Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας άρχισε λίγο πριν από τις 12 την ανάγνωση της ετυμηγορίας για την υπόθεσης της Έφης Ηροδότου, σε σχέση με το θανατηφόρο τροχαίο, στο οποίο έχασε τη ζωή του ο 17χρονος Αιμίλιος Ιωάννου, στις 27 Δεκεμβρίου του 2007, στη Λεμεσό.

Η 30χρονη σήμερα Έφη Ηροδότου είναι αντιμέτωπη με τα αδικήματα της πρόκλησης θανάτου, λόγω έλλειψης οφειλόμενης προσοχής από επικίνδυνη πράξη και της μη συμμόρφωσης σε σηματοδότη τροχαίας.

Το Δικαστήριο, μετά από μια τρίωρη και πλέον διαδικασία, έκρινε ένοχη την 30χρονη και στις δυο κατηγορίες. Λίγο μετά τις 13.30 το μεσημέρι, σε μια κατάμεστη από κόσμο και συγγενείς αίθουσα, το Δικαστήριο όρισε την 10η Ιουλίου ως την ημέρα έναρξης της διαδικασίας των αγορεύσεων για μετριασμό της ποινής της.

Το Δικαστήριο βρήκε ικανοποιητικές τις μαρτυρίες, ωστόσο ανέφερε ότι οι ισχυρισμοί της κατηγορούμενης δεν μπορούν να υιοθετηθούν και προχώρησε λίγο μετά τις 13.20 στην καταληκτική απόφαση, κάνοντας ανάγνωση εκ νέου των γεγονότων. 

Το Δικαστήριο ανέφερε ακόμη ότι η κατηγορούμενη παραβίασε το κόκκινο φανάρι και δεν ελάττωσε ταχύτητα. 

Αξιόπιστοι οι μάρτυρες κατηγορίας

Αξιόπιστους βρήκε το Δικαστήριο όλους τους μάρτυρες κατηγορίας.

Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη μαρτυρία του πρώτου μάρτυρα κατηγορίας Αστυφύλακα Δούκα Αθανασίου, ο οποίος και ήταν ο πρώτος που έφτασε στο χώρο του δυστυχήματος, φωτογράφησε τη σκηνή και αποτύπωσε σε σχέδια τα ευρήματά του, ο Δικαστής ανέφερε ότι «έχοντας ακούσει τον συγκεκριμένο μάρτυρα κατά την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, έχω πεισθεί για την ανεξαρτησία, αμεροληψία και φιλαλήθεια του, τα προσόντα και τις εμπειρίες του στην διερεύνηση τροχαίων ατυχημάτων, στην επάρκεια και πληρότητα εκτέλεσης των καθηκόντων του στην διερεύνηση του επίδικου ατυχήματος».

«Οι μικροαντιφάσεις που μπορεί να παρατηρήθηκαν, καθόλου δεν επηρέασαν τη θετικότητα της γενικής προκύπτουσας εικόνας, με το γεγονός μάλιστα να αποτελεί και ένδειξη έλλειψης αθέμιτης προσυνεννόησης και προσχεδιασμού μεταξύ των μαρτύρων αλλά και των τελευταίων με την Κατηγορούσα Αρχή για το τι είναι που θα έλεγαν», πρόσθεσε.

Ιδιαίτερα θετική ήταν η αξιολόγηση που έκανε ο Δικαστής και για τη μαρτυρία της αυτόπτη μάρτυρα Στέλλας Παναγιώτου (μάρτυρα κατηγορίας 4).

«Η μάρτυρας μου έκαμε εξαιρετική εντύπωση και δέχομαι τη μαρτυρία της στην ολότητα της, ως προς τις περιστάσεις του δυστυχήματος», είπε.

Κρίνω, πρόσθεσε, «ότι θυμόταν με επαρκείς λεπτομέρειες τα όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το πρωινό καθώς αυτά υπήρξαν έντονα για την ίδια και έχουν αποτυπωθεί στο μυαλό της».

Υποβοηθητική για το έργο του Δικαστηρίου κρίθηκε και η μαρτυρία του Ευριπίδη Ανδρέου, (μάρτυρα κατηγορίας 7) ο οποίος κατέθεσε επί των ευρημάτων του ως ο ειδικός της Αστυνομίας που προέβη σε αναπαράσταση του δυστυχήματος.

«Έχω διεξέλθει με πολλή προσοχή το περιεχόμενο της μαρτυρίας του μάρτυρα αυτού και τις εξηγήσεις που έδωσε σε σχέση με τις συνθήκες πρόκλησης του τροχαίου ατυχήματος, και ειδικότερα τον τρόπο με τον οποίο συγκρούστηκαν τα δύο οχήματα, κατά πόσον η Κατηγορούμενη ελάττωσε ταχύτητα και κατά πόσον τα τραύματα του θύματος συμβαδίζουν με τον τρόπο που τα δύο οχήματα συγκρούστηκαν», ανέφερε ο Δικαστής Ρασπόπουλος.

Ουσιαστικά, πρόσθεσε, «ο μάρτυρας αυτός επιβεβαίωσε τη θέση της αυτόπτης μάρτυρας σε σχέση με τις πορείες των δύο οχημάτων».

«Επιβεβαίωσε επίσης ότι η σύγκρουση έγινε υπό γωνία, την οποία ο ΜΚ7 καθόρισε σε 135 μοίρες», είπε.

Δεν υιοθετούνται οι ισχυρισμοί της κατηγορούμενης

Παράλληλα, σε σχέση με την ανωμοτί δήλωση στην οποία προέβη η κατηγορούμενη ο Δικαστής υπενθύμισε ότι αυτή «δεν μπορεί να εξομοιωθεί με μαρτυρία ή οποία να αποσείει αυτό το βάρος έστω και στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων».

Επιπρόσθετα, ο Δικαστής στην απόφασή του ανέφερε ότι «σε σχέση με τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος μπορεί να αποδοθεί βαρύτητα στα όσα η Κατηγορούμενη ανέφερε σε σχέση με την ταχύτητα της πριν τη σύγκρουση, η οποία εξάλλου δεν αμφισβητήθηκε».

Δεν μπορεί όμως, πρόσθεσε, «να αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα σε σχέση με τις αναφορές της Κατηγορουμένης ότι ενώ πλησίαζε την διασταύρωση το φως ως η πορεία της ήταν πορτοκαλί». Και τούτο, επισήμανε, «διότι η αναφορά αυτή συγκρούεται με την αξιόπιστη μαρτυρία της Μάρτυρα Κατηγορίας 4 ιδωμένη υπό το πρίσμα της μαρτυρίας των Μάρτυρα Κατηγορίας 1 και Μάρτυρα Κατηγορίας 5».

«Η ύπαρξη του μαχητού τεκμηρίου της κανονικότητας εναποθέτει στην άλλη πλευρά το βάρος ανατροπής του», ανέφερε, προσθέτοντας ότι «η ανωμοτί δήλωση δεν μπορεί να εξομοιωθεί με μαρτυρία ή οποία να αποσείει αυτό το βάρος έστω και στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων».

Έκανε λόγο επίσης για την ύπαρξη «αντικρουόμενων ισχυρισμών ανάμεσα στις δύο καταθέσεις της Κατηγορουμένης», όσον αφορά στο πόσο μακριά βρισκόταν από τα φώτα όταν τα είδε να γίνονται πορτοκαλί, 10 με 15 μέτρα στην πρώτη κατάθεση και 5 μέτρα στη δεύτερη κατάθεση.

Σύμφωνα με τον Χρίστο Ρασπόπουλο «οι εν λόγω ισχυρισμοί της Κατηγορουμένης, θεωρούμενοι σε συνδυασμό με το σύνολο των στοιχείων και της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν μπορούν να υιοθετηθούν».

Αναξιόπιστοι οι δύο μάρτυρες υπεράσπισης

Σε αντίθεση με τους μάρτυρες κατηγορίας, ο Δικαστής αξιολόγησε τους δύο μάρτυρες υπεράσπισης αναξιόπιστους.

Σε ό,τι αφορά  την πρώτη μάρτυρα υπεράσπισης, την συνοδηγό της Έφης Ηροδότου, Έλλη Ηλία, το δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία της στερείται «πειστικότητας και αληθοφάνειας».

Γενικά, η συνολική παρουσία της στο εδώλιο του μάρτυρα «κατά την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω μάρτυρας δεν πίστευε η ίδια για την αλήθεια των όσων ανέφερε στην κατάθεση της και δεν ήθελε να θέσει τον εαυτό της στην βάσανο της αντεξέτασης παρά το ότι θυμόταν, γεγονότα που αφορούν το επίδικο περιστατικό».

«Δεν ήρθε στο Δικαστήριο με πρόθεση να πει την αλήθεια», σημείωσε.

Για το δεύτερο μάρτυρα υπεράσπισης, Στέλιο Στυλιανού, ο οποίος δεν είδε το τροχαίο αλλά κατέθεσε ως προς το τι έγινε όταν η κατηγορούμενη είχε εξέλθει του αυτοκινήτου της αφότου σταμάτησε το αυτοκίνητο της σε αδιέξοδο δρόμο, ο Δικαστής Ρασπόπουλος ανέφερε, μεταξύ άλλων,  ότι «κρίνοντας την συνολική παρουσία του μάρτυρα και ειδικότερα το γεγονός ότι δεν απαντούσε με σαφήνεια ή αμεσότητα και το γεγονός ότι η μαρτυρία του δεν παρουσιάζει συνοχή καταλήγω ότι δεν μπορώ να βασιστώ στην μαρτυρία του Μάρτυρα Υπεράσπισης 2 για εξαγωγή οποιωνδήποτε ευρημάτων».