Δεν τρέφω μίσος για τους Ελληνοκύπριους, δηλώνει στο ΚΥΠΕ ο μοναδικός επιβιώσας της Τόχνης, Σουάτ Καφαντάρ.
Κάθε 14 Αυγούστου, 43 χρόνια τώρα, ξυπνά με φαγούρα στο κεφάλι, εκεί απ' όπου πέρασε η έκτη σφαίρα, ξυστά από το κρανίο, στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ο Σουάτ Καφαντάρ, 62 χρονών σήμερα, είναι ο μοναδικός Τουρκοκύπριος που επέζησε από την εν ψυχρώ εκτέλεση 84 Τ/κ της Τόχνης από Ε/κ και είναι η πρώτη φορά που μιλά σε ε/κ ΜΜΕ. Όμως δεν τρέφει μίσος για κανέναν Ε/κ. "Αλλά για εκείνους που το έκαναν αυτό το μίσος, ο αποτροπιασμός μου, δεν θα σταματήσει να υπάρχει ποτέ", πρόσθεσε.
Ήταν επιβάτης ο ίδιος, ο πατέρας του, Χουσεϊν, 50 ετών τότε, ο αδερφός του, Σερέφ, 17 ετών, ο θείος του, Αχμέτ και ο γιος αυτού και ξάδελφός του, Αϊντίν, 45 συνολικά άτομα στο ένα από τα δύο λεωφορεία. Εκ των υστέρων κατάλαβε, όπως ανέφερε στο ΚΥΠΕ, ότι η εκτέλεση έγινε κάπου κοντά στην Παλώδια.
Μετά το συμβάν και για 8 μέρες δεν είχε φάει τίποτα, μέχρι να βρει ένα ασφαλές μέρος να κρυφτεί. Είχε δεχθεί πέντε σφαίρες. Το τι έγινε με τους επιβάτες στο λεωφορείο που και ο ίδιος επέβαινε το έμαθε πρώτα ο Τ/κ κοινοτάρχης της Μουταγιάκας και 10 μέρες μετά το συμβάν ο αρχηγός των Τ/κ της Λεμεσού, Ρισκί Ζιγιά στις Βρετανικές Βάσεις Επισκοπής, όπου τελικά μεταφέρθηκε και ο Σουάτ.
Τους μάζεψαν πρώτα στο Δημοτικό σχολείο Τόχνης
----------------------------------------------------------------------
Περιγράφοντας στο ΚΥΠΕ τη μαρτυρία του, ο Σουάτ Καφαντάρ ανέφερε ότι στις 15 Ιουλίου 1974, όταν έγινε το πραξικόπημα εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ο ίδιος και η οικογένειά του ήταν στην Τόχνη. “Οι σχέσεις μας με τους συγχωριανούς στην Τόχνη ήταν καλές. Μετά την ανατροπή του Αρχιεπισκόπου, μέλη της ΕΟΚΑ Β` από τα γύρω χωριά άρχισαν να έρχονται στο δικό μας. Βεβαίως υπήρχαν άτομα της ΕΟΚΑ Β` και στο δικό μας χωριό. Στις 20 Ιουλίου, όταν η Τουρκία έκανε την απόβαση στην Κύπρο, εμείς ήμασταν στο χωριό. Δεν είχαμε όπλα ή άλλο οπλισμό, μόνο τουφέκια κυνηγετικά, ίσως και κάποια μικρά όπλα. Μετά τις 20 Ιουλίου, είχε ανακωχή μέχρι τις 15 Αυγούστου».
Τότε, είπε, Ελληνοκύπριοι από τα γύρω χωριά πήγαν στην Τόχνη και ζήτησαν από τους Τ/κ να παραδώσουν ό,τι κρατούσαν σε οπλισμό, το οποίο και έκαναν, ενώ έπαιρναν συγκεκριμένα άτομα, Τ/κ στρατιώτες που ήταν τότε εκεί, νοσοκόμες, δάσκαλοι, τους οδηγούσαν στον αστυνομικό σταθμό Καλαβασού και τους έδερναν ή τους βασάνιζαν να πουν αν κάποιος Τ/κ είχα όπλα.
Ε/κ από τα γύρω χωριά, αλλά και μέλη της ΕΟΚΑ Β` από την Τόχνη, είπε, στις 13 Αυγούστου μάζεψαν όλους τους άνδρες άνω των 13 ετών στο ε/κ δημοτικό σχολείο της κοινότητας. Ο Σουάτ θυμάται δύο ονόματα συγχωριανών του, ... και ... (αναφέρθηκε στο πρώτο τους όνομα), οι οποίοι έχουν πεθάνει, είπε, και οι οποίοι ήταν εκεί στο σχολείο.
«Μας έβαλαν να καθίσουμε όλοι σε μια αίθουσα και απ’ έξω ήταν άνδρες της ΕΟΚΑ Β`, με μούσια, μακριά μαλλιά και κρατούσαν όπλα. Εκεί μείναμε μέχρι την επομένη το μεσημέρι. Εκείνο το βράδυ, τα ΗΕ ήρθαν στο χωριό. Αυτοί οι άνδρες μας είπαν να καθίσουμε, να είμαστε ήσυχοι. Να μην μας δουν τα ΗΕ, τα οποία ήρθαν και έφυγαν. Μετά ήρθε ένας Έλληνας αξιωματικός, σηκωθήκαμε όλοι μας. Ο άντρας μας είπε “μην φοβάστε. Σήμερα είστε όμηροι εσείς, αύριο μπορεί να είμαστε εμείς”. Μετά έφυγε. Στο χωριό μας ο υπεύθυνος των ΕΟΚΑβητατζήδων ήταν ο ... (αναφέρθηκε στο πρώτο του όνομα), αλλά και στην περιοχή γύρω από μας".
Η διαδρομή
---------------
Την επόμενη ημέρα, 14 Αυγούστου, συνέχισε ο Καφαντάρ, έξω από το σχολείο πήγε ένα λεωφορείο, στο οποίο αναγράφονταν η λέξη KARS, ήταν Τουρκοκυπρίων ιδιοκτητών. Ένας από τους Ε/κ άνδρες εκεί, τους είπε να μπουν σε σειρά για να επιβιβαστούν σε αυτό. «Το γεμίσαμε. Στο λεωφορείο ανέβηκαν τέσσερις οπλισμένοι άντρες, ο ένας κάθισε πίσω από τον οδηγό και μας σημάδευε με το όπλο. Μας είπαν ότι θα μας πάνε στη Λεμεσό στο στρατόπεδο».
Στο οδόφραγμα της Γερμασόγειας, είπε ο Σουάτ, τους σταμάτησαν οι Ε/κ αστυνομικοί. Ένας από τους άνδρες στο λεωφορείο κατέβηκε και όταν ο Ε/κ αστυνομικός τον ρώτησε “ποιοι είναι αυτοί” του απάντησε σαρκαστικά – όπως είπε - “τουρίστες”. «Άνοιξαν το οδόφραγμα, περάσαμε. Δεν ξέρω αν αυτό ήταν σύνθημα. Ίσως και να το είχαν σχεδιάσει από πριν. Περάσαμε από το δρόμο που περνούσε από το Λανίτειο Λύκειο και εκεί στρίψαμε δεξιά. Μετά από λίγο κατάλαβα ότι ήμασταν στην Αγία Φύλα. Την περάσαμε και πήραμε τον δρόμο προς το βουνό. Περάσαμε από κάποια άλλα χωριά, που όμως δεν ήξερα τα ονόματά τους».
Σε κάποιο σημείο, είπε, βγήκαν από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο και μπήκαν σε χωματόδρομο, όπου πριν από 100 μέτρα, το λεωφορείο σταμάτησε. Τους κατέβασαν και τους έβαλαν να περπατήσουν άλλα 100 μέτρα, όπως θυμάται. «Ήμασταν ψηλά, ήταν ένας χώρος σαν μια μικρή πλατεία με έναν φυσικό τοίχο. Από εκείνο το μέρος έβλεπες σε μεγάλη απόσταση στο βάθος χιλιάδες τσαντίρια, σκηνές».
Η εκτέλεση
--------------
«Μας έβαλαν να καθίσουμε κάτω, μας είπαν να μην φοβόμαστε, `κάντε ένα τσιγάρο, αν έχετε και κάτι να φάτε, φάτε`. Αυτοί κάθονταν όρθιοι μπροστά μας μαζί με τον οδηγό του λεωφορείου, που είχε επίσης όπλο, αλλά όχι όπως το δικό τους». Τους είπαν, ανέφερε, ότι μετά από λίγο θα τους πήγαιναν σε εκείνες τις σκηνές που ήταν στρατόπεδο αιχμαλώτων. Στη συνέχεια, τους υπέδειξαν ένα σημείο να αφήσουν ό,τι είχαν πάνω τους, όπως ταυτότητα, διαβατήριο ή άλλα έγγραφα.
«Ένας από τους τέσσερις είπε ότι θα έφευγε να πάει να κανονίσει τις κουβέρτες και τα χρειώδη για μας στις σκηνές. Κατέβηκε από τον τοίχο και πριν περάσουν λίγα λεπτά ακούσαμε μια σφαίρα στον αέρα. Με το που ακούστηκε ο κρότος της σφαίρας, οι άλλοι που είχαν μείνει πίσω με τα όπλα άρχισαν να μας γαζώνουν. Για 10 λεπτά πυροβολούσαν, άδειαζαν τα όπλα και τα ξαναγέμιζαν. Δεν είδα ποιοι πυροβολούσαν. Μας είχαν βάλει να καθίσουμε σε σχήμα μισοφέγγαρου και μας πυροβολούσαν. Δεν μπόρεσα να δω τα πρόσωπά τους. Ήμασταν 45 άτομα. Τι να πρωτοδείς, τις σφαίρες, τα σώματα που έπεφταν από δω και από κει; Ακούω κάποιον να ζητά σφαίρες. Τα όπλα σίγησαν…».
Ο ίδιος, είπε ο Σουάτ Καφαντάρ, είχε πληγωθεί και αισθάνονταν κρύο. Κάτι ζεστό, ανέφερε, έτρεχε στο πρόσωπό του, αλλά κρατήθηκε και δεν πήρε ανάσα, ήταν το αίμα από το κεφάλι αυτού που έπεσε πάνω του. «Ακούω έναν και λέει ‘αν υπάρχει κάποιος που κουνιέται να τον πυροβολήσεις στο κεφάλι’. Έμεινα εκεί, κρατούσα την αναπνοή μου. Ακούω ήχο σφαίρας, μάλλον κάποιους πυροβόλησαν. Ακούω τον έναν να λέει “έλα να πάρουμε τα ρολόγια απ’ τα χέρια των πεθαμένων” και ο άλλος απαντά “άσ' τα, να φύγουμε, να μην μας δει κανείς”. Αυτό σημαίνει ίσως ότι δεν είχαν εντολή να το κάνουν αυτό. “Να φύγουμε, να πάμε να φέρουμε έναν εκσκαφέα να τους θάψουμε».
Σε μια στιγμή, είπε ο Σουάτ, το αίμα μπήκε στο στόμα του και άρχισε να βρυχάται. Ο άλλος Τ/κ, ο Νιαζί Τσαβούς, που δεν πέθανε και ήταν κοντά του, του είπε ότι οι Ε/κ είχαν φύγει. Γύρισε ο ίδιος και είδε ότι όντως είχαν φύγει. Ο Νιαζί, είπε, δεν εντοπίστηκε στις εκταφές της ΔΕΑ. Ο ξάδελφός του, συνέχισε, πέρασε από πάνω του και έφυγε προτρέποντας και τον ίδιο να φύγει. «Πού να πάω; Βλέπω τον Νιαζί, το στήθος του ήταν γεμάτο τρύπες. Πού να πάω; Έβλεπα τα τσαντίρια. Παντού θα είχε Ε/κ. Τράβηξα αλλού».
Ο Σουάτ Καφαντάρ έμεινε την πρώτη νύχτα σε ένα δέντρο κοντά στην περιοχή που έγινε η εκτέλεση, όπως μας είπε. «Τα μυρμήγκια έρχονταν πάνω μου, στις πληγές μου, όλη τη νύχτα ξυνόμουν». Και την επόμενη ημέρα, ανέφερε, έμεινε εκεί στο ίδιο δέντρο, χωρίς να φάει και να πιει τίποτα. “Πού να βρω Αύγουστο μήνα να φάω τι;”.
Τη δεύτερη νύχτα αποφάσισε να περπατήσει. Είχε δει από μακριά, ανέφερε, ένα ψηλό πύργο με μια κόκκινη λάμπα που αναβόσβηνε και αναγνώρισε ότι ήταν ο κεντρικός σταθμός ηλεκτρικού στη Μονή, γιατί είχε δουλέψει για την κατασκευή του. Την 8η ημέρα από το συμβάν, ανέφερε, έφτασε σε ένα χωριό με ευκαλύπτους και κατάλαβε ότι ήταν η Μουταγιάκα. Ήξερε τον γιο του Τ/κ μουχτάρη, τον Μεσίμ. Τον πήραν στο σπίτι τους, του περιποιήθηκαν τις πληγές του, έκανε μπάνιο, έφαγε, κοιμήθηκε ένα βράδυ και τον φυγάδευσαν με το ασθενοφόρο του Ερυθρού Σταυρού, το οποίο πήγαινε στη Μουταγιάκκα για να περιποιηθεί έναν Τ/κ που είχε τραυματιστεί από πτώση από τον πύργο της Μονής και είχε χτυπήσει πολύ σοβαρά τη μέση του. Το είχε κανονίσει, όπως είπε, ο μουχτάρης της Μουταγιάκας με Τ/κ γιατρούς στη Λεμεσό, που ήταν και μέλη της ΤΜΤ.
Με το ασθενοφόρο, είπε ο Σουάτ, πέρασε από δύο οδοφράγματα των Ε/κ στη Λεμεσό και τελικά οδηγήθηκε στις Βάσεις Επισκοπής, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι Τ/κ από την επαρχία Λεμεσού και την Πάφο. Εκεί, θα έβρισκε τον αρχηγό των Τ/κ της Λεμεσού, τον Ζιγιά Ρισκί για να του αναφέρει αυτό που είχε συμβεί.
Αρχικά οι άντρες ασφαλείας του Ζιγιά δεν τον άφησαν να του μιλήσει, γιατί νόμισαν ότι πήγε να ζητήσει κουβέρτα και τον έδιωξαν. Ο Σουάτ Καφαντάρ νευρίασε, όπως είπε, και αποφάσισε να φύγει από εκεί. Περπατώντας και μετά από ώρα, συνάντησε έναν φίλο του πατέρα του, έναν πλούσιο Τ/κ τσιφλικά της Λεμεσού. «Τι κάνεις Σουάτ γιε μου; Καλά θείε Τουράν. Ο μπαμπάς σου τ’ αδέρφια σου; Καλά θείε Τουράν. Τι άλλο; Καλά, όλα καλά».
Τότε, είπε ο Σουάτ, σκέφτηκε ότι έπρεπε να πει επιτέλους σε κάποιον τι έγινε, ήταν η 10η μέρα. “Θείε Τουράν έγινε έγκλημα. Ο μπαμπάς μου και ο αδερφός μου έπεσαν και αυτοί ήρωες”. Ο Τουράν τον πήρε από το χέρι και πήγαν ξανά στον Ρισκί. Όταν τους εξήγησε, αρχικά δεν τον πίστεψαν, στη συνέχεια, με το σύστημα επικοινωνίας που είχαν, ειδοποίησαν τους Τ/κ της Λευκωσίας και αλλού και έτσι ακούστηκε ότι είχε γίνει «έγκλημα».
Ο Ζιγιά ήθελε να τους δείξει το μέρος, αλλά ο ίδιος δεν θέλησε, φοβήθηκε, δεν αισθανόταν ασφαλής, ανέφερε όμως το περιστατικό στα ΗΕ που πήγαν στην περιοχή όπου είχε γίνει η εκτέλεση.
Η επανασύνδεση με την οικογένειά του
--------------------------------------------------------
Η μητέρα του και οι δύο αδερφές του είχαν μείνει στην Τόχνη και "μετακινήθηκαν μετά το άκουσμα του εγκλήματος, όπως και όλοι οι Τ/κ της Τόχνης στο χωριό Βουνό". Ο ίδιος παρέμεινε στις Βάσεις Επισκοπής 4,5 μήνες. Με ελικόπτερο τον μετέφεραν από τις Βάσεις Επισκοπής στις Βάσεις Δεκέλειας και από κει, με συνοδεία μέλη της ΤΜΤ, πέρασε από 3-4 τ/κ οδοφράγματα και πήγε στο χωριό Βουνό, όπου συνάντησε την οικογένειά του.
Όταν έφτασε στο Βουνό, όλοι οι συγχωριανοί, κυρίως γυναίκες και παιδιά, έτρεξαν κοντά του να τον ρωτήσουν αν είδε τους δικούς τους. «Στο μυαλό μου είχαν μείνει πέντε άτομα, ο μπαμπάς μου, ο αδερφός μου, ο ξάδελφός μου και άλλα δύο άτομα που ήταν δίπλα μου σκοτωμένοι».
Ερωτηθείς πώς ένιωσε όταν μεταφέρθηκε στο Βουνό και είδε τους δικούς του πρώτη φορά, ο Σουάτ απάντησε ότι ήταν μια ανακούφιση, αλλά ένιωθε ακόμη ανασφάλεια. «Δεν είχα πατέρα, δεν είχα αδερφό, δεν έβρισκα έναν άντρα, ήταν μόνο μικρά αγόρια». Το χωριό τους είχε αποκτήσει το παρατσούκλι «το χωριό με τις χήρες», ανέφερε.
«Πρώτος εγώ θέλω λύση του Κυπριακού»
-------------------------------------------------------------
Στην ερώτηση εάν μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων επισκέφθηκε την Τόχνη, ο Σουάτ Καφαντάρ είπε ότι πήγε μια φορά. Πήγε με τη γυναίκα του και κάποιους άλλους. Ήταν μάλιστα 20 Ιουλίου, τη χρονιά που τα οδοφράγματα άνοιξαν και η ημερομηνία συνέπεσε τυχαία, όπως σημείωσε χαμογελώντας. Στην Τόχνη, ανέφερε, δεν υπάρχει πλέον το σπίτι του, ούτε και η τ/κ γειτονιά. Ένιωσε άσχημα, είπε και διαπίστωσε ότι και κάποιοι Ε/κ έφυγαν από το χωριό μετά το 1974.
Ο Τ/κ δημοσιογράφος που ήταν μαζί μου τον ρώτησε αν θέλει λύση του Κυπριακού. «Πρώτος εγώ θέλω λύση. Για να μην ξαναζήσουμε τέτοια πράγματα. Αλλά δυστυχώς δεν συνέβη, δεν το βλέπω». Πολλοί τον ρωτούν γιατί θέλει λύση με τους Ε/κ, ανέφερε ο Σουάτ, λέγοντας ότι τους απαντά πως εάν ένας σκότωσε, δεν φταίνε όλοι. «Το έκανε ένας, γιατί να τους θεωρώ όλους κακούς;».
Εάν συναντούσες εκείνους τους Ε/κ που ήταν στο λεωφορείο μαζί σας και έκαναν ό,τι έκαναν τι θα τους έλεγες; «Δεν έχω μίσος για κανέναν Ε/κ. Αλλά για εκείνους που το έκαναν αυτό, το μίσος, ο αποτροπιασμός μου, δεν θα σταματήσει να υπάρχει ποτέ. Δεν τους ξέρω, ίσως να τους δω και να μην τους γνωρίσω, αλλά αν μου πει κάποιος αυτοί είναι, μπορεί – δεν ξέρω – μπορεί να τους πιάσω από τον λαιμό».
Για πολλά χρόνια, τα βράδια ξυπνούσε απότομα και φώναζε. Έβλεπε συνέχεια το ίδιο όνειρο, τις σκηνές σε εκείνο το μέρος ξανά και ξανά. Κάθε 14 Αυγούστου όμως, είπε, δεν αισθάνεται καλά και έχει φαγούρα στο κεφάλι.
Ο Σουάτ Καφαντάρ παντρεύτηκε το 1975, απέκτησε τρία παιδιά, δύο γιους και μια κόρη, και τα μεγάλωσε κάνοντας, όπως είπε, όλες τις χειρωνακτικές δουλειές, οικοδόμος, μπογιατζής, υδραυλικός, κ.ά. Σε όλους βρήκαν δουλειές στο «δημόσιο», είπε, αλλά στον ίδιο όχι, δεν ήταν ούτε τραυματίας πολέμου, ούτε «ήρωας πολέμου». Πέρασαν 15 χρόνια για να μπορέσει να πάρει ένα επίδομα λόγω των όσων βίωσε και των τριών παιδιών που απέκτησε.