Για τη σύγκρουση μεταξύ συμμάχων του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο και για τον ρόλο της Κύπρου κάνει λόγο ο Σύνδεσμος ΝΑΤΟ Καναδά σε άρθρο του Nasser Haidar, ο οποίος είναι Εκδότης του συνδέσμου Nato Association Canada. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, η Ανατολική Μεσόγειος είναι χωρίς αμφιβολία μια γεωγραφική θέση που είναι επιρρεπής σε συγκρούσεις και αν και οι περισσότεροι θεωρούν πως υπάρχουν διαμάχες μεταξύ Ισραήλ, Λιβάνου, Συρίας, Παλαιστίνης και περιστασιακά της Αιγύπτου, ωστόσο οι νέοι παίκτες που συγκρούονται αυτή τη φορά είναι σύμμαχοι.

Ακολουθεί μετάφραση από τα κύρια σημεία

Δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη για κανέναν που παρακολούθησε τα γεγονότα στην περιοχή να γνωρίζει ότι τα συμφέροντα της Τουρκίας και των συμμάχων του ΝΑΤΟ, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκλίνουν. Η Ρωσία συνεχίζει να αυξάνει τη στρατιωτική της δύναμη, ενισχύοντας την παρουσία της στο Ταρτούς της Συρίας, ενώ το Ιράν, από την άλλη πλευρά, μετακινεί τις βάσεις του πιο κοντά στη Μεσόγειο, προσθέτοντας περισσότερους παίκτες σε ένα ήδη επικίνδυνο παιχνίδι και σε πολυσύχναστη περιοχή.

Την τελευταία δεκαετία έχουν ανακαλυφθεί τεράστιες ποσότητες φυσικού αερίου σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένων των λιβανέζικων, ισραηλινών, παλαιστινιακών, αιγυπτιακών και κυπριακών υδάτων, πολλά από τα οποία επικαλύπτουν τις ΑΟΖ τους. Το Ισραήλ έχει ήδη αρχίσει να αναπτύσσει τα κοιτάσματά του, ενώ ο Λίβανος προσπαθεί να καλύψει τη διαφορά, αυξάνοντας τις εντάσεις μεταξύ των δύο. Η Αίγυπτος, με τη μεγάλη ΑΟΖ της, φαίνεται να έχει μείνει εκτός της πρόσφατης έντασης, αλλά το επίκεντρο της ανησυχίας έχει μετατοπιστεί προς την Κύπρο. Φυσικά, όπως και με οτιδήποτε άλλο αφορά την Κύπρο, οι δύο ιστορικοί υποστηρικτές, η Τουρκία και η Ελλάδα, εισέρχονται σε μια διαμάχη που θα μπορούσε εύκολα να επιλυθεί με διάλογο, αλλά τέτοιος δεν υπήρξε.

Οι ιστορικοί αντίπαλοι είχαν ένα αξιοπρεπώς μεγάλο εύρος καλών σχέσεων τα τελευταία χρόνια, και οι δύο ήταν σύμμαχοι του ΝΑΤΟ. Υπήρχε ακόμη και ελπίδα στον τελευταίο γύρο κυπριακών ειρηνευτικών συνομιλιών μεταξύ ε/κ και τ/κ πλευράς ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί συμφωνία, ενώ το νησί έχει ουσιαστικά χωριστεί μεταξύ των δύο εθνοτήτων από το 1974. Ωστόσο, μακριά από τους συμμάχους του, οι ειρηνευτικές συνομιλίες δεν κατέληξαν σε συμφωνία και το γεγονός ότι η Ελλάδα δίνει άσυλο σε Τούρκους στρατιωτικούς μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, επανέφερε τις εντάσεις.

 Το δημοσίευμα αναφέρεται, επίσης, στη σύλληψη των δυο Ελλήνων στρατιωτικών από την Τουρκία και τα διάφορα περιστατικά στο Αιγαίο και τις διεκδικήσεις των δυο χωρών στην περιοχή των Ιμίων, που χρονολογούνται από την κρίση των Ιμίων το 1996.

Στη συνέχεια, ο αρθρογράφος τονίζει το περιστατικό με την παρεμπόδιση της γεώτρησης της ΕΝΙ τον Φεβρουάριο του 2018 από το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό και σημειώνεται πως, παρά το γεγονός ότι η Ε.Ε. κάλεσε την Άγκυρα να μην παρεμβαίνει στο δικαίωμα της Κύπρου, αυτή αντιτάχθηκε, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ένα μέρος του πεδίου φυσικού αερίου εμπίπτει στην ΑΟΖ της τ/κ πλευράς, η οποία δεν λήφθηκε υπ' όψιν.

 «Ίσως η πιο συγκλονιστική εξέλιξη για την ελληνική πλευρά ήταν η ενθάρρυνση του Ερντογάν για την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης, ακόμη και η αναφορά στην τουρκική μειονότητα της Θράκης ως δικαιολογία για μια τέτοια κίνηση. Το εάν ο Ερντογάν σκοπεύει πραγματικά να προχωρήσει με αυτή τη σοβαρή κλιμάκωση ή όχι, είναι άσχετο για τους Έλληνες, αφού τώρα τους έδωσε μια πιθανή ιδεολογική συλλογιστική πίσω από τις προκλητικές κινήσεις της Τουρκίας, υποδεικνύοντας μια στροφή προς μια νεο-οθωμανική εποχή και μια μόνιμη ανανέωση των εντάσεων.

Οι ΗΠΑ είναι απίθανο να εμπλακούν σε μια ναυτική διαμάχη ή επίδειξη δύναμης και είναι επιφυλακτικοί για την περαιτέρω απομάκρυνση της Τουρκίας ως συμμάχου, επιλέγοντας έτσι να παραμείνουν αδιάφοροι, με εξαίρεση την περιστασιακή ρητορική. Ο ισχυρισμός του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Jens Stoltenberg, ότι αυτό δεν είναι «θέμα για το ΝΑΤΟ», είναι εξαιρετικά συμβολικός για την απροθυμία άλλων δυνάμεων να σταματήσουν αυτές τις εντάσεις. Καθώς η Τουρκία συνεχίζει με την πολιτική τής πρόκλησης, είναι πιθανό τα δύο κράτη να έρθουν σε στρατιωτική σύγκρουση που δεν επιθυμεί κανείς.

Οι εξελίξεις αυτές είναι σοβαρά επικίνδυνες για όλες τις πλευρές, καθώς η εμπιστοσύνη μεταξύ της Τουρκίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης μειώνεται γρήγορα, μολονότι μια δίκαιη και λογική λύση μέσω διαλόγου θα αλλάξει την περιοχή και θα μετατρέψει όλους τους εμπλεκόμενους παράγοντες σε σημαντικούς ενεργειακούς παράγοντες. Για την Ευρώπη, αυτό θα ήταν επίσης μια ευπρόσδεκτη μετατόπιση από την εξάρτηση από το ρωσικό αέριο.

Ενώ ο Ερντογάν είναι γνωστός για τη σκόπιμη δημιουργία διεθνών διπλωματικών περιστατικών με πληθώρα εθνών, με σκοπό να συγκεντρώσει την εθνικιστική του βάση για εσωτερικούς σκοπούς, δεν πρόκειται για μια σειρά γεγονότων που θα μπορούσαν εύκολα να αγνοηθούν και να αποδοθούν στην εκστρατεία. Για την Ελλάδα, την Κύπρο και τους υποστηρικτές της, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρόβλεψη για τις προθέσεις του Ερντογάν.

Αυτό που χρειάζεται τώρα περισσότερο από οποτεδήποτε τις δύο τελευταίες δεκαετίες, είναι η εκ νέου ανάμιξη όλων των σχετικών παραγόντων, η ανασυγκρότηση της ευρωατλαντικής-τουρκικής σχέσης και η εμπιστοσύνη που συνδέεται με αυτήν. Η αναζωογόνηση της κυπριακής, ελληνικής και τουρκικής κοινωνίας των πολιτών τόσο στην Κύπρο όσο και στα τρία κράτη είναι επιτακτική για το συλλογικό τους καλό και μέλλον, ίσως ακόμη και να προσφέρει ένα πλαίσιο για την τελική διευθέτηση του Κυπριακού.