Στο πένθος βυθίστηκε η κυπριακή παροικία της Αυστραλίας μετά τον θάνατο της Ελένης Γεωργίου, η οποία για όλη της τη ζωή έδινε μάχη με τη μεσογειακή αναιμία τύπου Β. Η Κύπρια γιατρός είχε διαγνωστεί με τη συγκεκριμένη νόσο σε ηλικία τριών μηνών, σε μια εποχή όπου υπήρχαν λίγες επιλογές θεραπείας και χαμηλό προσδόκιμο ζωής.
Η Ελένη είχε γεννηθεί στο Σίδνεϊ το 1951 από Ελληνοκύπριους γονείς, οι οποίοι είχαν φύγει από την Κύπρο και πήγαν στην Αυστραλία για μια καλύτερη ζωή. Η άτυχη Ελένη, σύμφωνα με όσα αναφέρουν ξένα ΜΜΕ, πάλεψε γενναία για να μην καθορίζει τη ζωή το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε ενώ ήταν γεμάτη πάθος για να ζήσει στο έπακρο.
Μάλιστα, όχι μόνο δεν την έριξε η ασθένειά της, αλλά την αντιμετώπισε σε κοινωνικό επίπεδο προσπαθώντας να οικοδομήσει σχέσεις με την κοινότητα των πασχόντων από μεσογειακή αναιμία. Λόγω της δύναμης, της αντοχής, της αποφασιστικότητας και της προθυμίας της να επιβιώσει, η Ελένη κατάφερε να ζήσει μια υγιή ζωή μέχρι την ηλικία των 68 ετών και μόλις πρόσφατα υπέκυψε.
Μεγάλο πλήγμα στη ζωή της αποτέλεσε η απώλεια της μητέρας της τον περασμένο Νοέμβριο. Η επιθυμία της για ζωή ήταν άμεσα συναρτώμενη με την προσπάθεια της να φροντίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη μητέρα της. Η λευχαιμία και η ηπατίτιδα C, η οποία επήλθε από μετάγγιση μολυσμένου αίματος στην οποία υπεβλήθη τη δεκαετία του 1980, σε συνδυασμό με την επιβαρυμένη κατάσταση της καρδιάς της, άρχισαν να καταβάλλουν το σώμα της Ελένης. Μετά από μια ζωή μεταγγίσεις αίματος και θεραπείες χηλίωσης σιδήρου, η υγεία της ήταν πλέον πολύ εύθραυστη όταν διαγνώστηκε με το σύνδρομο Guillian-Barre. Η ασθένεια περιόρισε σημαντικά την κινητικότητά της και, ως εκ τούτου, τον Φεβρουάριο έπρεπε να εισαχθεί στο Ιατρικό Κέντρο Monash.
Η Ελένη μοιράστηκε πρόσφατα την ιστορία της με έναν φοιτητή, στον οποίο αποκάλυψε τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει στα παιδικά της χρόνια τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, με μεταγγίσεις αίματος κάθε τρεις με τέσσερις μήνες αντί της τρέχουσας πρακτικής των τριών έως τεσσάρων εβδομάδων. Υπέστη καρδιακή προσβολή στην ηλικία των 15 ετών λόγω υπερφόρτωσης σιδήρου, αλλά αυτό δεν την αποθάρρυνε. Η Ελένη δεν ήταν το είδος του ασθενή που παραδίδεται πλήρως στη φροντίδα των γιατρών – είχε η ίδια τον έλεγχο – και έπρεπε πάντα να δώσει τη συγκατάθεσή της για οποιεσδήποτε διαδικασίες και θεραπείες.