Ο έφηβος της Τσάδας, ο ήρωας ποιητής Ευαγόρας Παλληκαρίδης έχει παραμείνει πρότυπο νεαρού αγωνιστή που πολεμά ευσυνείδητα για τη λευτεριά της πατρίδας του. Η ζωή του, μαθητική και αντάρτικη, ήταν υποδειγματική. Όσοι τον γνώρισαν, είτε στα θρανία, είτε στο βουνό, μόνο καλά λόγια έχουν να πουν γι' αυτόν, για την ευφυΐα του, την τόλμη του, την ανθρωπιά του και την ποιητική του φλέβα.
Ένας από αυτούς που έζησαν τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη στο βουνό ήταν ο τομεάρχης του Σάββας Παπαευσταθίου. Με το λαμπρό αγωνιστή, που είχε καταταγεί στην ΕΟΚΑ το Μάιο του 1955 από τον αείμνηστο σύντροφό του Αυξεντίου Φειδία Συμεωνίδη και ορκίστηκε από το φλογερό Παπασταύρο, είχα πρόσφατα μια συνομιλία, για τον Απελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ, τη δική του προσφορά και άγνωστες πτυχές της ζωής του Ευαγόρα Παλληκαρίδη στο βουνό.
Ο Σάββας Παπαευσταθίου αποφεύγει την προβολή. Παρά την εμμονή μου να μιλήσουμε για την πλούσια προσφορά του, περιορίστηκε να μου πει ότι εργάστηκε σε διάφορες ομάδες της Λευκωσίας, σε όλους τους τομείς. Τον Ιανουάριο του 1956 καταζητήθηκε από τους Βρετανούς και ο Αρχηγός Διγενής τον έστειλε στην Πάφο, μια επαρχία που δεν ήξερε καθόλου και εντάχθηκε στο αντάρτικο. Ανέβηκε όλα τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας της ΕΟΚΑ και τα μέσα του 1957 ανέλαβε ως τομεάρχης του διαμερίσματος Πόλεως Χρυσοχούς, του μεγαλύτερου σε έκταση και χωριά, τομέα.
Σ' ερώτησή μου πώς γνώρισε τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, απάντησε:
«Γνώρισα τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη όταν έφθασε στο κρησφύγετό μας, στη τοποθεσία Προφερτζιή -κοντά στη Λυσό- σύνορα του δάσους προς το Σταυρό της Ψώκας. Κοιμήθηκε μαζί μας το βράδυ και πρωί πρωί ξύπνησε πρώτος και βγήκε έξω και άρχισε να γυμνάζεται συνεχώς. Ο Βαγορής, όπως τον αποκαλούσαμε, είχε ένα αθλητικό κορμί λίγο μελαμψό χρώμα -γι' αυτό και του δώσαμε το ψευδώνυμο «Νάσσερ».
Σύντομα γίναμε φίλοι, αλλά κατάλαβα ότι προτιμούσε να μένει και μόνος του. Καθόταν και κοιτούσε μ' ένα απαθές βλέμμα τα γύρω βουνά και τα χωριά. Πρόθυμος για όλες τις δουλειές εκτός από το μαγείρεμα. Όταν ήλθε η σειρά του να μαγειρέψει το φαγητό της ημέρας που ήταν κουκκιά, μου ζήτησε και του εξήγησα τι έπρεπε να κάνει. Όταν ήλθε η ώρα του φαγητού, μείναμε όλοι άφωνοι. Τα κουκκιά είχαν ένα σκούρο χρώμα και μυρωδιά καφέ. Του βάλαμε τις φωνές και τότε έριξε το φταίξιμο σ' εμένα ότι του είπα να βάλει στα κουκκιά όταν ψηθούν και Nescafe. Έκτοτε δεν ξαναμαγείρεψε.
- Όταν λες «προτιμούσε να μένει μόνος του» τι εννοείς; Ήταν κλειστός χαρακτήρας;
- Ξαφνικά είδα ότι χανόταν από το κρησφύγετο για ώρες κανένας δεν ήξερε πού ήταν. Αυτό συνέβαινε κάθε μέρα όταν δεν είχαμε κάποια εργασία στο κρησφύγετο.
Κάτω από τα πεύκα
Μια μέρα αποφάσισα και έψαξα να τον βρω. Τον βρήκα να κάθεται κάτω από ένα πεύκο να γράφει κάτι σ' ένα δευτεράκι -μικρό τετράδιο. «Ρε Βαγορή, τι γράφεις;», τον ρώτησα. «Τίποτα», μου απάντησε. Τον πίεσα να μου δείξει τι γράφει και είδα ότι έγραφε ποιήματα και μου είπε: «Διάβασε, αλλά σε παρακαλώ μην πεις στα κοπέλια ότι γράφω ποιήματα γιατί θα με κοροϊδεύουν -αντάρτης και ποιητής- ίσως δεν γίνεται. Κράτησα την υπόσχεσή μου. Μου πρότεινε ν' ασχοληθώ κι εγώ με την ποίηση. Έγραψα μετά κι εγώ, αλλά δεν είχα τέτοιο ταλέντο.
Πλούσια δράση
Για τη δράση του Παλληκαρίδη στο αντάρτικο θυμάται ο τομεάρχης του:
«Ο Βαγορής έλαβε μέρος σ' όλες τις ενέδρες που έγιναν στον τομέα. Πάντοτε πρόθυμος και ένιωθες ασφάλεια όταν ήσουν δίπλα του, για ό,τι και να συνέβαινε θα ήταν άξιος να πεθάνει για το σύντροφό του.
Πρόσεξα ότι στο λαιμό είχε ένα φυλακτό. Τον ρώτησα τι είναι και απέφυγε να μου απαντήσει. Είναι το φυλακτό μου, αυτό με προστατεύει και ουδέποτε το αποχωρίζομαι.
Όταν το κρησφύγετο στη Λυσό έγινε κάπως επικίνδυνο, φύγαμε βαθιά μέσα στο δάσος προς το Σταυρό της Ψώκας, στα απάτητα βουνά όπου τίποτα ζωή δεν υπήρχε εκτός από αγρινά και πουλιά, που μας πλησίαζαν και μας κοιτούσαν παράξενα, σαν να ήμασταν εξωγήινοι. Εδώ νιώθαμε βασιλιάδες, γιατί δεν είχαμε το φόβο ότι οι Άγγλοι θα μας περικυκλώσουν. Η ζωή ήταν πιο δύσκολη αλλά πιο ωραία...».
Η σύλληψη του Ευαγόρα
Για τη νύκτα εκείνη της σύλληψης του Βαγορή, ο Σάββας Παπαευσταθίου θυμάται:
Ένα απόγευμα ο Βαγορής μ' έναν ακόμη αντάρτη, το Βαγγέλη Χριστοφή, έπρεπε να μεταβούν από το κρησφύγετο να πάνε στη Λυσό, να μεταφέρουν πολεμοφόδια που κρύψαμε έξω από το χωριό και τρόφιμα. Στη Λυσό συνάντησαν την ομάδα του χωριού, φόρτωσαν ένα γαϊδούρι με τρόφιμα, πήραν το οπλοπολυβόλο και τις σφαίρες από την κρύπτη και ξεκίνησαν μαζί με έναν ακόμη από την ομάδα του χωριού του Κοκή, Γεώργιο Χρίστου που γνώριζε την περιοχή, για να φθάσουν στο κρησφύγετο.
Ήταν μια νύχτα με φεγγάρι, αέρα και κρύο. Θα περπατούσαν μια διαδρομή σ' ένα χωματόδρομο που οδηγούσε στο Σταυρό της Ψώκας και Άργακα. Σ' ένα σημείο θα άφηναν το δρόμο και θα έπαιρναν το μονοπάτι που θα ήταν μια ασφαλισμένη διαδρομή.
Προπορευόταν ο Βαγγέλης, ακολουθούσε ο Βαγορής και τελευταίος ο Κοκής με το γαϊδούρι και τα τρόφιμα. Το οπλοπολυβόλο ήταν γρασαρισμένο και δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Μαζί με το οπλοπολυβόλο, ο Βαγορής κουβαλούσε στον ώμο και βούρκα βοσκού, γεμάτη σφαίρες, γύρω στα 20 κιλά. Τρία αυτοκίνητα Άγγλων ξεκίνησαν από το στρατόπεδο Λίμνης, πέρασαν από την Αργάκα με προορισμό τη Λυσό. Όταν πλησίασαν προς το χωριό, έσβησαν τα μεγάλα φώτα και προχωρούσαν σιγά-σιγά. Σε μια απότομη στροφή συναντήθηκαν με την ομάδα. Ο Βαγγέλης κατόρθωσε και έφυγε προς τα κάτω στους θάμνους. Το ίδιο και ο Κοκής. Ο Βαγαρής, φορτωμένος με το οπλοπολυβόλο και πυρομαχικά δεν πρόλαβε ν' αντιδράσει και οι Άγγλοι τον συνέλαβαν.
Τα βασανιστήρια
Είναι γνωστά τα βασανιστήρια που του έγιναν, αλλά ο Βαγορής δεν λύγισε, δεν μίλησε... Και ήξερε πολλά.
Δικάστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο -και παρά τις αντιδράσεις και παρεμβάσεις τόσο από την Κύπρο όσο και από το εξωτερικό η ποινή του δεν μετριάστηκε. Δυστυχώς τίποτα δεν συγκίνησε τους Άγγλους. Περήφανα βάδισε στην αγχόνη και έγραψε τη δική του ιστορία. Κατετάγη στη λίστα των αθανάτων, στο πάνθεο των αθανάτων. Πήρε την ανηφοριά και τα μονοπάτια, βγήκε τα σκαλοπάτια, που παν' στη λευτεριά, όπως ακριβώς είχε τραγουδήσει...».
Τα ποιήματά του καθόρισαν την πορεία της ζωής του
Για τα ποιήματα του Ευαγόρα, που τα χαρακτηρίζει προφητικά, ιστορία της ζωής του και εθνικές διαθήκες που θα μείνουν σύμβολα της νέας γενιάς των Ελλήνων της Κύπρου, ο Σάββας Παπαευσταθίου τονίζει:
«Ένα πρόβλημα, όμως, βασανιστικό παραμένει για εμένα που διάβαζα τα ποιήματά του. Ένα αίνιγμα που μέχρι σήμερα με προβληματίζει. Πώς αυτός ο άνθρωπος έγραψε αυτά τα ποιήματα, τα οποία στο τέλος καθόρισαν την ιστορία της ζωής του; Τα περισσότερα ποιήματά του, τα λόγια του, είναι όλη η διαδρομή της ζωής του μέχρι το μαρτυρικό θάνατό του. Γιατί; Πώς ο Βαγορής προαισθάνθηκε όλα αυτά; Είναι δυνατόν; Εγώ που τον γνώρισα από τόσο κοντά, δεν μπόρεσα να δώσω εξήγηση.
Τα περισσότερα ποιήματά του τα έγραψε στα βουνά, στα κρησφύγετα και ειδικά αυτά που έπρεπε να χαράξουν την ιστορία του. Ποιήματα με σύμβολα ή με προφητείες. Ποιήματα με ιστορικές διαθήκες που θα μείνουν για να γίνουν σύμβολα της νέας γενιάς μας.
Όταν συνελήφθη, ο μόνος που γνώριζε την κρυψώνα που φύλαγε τα ποιήματά του ήμουν εγώ. Νιώθω τυχερός και περήφανος που έζησα για να μπορέσουν και αυτά τα ιστορικά ποιήματα να σωθούν και να γίνουν η εθνική σημαία κάθε Κύπριου νέου...».
Ευτυχώς, αλήθεια, που ο Θεός βοήθησε το Σάββα Παπαευσταθίου, τον τομεάρχη του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, να διασώσει τα περισσότερα ποιήματα του ηρωομάρτυρα, που πρόσφερε το νεανικό κορμί του θυσία στης χιλιάκριβης λευτεριάς το βωμό.