Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας – Αμμοχώστου με σημερινή απόφαση του απάλλαξε τον Μάριο Λοΐζου και τη σύζυγο του, Σωτήρα Γεωργίου, από κατηγορία που αντιμετώπιζαν και που αφορούσε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Το ζεύγος είχε συλληφθεί στις 28 Ιανουαρίου 2016 μετά από καταγγελίες πολιτών στην Αστυνομία ότι είχαν κλαπεί μεγάλα χρηματικά ποσά από θυρίδες που διατηρούσαν σε υποκαταστήματα της Τράπεζας Κύπρου και της ΣΠΕ Αλληλεγγύης στη Λάρνακα. Συγκεκριμένα, οι Λοϊζου και Γεωργίου κατηγορούνταν ότι μεταξύ των ημερομηνιών 16/3/2015 – 22/1/2016, απέκτησαν περιουσία αξίας 313,897 ευρώ, ενώ γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι αυτή αποτελούσε έσοδο από την διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος.
Στην απόφασή του, το Κακουργιοδικείο ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια εκδίκασης της υπόθεσης και αφού ακούστηκαν ενώπιον του πέντε μάρτυρες κατηγορίας και καταχωρήθηκαν ορισμένα παραδεκτά γεγονότα, το Δικαστήριο ήγειρε θέμα κατά πόσον η κατηγορία όπως είναι διαμορφωμένη αποκαλύπτει ποινικό αδίκημα.
Το Σώμα αναφέρθηκε στις θέσεις της Κατηγορούσας Αρχής και του συνηγόρου υπεράσπισης των κατηγορουμένων, σημειώνοντας πως ακούστηκαν με προσοχή όσα αναφέρθηκαν και από τις δύο πλευρές.
Σημειώνει ότι "δεδομένου πως στην παρούσα υπόθεση η Κατηγορούσα Αρχή επέλεξε να καταχωρήσει κατηγορία μόνο για τη νομιμοποίηση εσόδων, χωρίς την αντίστοιχη κατηγορία για γενεσιουργό αδίκημα, όπως είχε κάθε δικαίωμα να πράξει, το ερώτημα είναι αν θα πρέπει το γενεσιουργό αδίκημα να κατονομάζεται στις λεπτομέρειες του αδικήματος.
Αναφέρεται επίσης ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου που ίσχυαν κατά τον επίδικο χρόνο, ουσιαστικό στοιχείο του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων είναι η περιουσία να αποτελεί έσοδο, το οποίο όμως, θα πρέπει να προέρχεται από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος. Προστίθεται ακόμα ότι «δεν είναι κάθε ποινικό αδίκημα που αποτελεί, σύμφωνα με το Νόμο, γενεσιουργό αδίκημα».
Στη απόφασή του το Κακουργιοδικείο σημειώνει πως κατά τη διάρκεια της δίκης ο συνήγορος υπεράσπισης του ζεύγους είχε ζητήσει από την Κατηγορούσα Αρχή «καλύτερες λεπτομέρειες» για το συγκεκριμένο αδίκημα, ωστόσο πέρασε χρόνος και η Κ. Α., «ακόμα όταν ηγέρθη το θέμα από το Δικαστήριο, δεν επεδίωξε να δοθούν οι όποιες λεπτομέρειες ζητήθηκαν από τους κατηγορουμένους, εμμένοντας σταθερά στη θέση ότι δεν απαιτείται η απόδειξη γενεσιουργού αδικήματος».
Αναφέρεται επίσης πως «η μη καταγραφή και αναφορά του γενεσιουργού αδικήματος στις λεπτομέρειες της κατηγορίας δημιουργεί ανυπέρβλητο κενό ως προς το κατά πόσο το γενεσιουργό αδίκημα τιμωρείται με ποινή φυλάκισης πέραν του ενός έτους ή αφορά αδίκημα χρηματοδότησης τρομοκρατίας ή διακίνησης ναρκωτικών, ώστε να παρέχει υπόσταση στην κατηγορία αλλά και να αποκαλύπτει και να στοιχειοθετεί το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων».
Το Κακουργιοδικείο σημειώνει πως «το ουσιαστικότερο θέμα που είναι καταλυτικό, είναι η ουσία του πράγματος», δηλαδή «ότι το παρουσιαζόμενο ζήτημα δεν αφορά ελαττωματικότητα ή ανεπάρκεια του κατηγορητηρίου, ή ακόμα παροχή ελλιπών λεπτομερειών, ώστε να μπορούσε να διασωθεί δια της έκδοσης ανάλογης διαταγής του Δικαστηρίου. Το ζήτημα είναι δικαιοδοτικό».
Σύμφωνα με την απόφαση, «η μη αποκάλυψη κατηγορίας και η κατ’ επέκταση έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου που διαπιστώνεται στην όψη του κατηγορητηρίου, δεν μπορεί να διασωθεί με οποιοδήποτε τρόπο, αφού η έλλειψη δικαιοδοσίας ενυπάρχει εξ υπαρχής από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου. Το θέμα κρίνεται στην όψη του πράγματος, χωρίς περαιτέρω εξήγηση, αν δηλαδή οι πράξεις και ενέργειες που καταλογίζονται στον κατηγορούμενο, θα μπορούσαν, αν αποδειχθούν, να υποστηρίξουν την καταδίκη του επί της προσαφθείσας κατηγορίας. Δεν μπορεί συνεπώς, το Δικαστήριο, ενώ δεν έχει δικαιοδοσία να αναλάβει δικαιοδοσία προς έκδοση οδηγιών ή άλλων διαταγμάτων».
Στην απόφασή του, το Κακουργιοδικείο σημειώνει ότι δεν είναι αρκετό η κατηγορία «να αναφέρεται γενικώς και αορίστως σε διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος. Το αδίκημα θα πρέπει να αναφέρεται και να εξειδικεύεται, για να διαφανεί αν πράγματι είναι αδίκημα από εκείνα που καθορίζονται στο Αρθρο 5 του Νόμου ως γενεσιουργά αδικήματα, που το καθιστά, κατά νομοθετική επιταγή, ως ένα εκ των συστατικών στοιχείων της κατηγορίας της νομιμοποίησης εσόδων, ώστε να παρέχει δικαιοδοσία στο Δικαστήριο για εκδίκαση της κατηγορίας».
Κατά συνέπεια, καταλήγει η απόφαση του Σώματος, «οι κατηγορούμενοι θα πρέπει να απαλλαγούν και ως εκ τούτου απαλλάσσονται από την κατηγορία που αντιμετωπίζουν», δηλαδή της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Πηγή: ΚΥΠΕ