«Ο φυσικός πλούτος της ΑΟΖ της Κύπρου είναι και φυσικός πλούτος της Ένωσης. Το πρόβλημα που προκαλεί η Τουρκία με την κλιμακούμενη επιθετικότητά της στη θάλασσα, με στόχο την ακύρωση του ενεργειακού προγράμματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτελεί πλήγμα στην επιτυχή πολιτική για περιφερειακή συνεργασία μεταξύ των χωρών της ανατολικής Μεσογείου, που έχει ως επίκεντρο και καταλύτη τους υδρογονάνθρακες» ανέφερε, μεταξύ άλλων, κατά τη σημερινή ομιλία του στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά, ο Υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου Νίκος Χριστοδουλίδης.
 
Υπογράμμισε ότι «είναι και προς το συμφέρον της ΕΕ η απρόσκοπτη συνέχιση της εξερεύνησης για ανακάλυψη υδρογονανθράκων στα υποσχόμενα πεδία της ανατολικής Μεσογείου, καθότι προβλέπεται η ανακάλυψη τέτοιων αποθεμάτων φυσικού αερίου, τα οποία θα αποτελούσαν ουσιαστική συνεισφορά στις ενεργειακές ανάγκες της Ένωσης για τις επερχόμενες δεκαετίες».
 
Ο κ. Χριστοδουλίδης, ο οποίος πραγματοποιεί την πρώτη επίσκεψή του στην Αθήνα ως Υπουργός Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκτός από την αναφορά του στα ενεργειακά, έκανε μια ιστορική αναδρομή στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού από το τέλος του β' Παγκοσμίου Πολέμου έως σήμερα, ενώ παρουσίασε και τους στόχους της κυπριακής κυβέρνησης στην εξωτερική πολιτική.
 
Ο Υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου χαρακτήρισε «ως από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της ελληνικής διπλωματίας» και σημαντικότερη επιτυχία της Λευκωσίας την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Εξήρε, μάλιστα, τον ρόλο που διαδραμάτισε ο Γιάννος Κρανιδιώτης. Έκανε, εξάλλου, λόγο για αδυναμία της εξωτερικής πολιτικής της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 2004, και την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να αξιοποιήσει πλήρως τα πλεονεκτήματα που απέρρεαν από την ένταξη.
 
«Έτσι», συνέχισε, το 2013 ξεκίνησε μια προσπάθεια στη βάση συγκεκριμένου σχεδιασμού και στρατηγικής, με μακροπρόθεσμο στόχο την ανατροπή της διεθνούς εικόνας που είχε διαμορφωθεί για την Κύπρο μετά την οικονομική κρίση του 2012 και «την αποστολή συγκεκριμένων μηνυμάτων προς την Άγκυρα, που αφορούν τις συνέπειες για την ίδια από τη συνέχιση του απαράδεκτου status quo στο νησί».
 
Στο σημείο αυτό, ο κ. Χριστοδουλίδης ανέφερε το παράδειγμα του Ελευθερίου Βενιζέλου, το οποίο, όπως είπε, επηρέασε τη συγκεκριμένη προσέγγιση της κυπριακής κυβέρνησης. «Έθεσε προτεραιότητες στα προβλήματα και στις ενέργειές του. Και ενώ πρώτη προτεραιότητα απέδιδε στις σχέσεις με την Τουρκία, κλιμάκωσε χρονολογικά τις ενέργειές του σε αντίστροφη φορά. Γιατί ήξερε πως μια διαπραγμάτευση με την Τουρκία, την ώρα που είμαστε απομονωμένοι, ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Εξομάλυνε πρώτα τις σχέσεις με την Ιταλία. Κατόπιν, πλησίασε τη Γαλλία και την Αγγλία που κρατούσαν ψυχρή στάση. Αμέσως μετά, άνοιξε την πόρτα σε μια νέα συνεννόηση με τη Γιουγκοσλαβία και μόνο τότε προχώρησε προς τις συμφωνίες του 1930 με την Άγκυρα», είπε.
 
«Σήμερα, η Κυπριακή Δημοκρατία του 2018, σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, προσεγγίζεται μέσα από μια διαφορετική οπτική. Με μια εξωτερική πολιτική που δεν είναι πλέον μονοθεματική και δεν προσεγγίζει τις σχέσεις της με τρίτα κράτη ως παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, η Κύπρος έχει πλέον μετατραπεί σε σημείο θετικής αναφοράς και πυλώνα σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή. Προσεγγίζεται ως ένας αξιόπιστος και προβλέψιμος εταίρος και παροχέας ασφάλειας σε μια περιοχή αστάθειας και αβεβαιότητας, με ιδιαίτερη γεωστρατηγική σημασία τόσο για τους ισχυρούς δρώντες στο διεθνές σύστημα όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση», τόνισε ο κ. Χριστοδουλίδης και πρόσθεσε: «Στο πλαίσιο της πρώτης μας προτεραιότητας, δηλαδή της λύσης του Κυπριακού, στόχος ήταν να αποδείξουμε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είναι ούτε το οικονομικά προβληματικό κράτος, όπως παρουσιάστηκε το 2013, ούτε αποκλειστικά το κυπριακό πρόβλημα, και ότι η Κύπρος, πάντα στο πλαίσιο της έκτασής της και των δυνατοτήτων της, έχει προστιθέμενη αξία και ρόλο στη διαμόρφωση των περιφερειακών και ευρωπαϊκών εξελίξεων.
 
Τα πέντε τελευταία χρόνια επιδιώξαμε την καθιέρωση θεσμοθετημένων πλέον και τακτικών συναντήσεων σε όλα τα επίπεδα, με στόχο την προώθηση κοινών δράσεων για αντιμετώπιση των προκλήσεων της περιοχής. Σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση -και επιτρέψτε μου με την ευκαιρία να ευχαριστήσω τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών, τον κ. Κοτζιά, για τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραμάτισε προς αυτή την κατεύθυνση- προωθήσαμε την ενίσχυση των σχέσεών μας με όλα τα γειτονικά κράτη, προβάλλοντας την προστιθέμενη αξία που μπορεί να προκύψει, ενώνοντας δυνάμεις και εργαζόμενοι από κοινού για αντιμετώπιση κοινών προκλήσεων και ανάληψη, αμοιβαία επωφελών, δράσεων.
 
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι τριμερείς συνεργασίες με όλα τα γειτονικά κράτη, που έχουν πλέον καταστεί θεσμός και παράγουν απτά αποτελέσματα σε μια πλειάδα θεμάτων, αποτελούν έναν από τους βασικούς πυλώνες της εξωτερικής πολιτικής της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ειδικότερα όσον αφορά την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Μέσα στο ίδιο πλαίσιο των ενεργειών μας, στην περιοχή αναβαθμίστηκαν και οι σχέσεις μας με όλες τις χώρες του Κόλπου, που είχε ως αποτέλεσμα και την ανταλλαγή επισκέψεων στο υψηλότερο επίπεδο για πρώτη φορά, όπως επίσης και την ίδρυση διπλωματικών αποστολών στη Λευκωσία από τις εν λόγω χώρες. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ενεργειών, αποστάλθηκαν και συγκεκριμένα μηνύματα προς την Τουρκία, όπως για παράδειγμα κατά τη διάρκεια των εργασιών του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης, όπου για πρώτη φορά δεν υιοθετήθηκαν οι τουρκικές θέσεις σε σχέση με το Κυπριακό».
 
Η ανάληψη της Προεδρίας του Συμβουλίου της Ένωσης το δεύτερο εξάμηνο το 2012 ήταν σταθμός, η πλήρης, ουσιαστική και ενεργός παρουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας σε όλες τις συζητήσεις σε επίπεδο ΕΕ, με στόχο να είμαστε παρόντες -στον βαθμό του δυνατού πάντοτε- στον σκληρό πυρήνα της Ένωσης, σε αναβάθμιση του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος για το Κυπριακό.
 
Αναφερόμενος ειδικότερα στις εξελίξεις στα ενεργειακά, ο κ. Χριστοδουλίδης είπε ότι η τουρκική δραστηριότητα στην ανατολική Μεσόγειο τη συγκεκριμένη στιγμή, με τη χρήση στρατιωτικών μέσων, αποσκοπεί στον στρατηγικό ενεργειακό έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου προς ίδιον όφελος και χαρακτήρισε «εντελώς παραπλανητική» τη θέση ότι η δράση της αφορά την προστασία των συμφερόντων των Τουρκοκυπρίων.
 
«Το πρόβλημα που προκαλεί η Τουρκία με την κλιμακούμενη επιθετικότητά της στη θάλασσα, με στόχο την ακύρωση του ενεργειακού προγράμματος της ΚΔ, αποτελεί επίσης πλήγμα στην επιτυχή πολιτική για περιφερειακή συνεργασία μεταξύ των χωρών της ανατολικής Μεσογείου, που έχει ως επίκεντρο και καταλύτη τους υδρογονάνθρακες.
 
Στην πραγματικότητα, η Τουρκία αποσκοπεί, κατά κύριο λόγο - αν όχι αποκλειστικά, στην προαγωγή των συμφερόντων της ιδίας, η οποία επιδιώκει να μετατραπεί σε ενεργειακό κόμβο, ελέγχοντας αριθμό μέσων μεταφοράς φυσικού αερίου, καθώς και των τιμών του. Η ανακοπή της πλατφόρμας γεώτρησης και η συνεπακόλουθη ματαίωσή της, αποτελεί σοβαρότατο πλήγμα στους ενεργειακούς σχεδιασμούς και συμφέροντα της Κύπρου, αλλά και προς τα συμφέροντα της ΕΕ ως συνόλου.
 
Είναι προς το συμφέρον της ΕΕ να μην αφεθεί να συμβεί αυτό και η ανατολική Μεσόγειος, ως πηγή εφοδιασμού, να αναπτυχθεί πλήρως χωρίς οποιαδήποτε τουρκική παρεμπόδιση και να διασφαλισθεί η υλοποίηση του αγωγού EastMed, οχυρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την ανεξάρτητη μεταφορά φυσικού αερίου από την ανατολική Μεσόγειο στην ΕΕ μέσω τριών κρατών μελών της, της Κύπρου, της Ελλάδας και της Ιταλίας, δηλαδή χωρίς την παρεμβολή της Τουρκίας».
 
Ο Υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου αναφέρθηκε, επίσης, στη διαπραγματευτική διαδικασία για το Κυπριακό, που ολοκληρώθηκε με τη Διάσκεψη για την Κύπρο στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας, και τόνισε ότι παρά την «ανεπιθύμητη κατάληξη», όπως τη χαρακτήρισε, «προέκυψαν, για πρώτη φορά, τόσο σε θέματα ουσίας όσο και σε θέματα διαδικασίας, σημαντικότατες εξελίξεις».
 
Σύμφωνα με τον κ. Χριστοδουλίδη, ανάμεσα σε αυτές ήταν ότι «ύστερα από συντονισμό και στοχευμένες ενέργειες με την ελληνική κυβέρνηση», αναδείχθηκε η σημασία και συζητήθηκε με την Τουρκία το κεφάλαιο της Ασφάλειας και των Εγγυήσεων για πρώτη φορά στην ιστορία των διαπραγματεύσεων, ενώ έγινε ανταλλαγή χαρτών για τις περιοχές υπό εδαφική αναπροσαρμογή εντός συμφωνημένου πλαισίου απόκλισης. Επίσης, ότι η ΕΕ συμμετείχε ενεργά στις διεργασίες που αφορούσαν τόσο τις εσωτερικές όσο και τις διεθνείς πτυχές του Κυπριακού. Ενώ Διεθνείς Οικονομικοί Οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, ασχολήθηκαν εκτεταμένα τόσο για θέματα που άπτονται του Κεφαλαίου της Οικονομίας όσο και για θέματα που άπτονται γενικότερα της οικονομικής πτυχής της λύσης. Ακόμη, συζητήθηκαν θέματα που άπτονται της πρώτης μέρας της λύσης και επαναβεβαιώθηκε το ατομικό δικαίωμα στην περιουσία.
 
Διασφαλίστηκαν, σημείωσε, για το σύνολο του Κυπριακού λαού, οι ελευθερίες εγκατάστασης, διακίνησης και απόκτησης περιουσίας, και οι τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συνοψίζονται στην ελεύθερη διακίνηση προσώπων, διακίνηση αγαθών, διακίνηση υπηρεσιών και διακίνηση κεφαλαίων.
 
Συμφωνήθηκε, τέλος, η ανάγκη ύπαρξης μηχανισμού παρακολούθησης εφαρμογής της λύσης. «Η προσπάθειά μας τόσο σε θέματα που άπτονται της εξωτερικής μας πολιτικής όσο και σε σχέση με την επίλυση του Κυπριακού, θα συνεχιστεί», τόνισε ο Υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου και αναφέρθηκε στις κατευθύνσεις στις οποίες θα πρέπει να κινηθεί στο εξής ο σχεδιασμός της κυπριακής κυβέρνησης σε σχέση με την εξωτερική πολιτική.
 
«Πρώτον», ανέφερε, «είναι να διευρυνθούν, είτε θεματικά είτε συνολικά, οι τριμερείς συνεργασίες με τη συμμετοχή Κρατών που έχουμε να αντιμετωπίσουμε κοινές προκλήσεις και μοιραζόμαστε κοινούς στόχους και οράματα.
 
Ένα τέτοιο μοντέλο συνεργασίας που ήδη εφαρμόζεται, είναι η Συνάντηση Κύπρου, Ελλάδας, Ιταλίας, Ισραήλ, με τη συμμετοχή και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για θέματα Ενέργειας.
 
Δεύτερο, να επιχειρηθεί μια άτυπη σύνδεση των τριμερών συνεργασιών με τη Σύνοδο των MED7. Ένα τέτοιο παράδειγμα στην παρούσα συγκυρία θα μπορούσε να είναι η συμμετοχή του Λιβάνου και της Ιορδανίας σε Σύνοδο των MED7 για συζήτηση του Προσφυγικού.
 
Τρίτον, να διερευνηθεί το ενδεχόμενο θεσμικής διασύνδεσης των κρατών της περιοχής. Ο βασικός πυλώνας προς επίτευξη όλων όσων έχω αναφέρει, ήταν το ανθρώπινο δυναμικό της κυπριακής διπλωματίας, που αν και μικρό σε αριθμό και με περιορισμένα μέσα, με τη στήριξη και συνεχή συνεργασία με τους Έλληνες συναδέλφους τους, ήταν αυτοί που διαδραμάτισαν ενδεχομένως τον πιο σημαντικό ρόλο», κατέληξε ο κ. Χριστοδουλίδης.
 
Πηγή: AΠΕ - ΜΠΕ