25.12.2016
Γιάννος Χαραλαμπίδης
Έχει λεχθεί και από τον κατοχικό ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί καθώς και από τον Έσπεν Μπαρθ Έιντε ότι, εάν υπάρχει συμφωνία επί του θέματος των εγγυήσεων και της αποχώρησης των στρατευμάτων του Αττίλα, εν συνεχεία θα πάρουν σειρά τα συντάγματα, που θα είναι τρία στο σύνολό τους. Ένα για κάθε συνιστών κράτος και ένα κοινό. Ερώτημα: Έχουν τα συντάγματα, και δη το κοινό, σχέση με τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας;
Εγείρονται δε, άλλα τρία ερωτήματα, που είναι συναφή του πρώτου: Μπορεί η διαδικασία αυτή να δημιουργεί βάση νομιμοποίησης στην περίπτωση απόσχισης και προσάρτησης; Ποιο ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν τα χωριστά δημοψηφίσματα ως προηγούμενο; Πόσο ρεαλιστική είναι η βιωσιμότητα τής υπό συζήτηση λύσης και αν ναι, κάτω από ποιες συνθήκες; Δεν γνωρίζουμε πού θα καταλήξουν οι συνομιλίες της Γενεύης, όταν μάλιστα οι Τούρκοι είναι αδιάλλακτοι. Εκείνο που πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν από τώρα είναι θεμελιώδη ζητήματα που επηρεάζουν την ίδια την πολιτειακή μας ύπαρξη, που είναι συναφής με τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Νέο Σύνταγμα και νομιμότητα
Επί τη βάσει των δημοκρατικών αρχών και αξιών, και του Συνταγματικού Δικαίου, ο τρόπος για την αλλαγή προνοιών ενός συντάγματος είναι σαφής: Εάν έχουμε νέο σύνταγμα ή εάν έχουμε αλλαγές θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος, τότε θα έχουμε Συντακτική Συνέλευση. Δηλαδή ο ενιαίος λαός, ασκώντας την κυριαρχία του, εκλέγει τους εκπροσώπους του με αρμοδιότητα και εξουσία να ενεργήσουν προς τον σκοπό αυτόν. Εάν είναι μερικές και μόνο οι τροποποιήσεις και αλλαγές, θα έχουμε Αναθεωρητική Συνέλευση - Βουλή. Στην περίπτωση της Κύπρου θα έπρεπε να έχουμε Συντακτική Συνέλευση, η οποία μόνο εντός των νομικών εξουσιών και ορίων της Κυπριακής Δημοκρατίας μπορεί να συγκληθεί, για την κατάρτιση του κοινού Συντάγματος με διαδικασίες πλήρους διαφάνειας. Δεν είναι όμως αυτό το οποίο θα συμβεί.
Ακόμη δεν είναι ξεκάθαρο, εάν τα όσα αποφασιστούν - τα οποία θα αποτελούν τη θεμελιώδη συμφωνία και θα συνιστούν ταυτοχρόνως τη σπονδυλική στήλη του νέου Κοινού Συνταγματικού Πλαισίου της Ομοσπονδίας, θα πλαισιωθούν και με άλλες διατάξεις. Εάν αυτό ισχύσει, ποιος θα προσθέσει αυτές τις διατάξεις; Ποια Βουλή-Συνέλευση; Κανείς δεν έχει δικαίωμα να αποφασίσει, εκτός και αν η εξουσία πηγάζει από την Κυπριακή Δημοκρατία. Αλλιώς, πώς θα υπάρχει συνέχεια. Διότι, η συνέχεια ενός κράτους δεν στηρίζεται μόνο στην ανάληψη των υποχρεώσεων του προηγούμενου πολιτειακού συστήματος, αλλά και σε κάτι άλλο: Κατά πόσο το νέο πολιτειακό σύστημα έχει προκύψει μέσω νομιμότητας ή μέσω των παράνομων τετελεσμένων της εισβολής.
Πέραν του κοινού συντάγματος, υπάρχει και ο καταρτισμός των συνταγμάτων των δυο συνιστώντων κρατιδίων. Ερώτημα: Η διαδικασία αυτή θα ανήκει στη σημερινή Κυπριακή Δημοκρατία και μόνο, ή σε αυτήν και στο ψευδοκράτος; Η παραγωγή δικαίου μέσω της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η ορθή νομική διαδικασία εκλογής των όποιων Συνελεύσεων και για τους Ελληνοκυπρίους και για τους Τουρκοκυπρίους, διότι είναι το μόνο κράτος που αναγνωρίζεται διεθνώς.
Πώς θα ήταν δυνατό να γίνει ο καταρτισμός του συντάγματος του τουρκοκυπριακού συνιστώντος κράτους μέσω των δομών του παράνομου νομικού πλαισίου του ψευδοκράτος; Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, το νέο πολιτειακό σύστημα δεν θα είναι συνέχεια μόνο της Κυπριακής Δημοκρατίας, εάν οι Ελληνοκύπριοι αποφασίσουν εντός του θεσμικού της πλαισίου, αλλά και της παράνομης και μη αναγνωρισμένης σήμερα «τουρκικής δημοκρατίας της βόρειας Κύπρου», στην οποία θα δοθεί η ευκαιρία να παραγάγει δίκαιο και να νομιμοποιηθεί.
Και, μάλιστα, αυτό θα είναι δυνατό να συμβεί σε δυο επίπεδα. Το ένα θα είναι αυτό των συνιστώντων κρατών και το άλλο του κοινού συντάγματος. Τονίζεται δε, τούτο, διότι η νομιμοποίηση την οποία επικαλείται ο Ακιντζί ότι έχει στο τραπέζι των συνομιλιών, ως εκπρόσωπος των Τουρκοκυπρίων, δεν εκπηγάζει από τη συνταγματική έννομη τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δηλαδή δεν είναι εκλελεγμένος ηγέτης των Τουρκοκυπρίων με βάση το Σύνταγμα της Ζυρίχης, αλλά εμφανίζεται ως «Πρόεδρος», όπως ισχυρίζεται, της «τουρκικής δημοκρατίας της βόρειας Κύπρου», η οποία επί του παρόντος δεν αναγνωρίζεται ούτε από την ΕΕ ούτε από τον ΟΗΕ.
Νομικό κενό, χωριστά δημοψηφίσματα και απόσχιση
Η ΕΕ έχει εκδώσει την αντιδήλωση της 21ης Σεπτεμβρίου του 2005, με την οποία καθιστά σαφές ότι στο νησί αναγνωρίζει ως μόνο νόμιμο κράτος την Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς και ότι απαραίτητη προϋπόθεση της ενταξιακής διαδικασίας της Άγκυρας είναι όπως αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία. Όσο δε, για τον ΟΗΕ, το Συμβούλιο Ασφαλείας έχει εκδώσει τα ψηφίσματα 541 και 550, που καθορίζουν ρητώς ότι το ψευδοκράτος και οι θεσμοί του, όπως είναι ο κ. Ακιντζί, δεν αναγνωρίζονται και δεν παράγουν δίκαιο.
Και, όμως, εφόσον ο Ακιντζί εμφανίζεται ως «Πρόεδρος» και εφόσον καμιά διαδικασία στον καταρτισμό του κοινού συντάγματος δεν γίνεται στο πλαίσιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, γεννάται σοβαρό ζήτημα ως προς τη συνέχειά της, η οποία προσδοκάται, από κάποιους Συνταγματολόγους, ότι μπορεί να επέλθει διά της επικύρωσης της λύσης μέσω των δυο χωριστών δημοψηφισμάτων.
Επί τούτου, υπάρχει πρόβλημα υπό την εξής έννοια: Στην κοινή δήλωση της 11ης Σεπτεμβρίου, τονίζεται ότι η εξουσία, δηλαδή η κυριαρχία, πηγάζει εξίσου από Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους. Πουθενά στο κείμενο δεν γίνεται αναφορά σε έναν και ενιαίο λαό. Και ως εκ τούτου υπάρχει πρόβλημα, το οποίο μας εξηγούν από τώρα οι Τούρκοι πώς θα προκύψει πιο ορατό στο μέλλον. Ότι δηλαδή στο νησί έχουμε δυο λαούς, οι οποίοι ασκούν μέσω των δημοψηφισμάτων, χωριστά, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσής του.
Άλλωστε, σε έγγραφό του, το οποίο έχουν καταθέσει στην ΕΕ δυο φορές στο πλαίσιο των εργασιών του Συμβουλίου Σύνδεσης Τουρκίας-ΕΕ, η Άγκυρα αναφέρει ότι στη Ζυρίχη, οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι ενέκριναν το Σύνταγμα και τις ενσωματωμένες σε αυτό Συνθήκες, μεταξύ των οποίων και εκείνη των Εγγυήσεων, επί τη βάσει χωριστής άσκησης αυτοδιάθεσης. Εξού και ο λόγος για τον οποίο αναφέρονται σε νέο συνεταιρισμό. Τα ζητήματα αυτά είναι συναφή με την περίπτωση κρίσης και διάλυσης.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, η τουρκική πλευρά θα διαθέτει έδαφος, πληθυσμό και διοίκηση, που αποτελούν συστατικά στοιχεία, επί τη βάσει των οποίων θα μπορεί να προχωρήσει στην απόσχιση εάν το θελήσει και αν τα συμφέροντα της Άγκυρας το επιβάλλουν. Και μάλιστα να έχει νομικά επί τούτου επιχειρήματα να προβάλει για το νόμιμο της ενεργείας αυτής, που λόγω της υφιστάμενης παρανόμου καταστάσεως στον βορρά δεν δύναται να προβάλει πειστικά και αποτελεσματικά στην παρούσα φάση.
Εκείνο που χρειάζεται η απόσχιση για να επιτύχει είναι ο συνδυασμός ισχύος και συμφερόντων με τη νομιμοποίηση, η οποία είναι συναφής και με τη νομιμότητα, την οποία η τουρκική πλευρά θα επιχειρήσει να τεκμηριώσει μέσα από τη διαδικασία των χωριστών δημοψηφισμάτων, αλλά και μέσα από την απουσία της νομικής έννοιας του λαού. Το κενό αυτό θα επιχειρηθεί να καλυφθεί μέσω της περί δυο λαών ερμηνείας και κατ’ επέκταση της αυτοδιαθέσεως.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι, εφόσον η τουρκική αναθεωρητική πολιτική είναι αμετάβλητη, ο εκβιασμός περί προσάρτησης όχι μόνο θα συνεχιστεί και μετά από μια ομοσπονδιακή λύση, αλλά θα είναι και πιο πειστικός και πιο εύκολος να γίνει πράξη απ' ό,τι σήμερα, καθώς θα υπάρχει νομική βάση νομιμοποίησης. Διότι, σήμερα, δεν στέκει κανένα νομικό περί απόσχισης επιχείρημα, λόγω του ενιαίου χαρακτήρα του κράτους, το οποίο αποτελείται από μία και μόνο πολιτεία, της οποίας το 37% βρίσκεται υπό κατοχή. Και τελεί, ταυτοχρόνως, υπό καθεστώς παράνομου εποικισμού, ο οποίος μετά τη λύση θα γίνει νόμιμος και τα τετελεσμένα της εισβολής θα νομιμοποιηθούν μέσω της διχοτόμησης του ενιαίου κράτους σε δυο ισότιμου καθεστώτος συνιστώντα κράτη.
Σήμερα, η απόσχιση θα είναι παράνομη από κάθε άποψη. Βεβαίως, θα ισχυριστεί κάποιος ότι, σε περίπτωση λύσης, θα υπάρχει ρήτρα που θα την απαγορεύει. Και σήμερα, όμως, υπάρχει τέτοια ρήτρα. Γιατί δεν την ενεργοποιούμε; Λόγω τουρκικής ισχύος, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, καθώς και συμφερόντων. Και ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι το ίδιο δεν θα συμβαίνει και μετά την ομοσπονδιακή λύση;
Η διαφορά με το σήμερα και το αύριο είναι ότι με την ομοσπονδία θα νομιμοποιηθεί η υφιστάμενη παράνομη πολιτεία του ψευδοκράτους και ταυτοχρόνως, εάν η αιτία της απόσχισης δεν συνοδευτεί από ευθύνη των Τουρκοκυπρίων, θα είναι εύκολο να ακολουθηθεί η πορεία της Τσεχοσλοβακίας ή κάθε άλλης πολυεθνικής ομοσπονδίας, της οποίας τα συνιστώντα στοιχεία και πολιτείες πήραν διαζύγιο. Εάν η Κύπρος ήταν το 1974 ομοσπονδία, υπάρχει κανείς που πιστεύει ότι το ψευδοκράτος δεν θα ήταν ήδη αναγνωρισμένο;
Η εναλλακτική επιλογή
Βεβαίως, τα προβλήματα που αναφέρονται ανωτέρω θα ήταν δυνατό να περιοριστούν, εάν, αντί της ομοσπονδίας, υιοθετείτο ένα βελτιωμένο μοντέλο Ισπανίας, ως συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, που θα αποτελεί βελτίωση της Ζυρίχης και όχι νομιμοποίηση των τετελεσμένων του ΄74. Αναφερόμαστε δηλαδή σε ενιαίο κράτος, αλλά αποκεντρωτικού χαρακτήρα με έξι περιφέρειες-ζώνες, εκ των οποίων οι δυο να έχουν Τούρκους επάρχους και εξουσίες τοπικής αυτοδιοίκησης. Με μία Κεντρική Εξουσία και Βουλή.
Μέσα σε αυτή την πολιτειακή λογική θα μπορούσε να γίνει αναστήλωση των Κοινοτικών Συνελεύσεων και η πλήρης εφαρμογή των βασικών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων εφ’ όλης της επικράτειας, χωρίς αποκλίσεις, χωρίς επεμβατικά δικαιώματα και χωρίς ούτε έναν Τούρκο στρατιώτη να παραμένει στο νησί. Σε αυτά τα στοιχεία προστίθεται η κατοχύρωση της δημοκρατικής αρχής «ένας άνθρωπος μία ψήφος», που σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται κανένας φυλετικός και εθνολογικός ή θρησκευτικός διαχωρισμός στην εκλογή του κάθε πολίτη σε οποιοδήποτε πολιτειακό αξίωμα, εφόσον θα αποφασίζει ο ένας και μόνο λαός.
Εάν κάποιος ισχυριστεί ότι αυτά είναι ουτοπία, παραδέχεται ότι η λεγόμενη λύση του «ρεαλισμού» δεν θα είναι ρεαλιστικό να είναι δημοκρατική και συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά ότι θα πρόκειται για ένα πολιτειακό σύστημα επιβαλλόμενο από την Άγκυρα. Άλλωστε, ένας τέτοιος ισχυρισμός, δηλαδή περί ουτοπίας, συνιστά, πλέον, συνήθη πολιτική πρακτική, που αποτυπώνεται στην εξής δογματική και ατεκμηρίωτη θέση: Οποιαδήποτε άλλη πρόταση πλην της τουρκικής λύσης της ομοσπονδίας εμφανίζεται ως ουτοπία.
Ακόμη και αυτή η ομοσπονδία δεν μπορεί να καταστεί ρεαλιστική, το βλέπουμε και μέσω των συνομιλιών και δη των ζητημάτων του συνταγματικού και της ασφάλειας, παρά μόνο εάν η Τουρκία πάρει ό,τι η ίδια αξιώνει, κατά τρόπον ώστε να εξυπηρετείται και να υλοποιείται η αυτοκρατορική αναθεωρητική της πολιτική. Δηλαδή η βιωσιμότητα της λύσης περνά μέσα από την υιοθέτηση πριν από και μετά τη λύση των τουρκικών θέσεων.
Πάντως, οι ανωτέρω ενδεικτικές, για τροφή προς σκέψη, εισηγήσεις θα πρέπει να συνοδεύονται με συμμαχίες στη λογική νέας στρατηγικής, επί τη βάσει των ισοζυγίων δυνάμεων, της σύγκλισης συμφερόντων, της ασφάλειας και της ισχύος. Ό,τι δηλαδή διδάσκει ο Πολιτικός Ρεαλισμός. Θα ήταν, μάλιστα, δυνατό να είχαν ήδη τεθεί ως στρατηγικές εναλλακτικές επιλογές, αφού άλλωστε στηρίζονται επί των αρχών και αξιών της ΕΕ, στην οποία δεν ενταχθήκαμε για να επανέλθει μια παρόμοια μορφή λύσης με εκείνη του απορριφθέντος σχεδίου Ανάν, αλλά μια δημοκρατική πολιτειακή φόρμουλα, η οποία να απαλλάσσει την Κύπρο από τα τετελεσμένα της εισβολής, και όχι να τα νομιμοποιεί, όπως συμβαίνει με την ομοσπονδία.
Ρεαλισμός και ψευδαισθήσεις
Τίποτε όμως δεν διεκδικήθηκε όπως θα έπρεπε στην ΕΕ. Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι η αντιδήλωση της 21ης Σεπτεμβρίου του 2005, για την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία, θα έπρεπε να ήταν η βάση των συνομιλιών. Μπήκε όμως στο ράφι. Και αντί αυτής της αντιδήλωσης, που συνιστά αναπόσπαστο τμήμα του Κοινοτικού Κεκτημένου, τι συμβαίνει σήμερα; Υιοθετείται, στο πλαίσιο των συνομιλιών και της λύσης, η αναγνώριση τόσο εξ ημών όσο και από την ΕΕ, του ψευδοκράτους ως ισότιμου συνιστώντος τουρκοκυπριακού κράτους.
Και αντί να βρίσκεται στη γωνιά η Τουρκία, βρισκόμαστε εμείς και μάλιστα κάτω από καθεστώς εκβιασμών, για να δεχθούμε τον πληθυσμιακό, διοικητικό και γεωγραφικό διαχωρισμό της Κύπρου. Όπως ακριβώς τον επέβαλε η εισβολή του ΄74 και όπως είχε σχεδιαστεί από την Τουρκία και τη Βρετανία το 1956. Η υπό συζήτηση ομοσπονδιακή λύση συνιστά στην ουσία κεφαλαιώδες τμήμα της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής, που θέλει την Κύπρο ως προτεκτοράτο της και τουρκική επαρχία μέσω της ομοσπονδίας.
Τα πράγματα είναι τόσο ξεκάθαρα, που μόνο όποιος θέλει να είναι ρομαντικός ουτοπιστής -και είναι αυτό σεβαστό- μπορεί να θεωρεί ότι με την ομοσπονδιακή λύση θα εξευμενίσει την επιθετικότητα του Ταγίπ Ερντογάν. Αυτή είναι η διαφορά της ψευδαίσθησης από τον ρεαλισμό…