Την απαρχή μιας έντονης περιόδου αβεβαιότητας σηματοδότησε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Ιταλία. Αναπόφευκτη είναι -όπως όλα δείχνουν- η πολιτική και οικονομική αστάθεια στη χώρα, ενώ ουδείς είναι σε θέση αυτήν την ώρα να προβλέψει τις συνέπειες της ιταλικής απόφασης και για το σύνολο της Ευρωζώνης.
 
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το "ΟΧΙ" των Ιταλών, σε πολιτικό επίπεδο ανοίγει τον δρόμο της εξουσίας στους ευρωσκεπτικιστές. Ο πρωτεργάτης του "ΟΧΙ", ο Μπέμπε Γκρίλο και επικεφαλής του λαϊκιστικού κινήματος των Πέντε Αστέρων, προανήγγειλε δημοψήφισμα για παραμονή ή έξοδο της Ιταλίας από το ευρώ.
 
Tα επικρατέστερα σενάρια μετά την παραίτηση Ρέντσι
 
Απομακρυσμένο θεωρείται αυτήν την ώρα το σενάριο πρόωρων εκλογών. Οι πληροφορίες κάνουν λόγο για αντικατάσταση του Ματέο Ρέντσι με τον υπουργό Οικονομικών και σχηματισμό τεχνοκρατικής κυβέρνησης, η οποία πιο εύκολα θα λάβει και οδυνηρές αποφάσεις στο μέτωπο της οικονομίας.
 
Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για αντικατάσταση του πρωθυπουργού, είτε και σχηματισμό τεχνοκρατικής κυβέρνησης, έργο της θα είναι η ψήφιση του προϋπολογισμού για το 2017 και η αλλαγή του εκλογικού νόμου. Και ακολούθως εκλογές.
 
Τη μεγαλύτερη απειλή συνιστά το τραπεζικό σύστημα της Ιταλίας 
 
Οι ανησυχίες επικεντρώνονται στις ιταλικές τράπεζες και ειδικότερα στην τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας, την Μόντε Ντι Πάτσι, η οποία αναζητεί εναγωνίως 5 δισεκατομμύρια για να ανακεφαλαιοποιηθεί. Η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης της μένει κυριολεκτικά μετέωρη, καθώς έντονοι είναι οι φόβοι για απόσυρση επενδυτών από την ανακεφαλαιοποίηση της. Μέχρι στιγμής έχουν ανευρεθεί μόλις 650 εκ. από τα 5 δις.
 
Αποτυχία στην ανακεφαλαιοποίηση της Μόντε Ντι Πάτσι, εμπεριέχει τον ορατό πλέον κίνδυνο μετάδοσης του προβλήματος σε άλλες εφτά μικρότερες ιταλικές τράπεζες, αλλά ακόμη και στη μεγαλύτερη σε μέγεθος UniCredit, η οποία αναζητεί 13 δις κεφάλαια.
 
Εκτοξεύεται το δημόσιο χρέος της Ιταλίας 
 
Η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης και η δεύτερη μεγαλύτερη βιομηχανία μετά τη γερμανική, παραπαίουν. Οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 25%, ενώ η παραγωγή ηλεκτρικών συσκευών μειώθηκε κατά 50%  και ηλεκτρονικών υπολογιστών, ειδών ένδυσης και υφασμάτων πάνω από 30%. 
 
Η ιταλική οικονομία ουσιαστικά δεν αναπτύσσεται. Η πρόβλεψη για το 2017 είναι ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι αναιμικός της τάξης του 0,9%. Βεβαίως, αυτό που πολλοί χαρακτηρίζουν ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της Ευρώπης είναι το μη βιώσιμο δημόσιο χρέος της χώρας το οποίο φθάνει τα €2,5 τρις και αντιπροσωπεύει το 133% του ΑΕΠ.
 
Η ανεργία είναι επίσης υψηλή στο 12%, ενώ η Ιταλία έχει την υψηλότερη ανεργία νέων στο 37%. Το μεγάλο καρκίνωμα είναι στον τραπεζικό τομέα, όπου τα "κόκκινα" δάνεια φθάνουν τα €300 - €380 δις. Μάλιστα, οι μέχρι στιγμής υπολογιζόμενες κεφαλαιακές ανάγκες του τραπεζικού συστήματος ανέρχονται στα €40 δις.
 
Ανέφικτη η κρατική στήριξη
 
Δύσκολη έως ανέφικτη είναι η κρατική στήριξη. Η μόνη στήριξη μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κάτι που δεν απέκλεισε σήμερα ο Διοικητικός της Σύμβουλος, Έβαλντ Νοβότνι, προϋποθέτει την ένταξη της Ιταλίας σε μνημόνιο. Η δε κρατική διάσωση των τραπεζών προϋποθέτει προηγουμένως "κούρεμα" ομολογιούχων και καταθετών.
 
Δεν είναι τυχαίο που το απόγευμα οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών επιχείρησαν να κατευνάσουν τις ανησυχίες για το ιταλικό δημοψήφισμα. Γαλλικές και Γερμανικές τράπεζες, κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα, καθώς οι πρώτες είναι εκτεθειμένες με επενδύσεις 278 δις στις ιταλικές τράπεζες και οι γερμανικές με 90 δις. Παράλληλα, μικροεπενδυτές έχουν στις ιταλικές τράπεζες ομόλογα αξίας πέραν των 200 δις.
 
Σύμφωνα με τον αναλυτή Γιάννο Χαραλαμπίδη οι εξελίξεις στην Ιταλία, έχουν παγιδεύσει τους Ευρωπαίους, καθώς οι τράπεζες στην Ιταλία χρειάζονται χρήματα για ανακεφαλαιοποίηση και σε περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με ένα bail-in, τότε θα μιλάμε για ενίσχυση της δύναμης του Πέπε Γκρίλλο στην Ιταλία, κάτι που δεν ευνοεί την ΕΕ.
 
Από την άλλη ο ΥΠΟΙΚ της Ιταλίας, δεν παρουσιάστηκε στο σημερινό Eurogroup, γεγονός που αφήνει την Ιταλία ένα βήμα πίσω σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες. Ταυτόχρονα παρατηρήθηκε πτώση του Ευρώ ενώ παράλληλα υπάρχει αύξηση στις τιμές του πετρελαίου, γεγονός που δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τις οικονομίες των Ευρωπαϊκών βιομηχανιών και κατ' επέκταση των χωρών της ΕΕ.