ κατατοπιστική έκθεση της κατάστασης όπως έχει προετοιμαστεί από τον  Αθηναίο Δικηγόρο και ακτιβιστή Θαλή Καραγιαννόπουλο για την σημερινή κατάσταση στην Βόρειο Ήπειρο.
 
ΕΚΘΕΣΗ ΘΑΛΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
 
Το εδαφικό ζήτημα της Βορείου Ηπείρου (ΒΗ)  και το ζήτημα  της Ελληνικής κοινότητας στην Αλβανία τίθενται ιστορικά από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα,  εποχή όπου μετά από πιέσεις  της Αυστρίας και της Ιταλίας,  περιοχές  με ακμαίο Ελληνικό και Ελληνικής εθνικής συνείδησης  (Ελληνόφωνο, Αλβανόφωνο  και Βλαχόφωνο) πληθυσμό παραχωρούνται στο συσταθέν τότε  κράτος της Αλβανίας.
 
Ο Ελληνισμός της περιοχής αντιτάχθηκε  αποφασιστικά και συντονισμένα στην εξέλιξη αυτή και σχημάτισε κυβέρνηση με πρωτεύουσα το Αργυρόκαστρο, ενώ ο μαζικός αγώνας για αυτονομία, που διεξαγόταν  μέσα σε πολύ αντίξοες διεθνείς συνθήκες και  με σφοδρή   αντίθεση και  ρητή απαγόρευση της Κυβέρνησης του  Ελευθερίου  Βενιζέλου, κατέληξε  στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κερκύρας στις  17 Μαΐου  1914,  μετά από τις νίκες των Ηπειρωτικών στρατιωτικών σωμάτων και την αδυναμία της Αλβανίας να καταπνίξει την μαζική εξέγερση.
 
Με το Πρωτόκολλο αποδίδονταν δικαιώματα και ελευθερίες αυτοκυβέρνησης, παιδείας, θρησκείας, αστυνόμευσης και αυτοδιοίκησης στον Ελληνικό πληθυσμό.
 
 Το Πρωτόκολλο υπεγράφη αφ’ ενός από την  Βρετανία, την Γερμανία, την Αυστρία, την Γαλλία, την  Ρωσία, την Ιταλία και την  Αλβανία και   αφ’ ετέρου  από την Κυβέρνηση της Αυτονόμου Ηπείρου.
 
Ουδέποτε προβλέφθηκε λήξη ή καταγγελία του Πρωτοκόλλου από κάποιο μέρος, ως εκ τούτου το Πρωτόκολλο  εξακολουθεί να ισχύει.
 
Οι παραβιάσεις του Πρωτοκόλλου οδήγησαν στην προσφυγή της Ελλάδος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για το σχολικό ζήτημα, όπου η χώρα μας  δικαιώθηκε.
 
Το Βορειοηπειρωτικό παραμένει εξ άλλου άλυτο από το 1946, και εκκρεμεί ενώπιον του συμβουλίου υπουργών των νικητριών δυνάμεων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.  Παραπέμφθηκε προς επανεξέταση  μετά την σύναψη συνθήκης ειρήνης και  την επανένωση της Γερμανίας.
 
Μετά την πτώση του ολοκληρωτικού καθεστώτος στην Αλβανία, οι δημοκρατικές αλλαγές στην χώρα αυτή  υπήρξαν επιφανειακές και μόνον, ενώ συνεχίζεται και από το νέο καθεστώς ήπιας μορφής γενοκτονία του Ελληνικού πληθυσμού.
 
 Το κλίμα εκφοβισμού συνεχίζεται κατά καιρούς σε διάφορες περιοχές όπως πχ τα επεισόδια της Δερβιτσάνης, στην Δρόπολη, μετά τον ποδοσφαιρικό αγώνα Σερβίας-Αλβανίας τον Οκτώβριο του 2014. Οι πράκτορες των αλβανικών υπηρεσιών, συνεργαζόμενοι με μαφιόζους,  παρακολουθούν, καταγράφουν και εκφοβίζουν τον Ελληνικό και χριστιανικό πληθυσμό, θέτουν προσκόμματα στην παιδεία, σε ένα γενικευμένο κλίμα  καλλιεργούμενου αλβανικού εθνικισμού και αλυτρωτισμού με συνεχείς διεκδικήσεις Ελληνικών εδαφών.
 
Η καταφυγή στον σκληρό εθνικισμό χρησιμοποιείται και αξιοποιείται ως πλαίσιο αποπροσανατολισμού της χαμηλού μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου κοινής γνώμης και περιλαμβάνει  τρομοκράτηση, κακοποιήσεις και δολοφονίες Ελλήνων, που επιχειρούν να δραστηριοποιηθούν οικονομικά ή να υπερασπιστούν το δικαίωμα στην εθνική-θρησκευτική τους ταυτότητα. Υπάρχει ασφυκτικός έλεγχος της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής από το παρακράτος, το οποίο διατηρεί σταθερούς  διαύλους με κακοποιούς. Είναι γνωστό ότι 20 βουλευτές κατηγορούνται από υπηρεσίες της Ιντερπόλ για εγκληματικές δραστηριότητες, όπως πορνεία, εμπόριο ναρκωτικών και φόνους. Το εμπόριο ναρκωτικών διεξαγόταν μέχρι προ τίνος  με κέντρο  το Λαζαράτι, κωμόπολη που γειτνιάζει με τις Ελληνικές κοινότητες. Εσχάτως , η κερδοφόρα αυτή  επιχείρηση, φαίνεται να  ασκείται πλέον περισσότερο άμεσα και ελεγχόμενα από την κρατική κυβερνητική μαφία, με μικρότερο  ποσοστό κερδών για τους Λαζαρατινούς.
 
Απαγορεύεται η λειτουργία δημοσίων σχολείων σε περιοχές με πυκνό και συμπαγή Ελληνικό πληθυσμό όπως η   Χιμάρα και η  Κορυτσά και έτσι γίνεται ανεκτή μόνον η λειτουργία ιδιωτικών σχολείων, για τις πρώτες σχολικές τάξεις και αυτό μετά από ασφυκτικές πιέσεις της Ελληνικής πλευράς. Το μοναδικό τριτοβάθμιο ίδρυμα (Παιδαγωγική Σχολή Αργυροκάστρου)    απειλείται κάθε τόσο με κλείσιμο.
 
Σημειώνονται φόνοι μελών της Ελληνικής κοινότητας, με τελευταίο γνωστό κρούσμα την άγρια δολοφονία του νεαρού Αριστοτέλη Γκούμα στην Χιμάρα, επειδή μιλούσε στα Ελληνικά.
 
Σημειώνεται παρεμπόδιση της δραστηριότητος του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, ο οποίος τελεί ουσιαστικά σε κατάσταση μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας που θυμίζει τουρκοκρατία.
 
Το 2014 πραγματοποιήθηκαν, εν όψει των δημοτικών εκλογών που επρόκειτο να διεξαχθούν τον Ιούνιο,  αναγκαστικές συνενώσεις δήμων, που αφορούν άμεσα την Ελληνική κοινότητα, καθώς επιχειρείται η πληθυσμιακή αλλοίωση και ο στραγγαλισμός των δυνατοτήτων αναδείξεως Δημοτικών Αρχών και πολιτικών εκπροσώπων. Ιδίως στην περιοχή της Χιμάρας, όπου ο συμπαγής ελληνικός δήμος ενοποιείται με σειρά κωμοπόλεων και χωριών, όπως ο δήμος  Βρανίστι, και η  κωμόπολη Μπόρσι  που κατοικούνται από μουσουλμανικό πληθυσμό , με μόνο σκοπό τον έλεγχο μέσω του εποικισμού και στόχο  την πληθυσμιακή αλλοίωση, όπως ομολογείται ξεκάθαρα  από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Ράμα. Ο Ράμα  μιλάει και προβάλλει συνεχώς  την δημιουργία της «Νέας Χιμάρας», προκειμένου να απαλλαγεί από την επίμονη και ενοχλητική Ελληνική κοινότητα της περιοχής, που έχει μακρά ιστορία αυτοδιοίκησης. Και τούτο παρά το γεγονός ότι η Αλβανία, κατά την διάρκεια της Ελληνικής προεδρίας, έλαβε το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη στην Ε.Ε.  χώρας (25/6/14).
 
 Το ολοκληρωτικό καθεστώς του Εμβέρ Χότζα έπαψε αυθαιρέτως να αναγνωρίζει την Χιμάρα ως μειονοτική περιοχή από το 1945, όταν πρόκριτοι εκτελέστηκαν ή φυλακίσθηκαν, μεγάλο μέρος του γηγενούς  πληθυσμού, ιδίως των μεγάλων κωμοπόλεων (Χιμάρα, Δρυμάδες) εκτοπίστηκε στην Βόρειο και Κεντρική Αλβανία, η Ελληνική γλώσσα και παιδεία απαγορεύθηκε, ενώ έγινε εποικισμός από Αλβανούς, κυρίως στρατιωτικούς, αστυνομικούς και δημόσιους λειτουργούς του κομμουνιστικού καθεστώτος. Η αυθαίρετη αυτή συνένωση σήμερα επιχειρεί να αλλοιώσει τον χαρακτήρα, εθνικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό της περιοχής,  εναντίον των αποφάσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης.
 
Τα αθέμιτα οικονομικά συμφέροντα είναι τόσο μεγάλα, ώστε γίνεται συντονισμένη επιχείρηση, εδώ και χρόνια, αρπαγής και καταπάτησης περιουσιών, ιδίως παραθαλάσσιων, μέσω της επιλεκτικής εφαρμογής των διαφόρων επιλεκτικά  εφαρμοζομένων  νομοθετικών διατάξεων. Δεν θα ήταν υπερβολή  να λεχθεί ότι σε κάθε δημοτική εκλογή,  τα Τίρανα και η Χιμάρα μονοπωλούν το ενδιαφέρον του κράτους, του παρακράτους και των ΜΜΕ που ελεγχόμενα από επιχειρηματίες με παράνομες δραστηριότητες, υποκινούν τον ακραίο σωβινισμό και καλλιεργούν τον φανατισμό και την εχθρότητα προς οποιαδήποτε έκφραση διαφορετικότητας.
 
Έποικοι Κοσσοβάροι αρχίζουν ήδη να κτίζουν  αρχιτεκτονικά τερατουργήματα και ο βουλευτής-επιχειρηματίας Κώτσος Κοκδήμας, βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος, καταγόμενος από το Κηπαρό, το χωριό του πρώην διευθυντή της CIA, αλλά και καλού  Έλληνα Τζώρτζ Τέννετ ,  καταπατά ελληνικές  περιουσίες  μη λαμβάνοντας υπ όψιν κανένα νόμο.
 
 Οι Άγιοι Σαράντα, που ήταν  ένα Ελληνικό  ψαροχώρι 3.000 κατοίκων το 1920 έχει καταστεί σήμερα  οικολογικά και περιβαλλοντικά βεβαρημένη αλβανική μεγαλούπολη, εποικισμένη από Λιάπηδες και Τσάμηδες.
 
Η Ελληνική πολιτισμική κληρονομιά καταστρέφεται και λεηλατείται, η  Ελληνική γλώσσα και παιδεία διώκονται, η χρήση της Ελληνικής γλώσσας στις πινακίδες και στις δημόσιες υπηρεσίες στις περιοχές όπου ζει  η κοινότητα αποκλείονται και δεν υπάρχουν εκπομπές στα Ελληνικά στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Όλες οι ελληνικές επιγραφές αντικαθίστανται με αλβανικές.
 
Η ίδια κατάσταση εγκατάλειψης, λεηλασίας και αλλοίωσης της ιστορίας της περιοχής παρατηρείται στο μουσείο του Βουθρωτού, στον ναό του Απόλλωνα στην Απολλωνία (Φίερι) στην Φοινίκη και αλλού. Η πρόσφατη καταστροφή ναού στους Δρυμάδες της Χιμάρας, προκειμένου να κατασκευαστεί μνημείο καθολικού ιερωμένου, που επιχείρησε προσηλυτισμό των Ελλήνων κατοίκων στον καθολικισμό πριν από αιώνες, αποδεικνύει ότι η «σοσιαλιστική» εξουσία του Ράμα, με την ενθάρρυνση της Τουρκίας είναι διατεθειμένη να φθάσει  στα άκρα, δοκιμάζοντας τα όρια της Ελλάδος, η οποία πάντως αντέδρασε στην πρόκληση με σκληρή ανακοίνωση του Υπουργείου των Εξωτερικών (Αύγουστος 2015).
 
Η κατάπνιξη των δυνατοτήτων έκφρασης και εκπροσώπησης της Ελληνικής κοινότητας μέσω της αλλοίωσης και του ασφυκτικού ελέγχου παρατηρείται επίσης στον νεοσύστατο δήμος Τσαμουριάς που περιλαμβάνει ελληνικά χωριά, ενώ η κωμόπολη Τσούκα εντάχθηκε  στον δήμο Αγ. Σαράντα, όπου κυριαρχεί πλέον ο πληθυσμός των εποίκων.
 
Αμφισβητείται έντονα η δημοκρατικότητα των εκλογών και ειδικά των δημοτικών εκλογών, ειδικά  στις περιοχές όπου ζει η Ελληνική κοινότητα.
 
 Η έλλειψη ανεξαρτησίας και δικαιοσύνης είναι προφανής, ενώ δικαστές,  αστυνομικοί και άλλοι δημόσιοι λειτουργούν, αιρετοί ή διορισμένοι, χρηματίζονται και δεκάζονται.
 
Παρά τις υποκριτικές υποσχέσεις της Αλβανικής Κυβέρνησης   προς ξένες κυβερνήσεις και οργανισμούς, το περιουσιακό αποτελεί σοβαρότατη εκκρεμότητα, που παραλύει την  κοινωνική και οικονομική ζωή. Η Αλβανία αρνείται στην πράξη και παρεμποδίζει την επιστροφή όλων των δημευμένων από το καθεστώς Χότζα περιουσιών, εκκλησιαστικών, κοινοτικών και ιδιωτικών. Αρωγό στις αυθαιρεσίες και καταπατήσεις από τους ισχυρούς και τους «ημετέρους» βρίσκουν οι παράνομοι την κατ’ επίφαση αλβανική δικαιοσύνη, τους εκπροσώπους της «αυτοδιοίκησης» και τους «κρατικούς λειτουργούς»  της πολεοδομίας,  οι οποίοι δεν είναι μόνιμοι αλλά αλλάζουν με την αλλαγή των κυβερνήσεων, για ευνόητους λόγους.
 
Οι περιουσίες, δημευθείσες από τα κομμουνιστικά καθεστώτα σε όλη την  Ανατολική Ευρώπη  είχαν από το 1993 επιστραφεί κατά κανόνα στους νόμιμους ιδιοκτήτες. Στην Αλβανία αυτό δεν έχει ακόμη γίνει, ενώ θεσπίζονται διάφοροι αντιφατικοί και ακατανόητοι νόμοι, που εφαρμόζονται κατά το δοκούν. Η πολυνομία και η αντιφατικότητα του υποτιθεμένου νομικού πλαισίου καθιστά ευχερή την αυθαιρεσία, την καταπάτηση, όπως βολεύει τους εκλεκτούς της παρακρατικής μαφίας, επιχειρηματίες με τις παράνομες δραστηριότητες. Δικαστήρια  ή όργανα τοπικής αυτοδιοίκησης εκδίδουν  εφαρμόζουν την νομοθεσία κατά το δοκούν και αναγνωρίζουν περιουσιακά και ιδιοκτησιακά δικαιώματα κατόπιν χρηματισμού.
 
Η νομική αβεβαιότητα οδηγεί σε ομηρία, αυθαιρεσίες, καταπατήσεις και εξαρτήσεις, η μη καταγραφή της περιουσίας διευκολύνει την έκδοση διαβλητών δικαστικών αποφάσεων, με δραστήριο και ύποπτο τον ρόλο των δημοτικών και κοινοτικών αρχών.
 
Ο προαναφερθείς Κώτσο Κοκδήμας, βουλευτής Αυλώνος και συντονιστής στην  ανέγερση πολυωρόφων   πολυκατοικιών, κατά παράβαση του ισχύοντος -υποτίθεται -πολεοδομικού κανονισμού και στην αυθαίρετη αρπαγή και οικειοποίηση περιουσιών καταγγέλθηκε για ασυμβίβαστο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας με το βουλευτικό του αξίωμα. Αν και είναι βουλευτής πήρε 300 περίπου εργολαβίες κατά την διάρκεια της θητείας του, ενώ διαθέτει και όμιλο ΜΜΕ. Η αλβανική βουλή αρνήθηκε να προχωρήσει σε άρση της   βουλευτικής του ασυλίας. Σε όλη την περιοχή της μειονότητας, ιδίως στην παραλιακή ζώνη από τα Ελληνικά σύνορα μέχρι τα όρια του δήμου Χιμάρας (Γράμματα), αλλά και στην Άρτα-Σβερνέτσι πλησίον του Αυλώνα, σημειώνεται μια εκτεταμένη και ενορχηστρωμένη κρατικά παραβίαση των δικαιωμάτων της Ελληνικής κοινότητας με κύριες αιχμές την στέρηση των δικαιωμάτων έκφρασης, παιδείας, γλώσσας και περιουσίας.
 
Το σημερινό καθεστώς ακολουθεί και διαιωνίζει την πρακτική του ολοκληρωτικού καθεστώτος, με την αυθαίρετη οριοθέτηση μειονοτικών ζωνών.
 
Το ποσοστό αξιωματικών, στρατιωτικών, διπλωματών, δικαστών κλπ.  είναι μηδαμινό, σε σχέση με το ποσοστό του πληθυσμού της κοινότητας.
 
Συνεχίζεται και εντατικοποιείται ο εποικισμός από πληθυσμούς προερχόμενους από την βόρειο Αλβανία και το Κοσσυφοπέδιο.
 
Η πληθυσμιακή αλλοίωση, που αποτελεί μεσοπρόθεσμο σχέδιο του Αλβανικού κράτους και παρακράτους διευκολύνεται και από τις άπειρες και αυθαίρετες γραφειοκρατικές δυσκολίες που πρακτικά οδηγούν στην άρνηση του δικαιώματος επανεγγραφής στα ληξιαρχεία και στους εκλογικούς καταλόγους παλαιών εκτοπισμένων, με την «αιτιολογία» ότι δεν έχουν περιουσία ή σπίτι εγγεγραμμένο στο υποθηκοφυλακείο της περιοχής καταγωγής.  Παραβλέποντας θρασύτατα ότι ουσιαστικά και πρακτικά κανείς Αλβανός πολίτης δεν έχει περιουσία νομίμως μετεγγραμμένη στα υποθηκοφυλακεία. Αντιθέτως οι ενδιαφερόμενοι αλβανικής καταγωγής εγγράφονται αμέσως χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις της υποτιθέμενης νομοθεσίας, διευκολύνοντας έτσι το σχέδιο πληθυσμιακής αλλοιώσεως.
 
Ο σταδιακός  εκτοπισμός της Ελληνικής κοινότητας  από τα αστικά κέντρα του νότου, όπου παραδοσιακά επικρατούσε επί αιώνες (Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα, Δέλβινο, Κορυτσά κλπ.)  στέρησε την κοινότητα   από την αστική και μικροαστική  τάξη, από τους  επιστήμονες, τους  επαγγελματίες και διανοουμένους της,  περιορίζοντάς την στα χωριά και στις κωμοπόλεις, υπό τον ασφυκτικό κλοιό των αρχών και των εποίκων.
 
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στην δημοσιότητα η Ομόνοια το 2013, τα μέλη της Ελληνικής κοινότητας στη Αλβανία είναι 286.852.
 
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι έχουν αποδοθεί από τις Ελληνικές αρχές 260.000 περίπου Ειδικά Δελτία Ταυτότητας Ομογενούς (ΕΔΤΟ) ενώ έχει απονεμηθεί η Ελληνική υπηκοότητα μέχρι σήμερα σε περίπου 120.000 μέλη της Ελληνικής κοινότητας της Αλβανίας.
 
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η πρόσφατη αναγνώριση στην Αλβανία της ιδιότητα της υποψήφιας προς ένταξη στην Ε.Ε., δημιουργεί ή θα έπρεπε τουλάχιστον να δημιουργεί  επιπρόσθετες υποχρεώσεις έναντι των μειονοτήτων της, πολύ περισσότερο που σημαντικό τμήμα των Ελλήνων υπηκόων της είναι ταυτοχρόνως και Έλληνες πολίτες και ως εκ τούτου πολίτες της ΕΕ.
 
Η Ελένη Θεοχάρους είναι Ευρωβουλευτής και ο Θαλής Καραγιαννόπουλος είναι Δικηγόρος Αθηνών
 
Tα σχόλια αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι αυτή του Sigmalive.com