Σε «πλήρη και τελικό» εξωδικαστικό συμβιβασμό με τη βρετανική κυβέρνηση κατέληξαν οι 33 αγωνιστές της ΕΟΚΑ που διεκδικούσαν αποζημίωση για τους βασανισμούς που υπέστησαν από την αποικιοκρατική δύναμη την περίοδο του Απελευθερωτικού Αγώνα 1955-59.
Δικαιωμένοι οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ για την αποζημίωση από βρετανία
Η συμφωνία γνωστοποιήθηκε το απόγευμα και αναμένεται να επισημοποιηθεί με γραπτή δήλωση στη Βουλή των Κοινοτήτων από τον υπουργό Εξωτερικών Τζέρεμι Χαντ.
Όπως σημειώνεται στη δήλωση της βρετανικής κυβέρνησης, «η ρύθμιση αυτή δεν αποτελεί οποιαδήποτε αναγνώριση ευθύνης, ούτε και προηγούμενο σχετικά με οποιεσδήποτε μελλοντικές απαιτήσεις κατά της κυβέρνησης: το πέρασμα του χρόνου σημαίνει πως δεν είναι πλέον δυνατό να διακριβωθούν όλα τα γεγονότα με βεβαιότητα. Η κυβέρνηση έχει συμβιβαστεί στην υπόθεση προκειμένου να βάλει ένα τέλος σε αυτή τη δίκη, να αποφύγει την περαιτέρω αύξηση του κόστους και για να επικεντρωθεί πλήρως στο μέλλον των σχέσεών της με την Κύπρο».
Η δήλωση αναφέρει ότι με την κατάληξη σε αυτό τον συμβιβασμό, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου «επαναβεβαιώνει τον μέγιστο σεβασμό της στη μνήμη και τη θυσία Βρετανών και Κυπρίων μελών των ενόπλων δυνάμεων και υπαλλήλων του Στέμματος οι οποίοι έδωσαν τη ζωή τους, έχασαν μέλη των οικογενειών τους ή αγαπημένα τους πρόσωπα ή οι ζωές τους υπέστησαν μόνιμη απορρύθμιση κατά τη διάρκεια της περιόδου Έκτακτης Ανάγκης».
Επίσης, η δήλωση «αναγνωρίζει τις ισχυρές απόψεις πολλών Κυπρίων για την περίοδο Έκτακτης Ανάγκης» και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «αποτελεί λυπηρό γεγονός για τη βρετανική κυβέρνηση το ότι της μετάβασης της Κύπρου από τη βρετανική διοίκηση στην ανεξαρτησία προηγήθηκαν πέντε χρόνια βιαιοπραγιών και απώλειας ζωών, με συνέπειες για όλους τους κατοίκους του νησιού».
Η δήλωση τονίζει τη σημασία των μαθημάτων του παρελθόντος και επισημαίνει ότι σήμερα οι δύο χώρες μοιράζονται μια σχέση φιλίας και στενής συνεργασίας, η οποία εκτείνεται σε ένα ευρύ δίκτυο αμυντικών, διαπροσωπικών, επιχειρηματικών, διοικητικών, πολιτιστικών και εκπαιδευτικών σχέσεων.
«Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επαναβεβαιώνει την αφοσίωσή της στην οικοδόμηση μιας σύγχρονης σχέσης με την Κύπρο, που να βασίζεται στις κοινές αξίες του αμοιβαίου σεβασμού και της πλήρους ισότητας», προσθέτει.
Η δικαστική υπόθεση χρονολογείται από τον Ιούλιο του 2015, όταν οι αρχικά 35 αγωνιστές κατέθεσαν την αγωγή στα βρετανικά δικαστήρια.
Ο Ύπατος Αρμοστής Στίβεν Λίλι δήλωσε: «Ο συμβιβασμός αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο στη διμερή μας σχέση. Γνωρίζω πως υπάρχουν ισχυρές απόψεις για τα τελευταία χρόνια της βρετανικής κυριαρχίας στην Κύπρο. Αναγνωρίζουμε και σεβόμαστε αυτές τις απόψεις. Όμως τώρα πρέπει να δούμε το μέλλον. Οι σχέσεις Ηνωμένου Βασιλείου-Κύπρου είναι στο ψηλότερο επίπεδό τους και υπάρχει χώρος για επέκταση αυτών των δεσμών ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι αφοσιωμένο στην οικοδόμηση μιας σύγχρονης σχέσης με την Κύπρο, η οποία να βασίζεται στις κοινές αξίες του αμοιβαίου σεβασμού και της πλήρους ισότητας».
Σύμφωνα με την εφημερίδα Metro του Λονδίνου, που επικαλείται τους Βρετανούς δικηγόρους των 33 αγωνιστών, η αποζημίωση που θα λάβουν με βάση τον διακανονισμό ανέρχεται συνολικά σε 1 εκ. λίρες.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα της σελίδα Metro, οι δικηγόροι των ενάγοντων δημοσίευσαν σήμερα σε ανακοίνωση, ανέφεραν μεταξύ άλλων: Η KJ Conroy & Co είναι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσει ότι η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου έχει διευθετήσει (χωρίς την αναγνώριση ευθύνης) την απαίτηση που είχαν εναντίον τους 33 Ελληνοκύπριοι στο ακαθάριστο ποσό των £ 1 εκατομμυρίων , με κόστος που θα εκτιμηθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα για τους ενάγοντες που φέρνει μία κατάληξη σε μια μακρόχρονη διαμάχη. Κατά τη διάρκεια της δίκης, τέσσερις από τους ενάγοντες απεβίωσαν και τέσσερις ακόμα δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν την κατάσταση. Οι υπόλοιποι ενάγοντες είναι όλοι πολύ ηλικιωμένοι και, εάν η διαμάχη είχε συνεχιστεί για πολύ μεγαλύτερο διάστημα, πολύ λίγοι από αυτούς θα μπορούσαν να πάρουν την αποζημίιωση από τον διακανονισμό. Το αίτημα δεν θα τίθεται υπό αμφισβήτηση τώρα και το ερώτημα για το τι πραγματικά συνέβη στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της περιόδου 55-59 και για το ποιος ήταν υπεύθυνος θα αφεθεί στην κρίση των ιστορικών και όχι του δικαστή.