Σε μια δημόσια καταγγελία προχώρησε η Αναστασία Παπαδοπούλου, μέσω του λογαριασμού της στο facebook.
Η Πρόεδρος του Συμβουλίου «Φωνή» περιγράφει στην άναρτησή της ότι θύμα σεξουαλικής κακοποίησης είναι από σήμερα αντιμέτωπη ξανά με τον άνθρωπο που την κακοποίησε σεξουαλικά. «Το θύμα (ενήλικη σήμερα) άκουσε τους εορτασμούς επιστροφής του θύτη της στη γειτονιά. Και τώρα τρέμει την ώρα που θα κυκλοφορήσει και θα τον δει μπροστά της. Κανένας δεν την ενημέρωσε. Κανένας δεν την προστάτεψε για ακόμη μια φορά», αναφέρει μεταξύ άλλων.
Αυτούσια η ανάρτησή της:
«Εδώ και κάποια χρόνια παλεύουμε για να περάσει το μήνυμα της αναγκαίας αλλαγής νοοτροπίας όσον αφορά τα σεξουαλικά αδικήματα κατά ανηλίκων, κατακρίνουμε τις συχνά ανεπαρκείς ποινές και καλούμε σε συστράτευση όλη την κοινωνία για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.
Η Εθνική Στρατηγική ήταν ή έπρεπε να είναι η δήλωση από μέρους του Κράτους ότι υπάρχει κοινό μέτωπο, κοινός στόχος, κοινή μάχη.
Χθες ενημερώθηκα για μια πολύ πρόωρη αποφυλάκιση καταδικασθέντος για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών με Προεδρική χάρη. Πέραν της, κατ’ εμένα, λανθασμένης απόφασης (τουλάχιστον όσον αφορά τα μηνύματα που το ίδιο το Κράτος θέλει να στείλει) για παραχώρηση Προεδρικής χάρης σε καταδικασθέντα για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, με αυτό τον τρόπο παρακάμφθηκε η διαδικασία με την οποία τίθενται υπό εποπτεία οι καταδικασθέντες για παιδεραστία.
Η νομοθεσία προσφέρει ή μάλλον στην ουσία της απαιτεί, οι αποφυλακισθέντες να τίθενται υπό εποπτεία, ώστε να μην ξανα-αδικοπραγήσουν. Ώστε να μην μπορούν να ξαναπροσεγγίσουν το θύμα τους και για να μην μπορούν να καταστήσουν άλλα παιδιά νέα θύματα.
Σε αυτή την περίπτωση παρακάμφθηκε η διαδικασία. Το Δικαστήριο δεν επέβαλε την εποπτεία στην ποινή, η Αρχή Εποπτείας ουδέποτε ενημερώθηκε για την πρόωρη αποφυλάκιση. Κανένα περιοριστικό ή προστατευτικό μέτρο δεν έχει επιβληθεί.
Το αποτέλεσμα; Το θύμα (ενήλικη σήμερα) άκουσε τους εορτασμούς επιστροφής του θύτη της στη γειτονιά. Και τώρα τρέμει την ώρα που θα κυκλοφορήσει και θα τον δει μπροστά της. Κανένας δεν την ενημέρωσε. Κανένας δεν την προστάτεψε για ακόμη μια φορά.
Για 4 χρόνια στην παιδική της ηλικία βρισκόταν υπό τον αρρωστημένο ψυχολογικό έλεγχο του θύτη και της (κατά το ίδιο το Δικαστήριο) ενεργής συνεργού στο αδίκημα, της συζύγου του, και κανένας δεν την προστάτεψε ούτε τότε.
Η ίδια με βοήθεια άλλων μίλησε, έφτασε στο Δικαστήριο. Πέρασε άλλα τόσα στη δίκη, επειδή της είπαμε σπάσε τη σιωπή σου και θα είμαστε εκεί ως κράτος και ως κοινωνία.
Η σύζυγος, η οποία είχε ενεργή εμπλοκή στην κακοποίηση, ουδέποτε κατηγορήθηκε από τη Νομική Υπηρεσία. Εργοδοτείται ακόμη και σήμερα σε σχολείο. Η αντίδραση κάποιων δεν ήταν αρκετή και πάλι για να επιβάλει τα αυτονόητα.
Σήμερα δεν νιώθω το κοινό μέτωπο, τον κοινό στόχο, την κοινή μάχη. Νιώθω πολλά άλλα, τα οποία θα συγκρατηθώ να μην εκφράσω εδώ.
Αλλά ό,τι και να νιώθουμε εμείς, ας σκεφτούμε λίγο πώς ένιωσε αυτή που άκουσε τη γιορτή επιστροφής. Και πώς νιώθει κάθε στιγμή που στέκεται στην πόρτα και σκέφτεται αν θα τολμήσει να βγει έξω.
Και μακάρι να μην υπάρξουν άλλα θύματα εκεί. Αναρωτιέμαι, όμως, αν υπάρξουν, πώς θα νιώσουν κάποιοι;».