Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επέβαλε σήμερα ποινή άμεσης φυλάκισης τριών ετών στον πατέρα της Έφης Ηροδότου, Ηρόδοτο, και 18 μήνες στην μητέρα της, Νίτσα, οι οποίοι είχαν κριθεί ένοχοι σε πέντε κατηγορίες αναφορικά με τα αδικήματα της πρόκλησης σε ψευδορκία, της υποκίνησης μάρτυρα σε ψευδή μαρτυρία, της πλαστογραφίας εγγράφου, της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και της χρήσης πλαστού αποδεικτικού στοιχείου.
 
Στον Ηρόδοτο Ηροδότου, το Δικαστήριο επέβαλε ποινές άμεσης φυλάκισης 3 ετών για τα αδικήματα της πρόκλησης σε ψευδορκία και της χρήσης πλαστού αποδεικτικού στοιχείου και 18 μηνών για τα αδικήματα της υποκίνησης μάρτυρα σε ψευδή μαρτυρία και της πλαστογραφίας εγγράφου. Το Δικαστήριο δεν επέβαλε καμία ποινή για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου ενόψει της ποινής που επιβλήθηκε για το αδίκημα της χρήσης πλαστού αποδεικτικού στοιχείου.
 
Στην Νίτσα Ηροδότου, το Δικαστήριο επέβαλε ποινές άμεσης φυλάκισης 18 μηνών για τα αδικήματα της πρόκλησης σε ψευδορκία και της χρήσης πλαστού αποδεικτικού στοιχείου και 9 μηνών για τα αδικήματα της υποκίνησης μάρτυρα σε ψευδή μαρτυρία και της πλαστογραφίας εγγράφου. Το Δικαστήριο δεν επέβαλε καμία ποινή για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου ενόψει της ποινής που επιβλήθηκε για το αδίκημα της χρήσης πλαστού αποδεικτικού στοιχείου.
 
Οι ποινές που επιβλήθηκαν συντρέχουν ενώ το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του συνηγόρου τους για αναστολή της ποινής τους. «Δεν υπάρχει οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να δικαιολογούσε την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του υπέρ της αναστολής της εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί. Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ο διαφορετικός ρόλος των Κατηγορουμένων 1 και 2 στη διάπραξη των αδικημάτων, στοιχείο το οποίο και αντικατοπτρίζεται στο ύψος των ποινών που έχουν επιβληθεί, δεν μεταβάλλει, όμως, η μικρότερη εμπλοκή της Κατηγορούμενης 2, την βασική μου προσέγγιση ότι δεν υπάρχουν στην προκειμένη περίπτωση ουσιώδη στοιχεία που να συνηγορούν στην αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης», σημειώνει στην απόφαση του το Δικαστήριο.
 
Σύμφωνα με την απόφαση «τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης δεδομένης της σοβαρότητας των περιστατικών της υπόθεσης και της φύσης των επίδικων αδικημάτων θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα γι΄ αυτού τους είδους τις συμπεριφορές και θα υπονόμευε τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της επιβληθείσας ποινής».
 
Το Δικαστήριο αποφάσισε όπως «η περίοδος έκτισης των ποινών να μειωθεί κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι κατηγορούμενοι παρέμειναν υπό κράτηση σε σχέση με την υπόθεση, δηλαδή από 24/1/2017».
 
Η Επαρχιακός Δικαστής Γ. Πετάση – Κορφιώτη αναφέρει στην απόφασή της ότι «τα αδικήματα τα οποία διέπραξαν οι κατηγορούμενοι είναι ιδιαίτερα σοβαρά, στοιχείο που προκύπτει και από τις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές».
 
Αναφέρει συγκεκριμένα ότι «το αδίκημα της πρόκλησης σε ψευδορκία (όπως και αυτό της ψευδορκίας) πλήττει όχι μόνο το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης αλλά και αυτήν καθ’ εαυτή τη Δημοκρατία, ουσιαστικός πυλώνας της οποίας είναι η ύπαρξη αποτελεσματικού συστήματος δικαιοσύνης. Τα Δικαστήρια βρίσκονται σε μια αέναη αναζήτηση της αλήθειας ως προς το πραγματικό υπόβαθρο της κάθε υπόθεσης (όπου αυτό δεν είναι παραδεκτό στο συζητητικό σύστημα) και η διακρίβωση των πραγματικών γεγονότων μιας υπόθεσης αποτελεί βασικότατη δικαστική λειτουργία. Αποτυχία στη λειτουργία αυτή οδηγεί αναπόδραστα σε στρέβλωση στην απονομή της δικαιοσύνης. Συνεπώς, επιβάλλεται η αυστηρή (πάντοτε, βέβαια, μέσα στα πλαίσια της νομολογίας) αντιμετώπιση των παραβατών».
 
Ως προς τα υπόλοιπα αδικήματα για τα οποία κρίθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, προσθέτει, «η νομολογία επίσης καταδεικνύει την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών και δη ποινών φυλάκισης», σημειώνοντας ότι «οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων καθιστούν την παρούσα υπόθεση ιδιαίτερα σοβαρή έχοντας υπόψη τον προσχεδιασμό που εντοπίζεται ως προς τις ενέργειες τους».
 
Αναφέρει περαιτέρω ότι «ο ρόλος τον οποίον έκαστος εκ των κατηγορουμένων διαδραμάτισε στα πλαίσια της διάπραξης των αδικημάτων είναι στοιχείο που επίσης λαμβάνεται υπόψη με τρόπο ώστε να δικαιολογείται διαφορετική αντιμετώπιση των δύο προσώπων ως προς το ύψος και όχι ως προς το είδος της ποινής που δεν μπορεί να είναι άλλη από ποινή στερητική της ελευθερίας».
 
«Η γονική αγάπη την οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος υπεράσπισης των κατηγορουμένων ως το κίνητρο τους στη διάπραξη των αδικημάτων (σύμφωνα πάντοτε με τα ευρήματα του Δικαστηρίου) σε αντιδιαστολή με το προσωπικό όφελος, δεν θα μπορούσε υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις να δικαιολογήσει τις παράνομες ενέργειες τους ή να αποτελέσει ουσιώδη μετριαστικό παράγοντα, χωρίς να σημαίνει ότι δεν θα ληφθεί ως στοιχείο μαζί με όλα τα άλλα κατά την επιμέτρηση της ποινής», τονίζει.
 
Ως προς τη θέση του κ. Τριανταφυλλίδη επί το ότι το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του το τρίτο πρόσωπο το οποίο είχε εμπλοκή στα υπό κρίση αδικήματα, ήτοι τον δικηγόρο κ. Γεώργιο Κονναρή, η Δικαστής παρατηρεί ότι «δεν τίθεται εδώ θέμα άνισης μεταχείρισης παραβατών εφόσον το εν λόγω πρόσωπο διώχθηκε ποινικά και δη στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με αρ. 27214/2012. Το δε αποτέλεσμα της εν λόγω υπόθεσης δεν μπορεί να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο τους παρόντες Κατηγορούμενους».
 
Σημειώνει επίσης ότι «η απουσία μεταμέλειας από την πλευρά των Κατηγορουμένων ακόμη και στο στάδιο αυτό είναι στοιχείο που επίσης λαμβάνεται υπόψη εφόσον ως και οι δύο ανέφεραν στη λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας που ετοίμασε τις εκθέσεις το περιεχόμενο των οποίων συνοψίζεται πιο πάνω, «δεν παραδέχονται ενοχή και τόσο οι ίδιοι όσο και η οικογένεια τους έχουν εξαπατηθεί και αδικηθεί».
 
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ως μετριαστικούς παράγοντες στην επιβολή της ποινής το ότι οι κατηγορούμενοι είναι πρόσωπα λευκού ποινικού μητρώου, τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν, την οικονομική τους κατάσταση ως επίσης το γεγονός ότι η Νίτσα Ηροδότου είναι η μοναδική προστάτιδα της υπερήλικης μητέρας της.
 
Το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη του την προσφορά του Ηρόδοτου Ηροδότου στη Δημοκρατία από τη θέση στην οποία υπηρέτησε στην Εθνική Φρουρά, σημειώνοντας ωστόσο ότι η μεγαλύτερη προσφορά προς την πατρίδα είναι η υπακοή στους νόμους της.
 
Το Δικαστήριο σημειώνει επίσης στην απόφαση του ότι η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στους κατηγορούμενους.
 
Το δικαστήριο εξέφρασε τη διαφωνία του ως προς τη θέση του κ. Τριανταφυλλίδη περί της μη αναγκαιότητας απόδοσης αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή ενόψει της απουσίας κινδύνου επανάληψης.
 
«Ούτως ή άλλως, σε αυτό το πλαίσιο (που δεν αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη) με την επιβολή ποινής δεν επιδιώκεται μόνο η πρόληψη τέλεσης νέων εγκλημάτων από τον συγκεκριμένο παραβάτη (ειδική πρόληψη) αλλά και η αποτροπή, ο εκφοβισμός, ο παραδειγματισμός και η έμμεση διαπαιδαγώγηση των υπόλοιπων πολιτών μέσα από την ποινή και τους μηχανισμούς της ποινικής δικαιοσύνης (γενική πρόληψη). Η θέση του κ. Τριανταφυλλίδη περιορίζεται μόνο στο πλαίσιο της ειδικής πρόληψης».
 
Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 21.7.2017 κατά την περίοδο μεταξύ των αρχών Ιουνίου 2009 και της 3.7.2009 οι Κατηγορούμενοι προκάλεσαν τον Goran Vujic να διαπράξει ψευδορκία, δηλαδή να προβεί σε ψευδή κατάθεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού κατά την ακροαματική διαδικασία ποινικής υπόθεσης που αφορούσε τροχαίο θανατηφόρο ατύχημα που έλαβε χώρα στις 27.12.2007 και στρεφόταν εναντίον της θυγατέρας τους, Έφης Ηροδότου, με αποτέλεσμα ο προαναφερόμενος πράγματι να την διαπράξει.
 
Παράλληλα, κρίθηκαν ένοχοι επί τo ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα υποσχέθηκαν στον προαναφερόμενο Goran Vujic, ο οποίος ήταν μάρτυρας στην εν λόγω υπόθεση, να συνεχίσουν να του παρέχουν εργασία και ανανέωση της άδειας παραμονής του στη Δημοκρατία στη βάση συμφωνίας ότι η μαρτυρία του θα ήταν επηρεασμένη, δηλαδή ψευδής.
 
Επιπρόσθετα, κρίθηκαν ένοχοι επί το ότι μεταξύ των ημερομηνιών 16.12.2008 - 3.7.2009 κατάρτισαν πλαστό έγγραφο με σκοπό καταδολίευσης, δηλαδή κατάρτισαν το πιστοποιητικό εκπαίδευσης ημερομηνίας 28.6.2002 που αφορούσε τον Goran Vujic με σκοπό το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού που εκδίκαζε εκείνη την υπόθεση να αποφανθεί ότι ο προαναφερόμενος ήταν εκπαιδευμένος σε συστήματα ελέγχου πρόσβασης και άλλων συστημάτων, το οποίο και έθεσαν σε κυκλοφορία και χρησιμοποίησαν στα πλαίσια της εν λόγω ποινικής υπόθεσης εν γνώσει του ότι επρόκειτο για πλαστό έγγραφο και πλαστό αποδεικτικό στοιχείο.
 
Πηγή ΚΥΠΕ