Αποχαιρετιστήριος λόγος για τον ανθυπολοχαγό Ανδρέα Κουρουφέξη
«Εσύ υπήρξες αγνοούμενος αλλά ελεύθερος… Εμείς είμαστε παρόντες, αλλά ίσως και σκλάβοι μια νέας εποχής…»
Αγαπημένε μας θείε,
Δεν είμαι σίγουρη αν θα τα καταφέρω να πω με λόγια τι άνθρωπος ήσουν ακριβώς. Το μυαλό μου κατακλύζεται από σκέψεις, αλλά όχι αναμνήσεις… Ξέρω κάποια πράγματα για τη ζωή σου, αλλά δεν έζησα τίποτα μαζί σου… Μάθαμε να σε αναγνωρίζουμε χωρίς να σε γνωρίζουμε. Μπορώ να σε φέρω στο μυαλό μόνο νοερά, όπως μόνο νοερά έμαθα για σένα… Σε μάθαμε με το μυαλό και την ψυχή μας, χωρίς να σε ακούσουμε και χωρίς να σε αγγίξουμε. Για μας, ήσουν πάντα ο νεαρός με τα στρατιωτικά στη φωτογραφία, που ήταν τοποθετημένη στην είσοδο του πατρικού σου. Μάθαμε να αναγνωρίζουμε το νεανικό σου βλέμμα αφού μας έβλεπες κατάματα κάθε φορά που κοιτάζαμε τη φωτογραφία. Θα προσπαθήσω να σου περιγράψω με λόγια, πώς μεγαλώσαμε τα χρόνια που η τουρκική αδιαλλαξία σε κρατούσε μακριά μας. Μεγαλώσαμε διδασκόμενοι με τη λογική πως είσαι αγνοούμενος γιατί δεν επέστρεψες μετά τον πόλεμο του 1974…
Μεγαλώσαμε ακούγοντας από αρμοδίους πως θα ήταν φρόνιμο οι συγγενείς των αγνοουμένων να δείχνουν αυτοσυγκράτηση και εμπιστοσύνη στις διαδικασίες. Μεγαλώσαμε βλέποντας τη γιαγιά μας να φοράει πάντα σκούρα ρούχα και να χαίρεται με βουρκωμένα μάτια. Μεγαλώσαμε μαθαίνοντας να κατανοούμε τον πόνο που είχαν οι γονείς και τα αδέρφια σου αλλά και μαθαίνοντας να συμπονάμε τον καημό του καθενός, που είχε τη μοίρα της δική μας οικογένειας. Μεγαλώσαμε διαπιστώνοντας πως ο καημός μεγαλώνει, όταν ιστορίες σαν τη δική σου σβήνουν και χάνονται στη συνείδηση του κόσμου. Ακούγαμε συχνά το όνομά σου σε συζητήσεις, οι οποίες όμως πάντα τέλειωναν γρήγορα, για να μην αναστατωθεί ο παππούς και η γιαγιά... Μάθαμε λίγα πράγματα για σένα από συνεχή λόγο ή περιγραφές. Για να μη στενοχωρούμε τους μεγάλους κάνοντας ερωτήσεις, συνδέαμε πληροφορίες και σε δημιουργούσαμε στο μυαλό μας με τη βοήθεια της φαντασίας μας.
Τα γράμματα που έστελνες…
Στο πατρικό σου η παρουσία σου ήταν αισθητή… Πέρα από τη φωτογραφία, τις συζητήσεις και το βαρύ κλίμα… υπήρχε και η κάμαρά σου… «η κάμαρη με τα πράματα του Αντρέα», όπως έλεγε η γιαγιά… Στο δωμάτιο αυτό δεν μας επιτρεπόταν να κινηθούμε ελεύθερα… Όμως, πολλές φορές ως παιδιά μπήκαμε αθόρυβα και ο καθένας από εμάς άγγιξε κάτι δικό σου στα κρυφά. Κατάφερα να σε γνωρίσω καλύτερα όταν πρόσφατα βρήκα τα γράμματα που έστελνες στους γονείς σου την περίοδο που ήσουν στο στρατό και στον πόλεμο. Ο παππούς και η γιαγιά τα φύλαγαν με προσοχή και ευλάβεια… ίσως να συνειδητοποιούσαν πως στο τέλος θα περνούσαν στα δικά μας χέρια ως η ζωντανή απόδειξη ότι υπήρξες… Διάβασα αυτά τα γράμματα ξανά και ξανά… Σε κάθε ανάγνωση, μια λέξη ή μια φράση αναδημιουργούσε την εικόνα σου… Μέσα από τα χειρόγραφά σου γνώρισα μερικώς τον γιο, τον αδερφό, τον εγγονό, τον φίλο, τον νέο, τον στρατιώτη και τον πατριώτη, που δε συνάντησα ποτέ. Ο λόγος σου στα γράμματα πάντα απλός, λιτός και μετρημένος…
Το νόημα, όμως, των όσων έγραφες ήταν τέτοιο, που με άφησε να δω πως καμία απουσία δεν μπόρεσε να σπάσει τους δεσμούς σου με την οικογένειά μας και τις ρίζες σου. Τα βιώματα που περιέγραφες ήταν τέτοια, που έκαναν αληθινή την παρουσία σου στην αυλή του σπιτιού σου, στα στενά της γειτονιάς σου και στα καφενεία του χωριού. Πολλά από τα χαρακτηριστικά που διέκρινα σε σένα τα βλέπω να υπάρχουν ξεχωριστά στον καθένα από εμάς… και με αυτόν τον τρόπο μας επιτρέπεται να βλέπουμε πως εξακολουθείς να υπάρχεις… Μέσα από τα γράμματά σου διέκρινα πως δεν διέφερες καθόλου από τους συνομηλίκους σου της εποχής εκείνης. Έγραφες για τις εμπειρίες σου, τα απλά και καθημερινά που βίωνες, τις έννοιες και τα όνειρά σου. Με όσα διάβασα μπορώ να σε φαντάζομαι άνθρωπο με όρεξη για ζωή, αφού συχνά αναφερόσουν στα σχέδιά σου όταν θα είχες έξοδο ή για το μέλλον σου. Μιλούσες με ελπίδα για το αύριο μέσα από την αθωότητα της ηλικίας σου. Ευτυχώς για σένα, δεν μπορούσες να προβλέψεις το τι θα ακολουθούσε. Συνέχισες με ελευθερία να ελπίζεις και να ονειρεύεσαι, παρά τις δύσκολες συνθήκες.
Δύο ημερομηνίες σημαδιακές…
Σε σκέφτομαι άτομο ευαίσθητο, με ευγένεια, αφού έγραφες λόγια συναισθηματικά με σεβασμό προς τους γονείς σου: Τους έλεγες ότι τους αγαπάς και σου λείπουν, ρωτούσες για τα αδέρφια σου, τους συγγενείς και τους γνωστούς. Μετρούσες τις μέρες που θα αντάμωνες με τους δικούς σου κι αν έβλεπες πως αυτό ήταν δύσκολο, ζητούσες να έρθουν να σε δουν στο στρατόπεδο. Όταν έκανες μήνες να έρθεις στο χωριό, στα γράμματά σου φαινόταν η ανυπομονησία σου να δεις τους δικούς σου, αλλά και η έννοια σου να τους καθησυχάσεις πως περνούσες καλά.
Με όσα περιέγραφες στα γράμματά σου, γινόταν ξεκάθαρο πως οι εμπειρίες της στρατιωτικής σου θητείας και του πολέμου ήταν καθοριστικής σημασίας για σένα. Έγραφες επαναληπτικά δύο ημερομηνίες σημαδιακές για τη ζωή σου. 20 Ιανουαρίου 1973 και 22 Ιανουαρίου 1975. Εξηγούσες πως η μια ήταν η ημέρα κατάταξής σου στο στρατό και η άλλη η ημέρα που ανέμενες την απόλυσή σου. Δυστυχώς, δεν σου επέτρεψαν να απολυθείς, θείε… Σήμερα έχουμε 1η Ιουνίου 2013 και είσαι ακόμα καταταγμένος στον στρατό… εξακολουθείς να είσαι ο νεαρός με τη στρατιωτική στολή στη φωτογραφία. Δεν υπήρξε επόμενη χρονιά για σένα μετά το 1974.
Τα όσα έγραφες, με άφησαν να διακρίνω και τα πατριωτικά συναισθήματα που διατηρούσες… Αναφερόσουν σε ιδανικά και ιδέες, που θέλω να ελπίζω πως ήταν πηγή δύναμης για σένα στις δύσκολες στιγμές του πολέμου… Το τέλος της ζωής σου, άλλωστε, συνδέεται αρμονικά με τις διαχρονικές αξίες που περιέγραφες και την αγάπη που εξέφραζες για την πατρίδα.
Απάντηση οι ιδέες σου
Μεγάλη παρηγοριά για μας το να ξέρουμε πως αγάπησες αυτόν τον τόπο και πως τον ονειρεύτηκες αλλιώς, αφού σήμερα μάθαμε πως έδωσες και τη ζωή σου γι' αυτόν. Οι ιδέες σου αυτές αποτελούν απάντηση σε όσους τολμούν με επιπολαιότητα να πουν πως οι στρατιώτες σαν κι εσένα βρέθηκαν τυχαία στον πόλεμο, χωρίς σκοπό και συναίσθημα. Πάντα έκλεινες τα γράμματά σου με μια συγκεκριμένη φράση: «Χαιρετίσματα στον παππού και τη γιαγιά». Θέλω να σου πω, θείε, πως έφυγαν κι αυτοί: Ο παππούς σου την επόμενη χρονιά, η γιαγιά σου μερικά χρόνια αργότερα. Δεν είχαν να παλέψουν μόνο με την απουσία τη δική σου, αλλά και με την απουσία του άλλου εγγονού τους, του ξάδερφού σου Αντρέα Ελευθεριάδη, που από το 1974 μπήκατε μαζί στη λίστα των αγνοουμένων.
Να σου πω, πως μέχρι και σήμερα αναμένουμε να μάθουμε για την τύχη του ξάδερφού σου Αντρέα αλλά ακόμα τίποτα… Σ’ ένα γράμμα που έλαβαν οι γονείς σου από εσένα με ημερομηνία 6 Αυγούστου 1974, περίοδος μεταξύ της 1ης και 2ης εισβολής, έγγραφες ανάμεσα σε άλλα: «Βρίσκομαι λίγο πιο πάνω από τα χωράφια μέσα στις ελιές εδώ και 10 ημέρες διότι το στρατόπεδό μας το πήραν οι Τούρκοι. Το μόνο πράγμα που θέλω είναι να μην ανησυχείτε». Δυστυχώς, θείε μου, αυτό που συνέβη ήταν πως η οικογένειά σου ανησυχούσε σχεδόν 40 χρόνια… Πολλές φορές άκουσα σε οικογενειακές συζητήσεις την ερώτηση: «Τι τους εκάμασιν; ή τι εγινήκασιν;». Δεν ήταν αρκετή η παράκλησή σου να μην ανησυχούν… Ήταν σκληρή και ασήκωτη η μοίρα των δικών σου να περιμένουν και ο χρόνος της αναμονής πολύ μεγάλος.
Ο πατέρας και η μητέρα σου
Ο πατέρας σου πάντα δυναμικός, βίωνε τον πόνο του με αξιοπρέπεια… και έκρυβε στα λόγια του μια ελπίδα πως θα σε έβλεπε ξανά... Πολλές φορές έπαιρνε πρωτοβουλίες και ενεργούσε όπως μπορούσε, ελπίζοντας πως θα μάθαινε μια πληροφορία για σένα… Μιλούσε για σένα και νομίζαμε πως ήσουν παρών… Η μάνα σου, καρτερική και σιωπηλή. Πολλές φορές την είδαμε γονατιστή μπροστά από την εικόνα της Παναγίας να παρακαλεί, αλλά από σεβασμό και αμηχανία μάθαμε να μην τη διακόπτουμε. Μου είπε κάποτε: «Κόρη μου, παρακαλώ την Παναγία να μεν επονήσαν. Εύχομαι να τους βρούμε για να μπορώ να κάμνω το μνημόσυνο στην εκκλησία. Και αν κάμνω το μνημόσυνο, ο παπάς όταν μνημονεύει θα λέει πως έπεσε υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Ίσως αυτή η σκέψη να τη βοηθούσε να αντέξει την υποψία πως μπορεί να έφυγες από τη ζωή. Σήμερα, η ευχή της μάνας σου γίνεται πραγματικότητα. Αυτή, όμως, δεν είναι εδώ. Η μάνα σου και ο πατέρας σου, έφυγαν και οι δυο τον Δεκέμβριο του 2003, την ίδια ημέρα, όπως συντροφικά έζησαν και τη ζωή τους. Τους κηδεύσαμε μαζί σε τούτη την εκκλησία. Έπνιξαν με έναν θάνατο τον διπλό καημό που είχαν και οι δυο για σένα. Σε αγαπούσαν πάρα πολύ και με αξιοπρέπεια υπέμεναν κάθε λεπτό τη διαδικασία για εξακρίβωση της τύχης σου. Είμαι σίγουρη πως στον νέο κόσμο που θα πας σήμερα, θα σε περιμένουν για να σε αγκαλιάσουν και να σε φιλήσουν…
Αγνοούμενος αλλά ελεύθερος
Συχνά σκέφτομαι πράγματα όμορφα… να είσαι εκεί τα χρόνια που πέρασαν σε χαρές και λύπες. Σε σκέφτομαι να γελάς, να κλαις, να θυμώνεις και να ονειρεύεσαι ενόσω ζεις μαζί μας. Επανέρχομαι, όμως, όταν και πάλι αντιλαμβάνομαι την απουσία σου… Διαπιστώνω ξανά πως δεν ζήσαμε ούτε θα ζήσουμε σαν οικογένεια. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να σου υποσχεθούμε μικρές ή μεγάλες πράξεις για το μέλλον… Μπορούμε μόνο να ευχηθούμε η θυσία η δική σου και των άλλων τόσων σαν εσένα, με το πέρασμα του χρόνου να φανεί πως δεν ήταν μάταιη. Στις μέρες μας, όμως, ακόμη και αυτή η ευχή φαίνεται πως δεν ταιριάζει με το κατεστημένο… Η κοινωνία μας πολλές φορές δείχνει σκληρό πρόσωπο, σαν να έχει ξεχάσει και κάποτε μπορεί να είναι ακόμα και απαθής σε ιστορίες σαν τη δική σου. Εσύ υπήρξες αγνοούμενος αλλά ελεύθερος… Εμείς είμαστε παρόντες, αλλά ίσως και σκλάβοι μια νέας εποχής… Κινδυνεύουμε να ηττηθούμε από τις μνήμες που αφήνουμε να σβήνουν στις συνειδήσεις μας, με τη θέληση ή χωρίς τη θέλησή μας.
Ελπίζω στον νέο κόσμο που θα πας, να ζήσεις και πάλι λίγη από τη θαλπωρή της οικογένειας που στερήθηκες τόσα χρόνια. Είμαι σίγουρη πως υπάρχουν αρκετοί που σε προσμένουν… όπως η μάνα και ο πατέρας σου, η γιαγιά και ο παππούς σου, οι στρατιώτες που πολεμήσατε μαζί και είχατε την ίδια τύχη αλλά και ο καθένας που πρόλαβε να σε γνωρίσει και να σε αγαπήσει στο σύντομο ταξίδι της ζωής σου. Εκεί που θα πας, θέλω να σου ζητήσω να πεις στη μάνα και στον πατέρα σου να μην ανησυχούν πια γιατί η δική τους ευχή πραγματοποιήθηκε… Να τους εξηγήσεις πως επέστρεψες στο χωριό μας και στα αδέλφια σου… Να τους διαβεβαιώσεις πως στο μέλλον, θα μπορούμε να σε μνημονεύουμε στην εκκλησία… όπως για χρόνια οι ίδιοι προσεύχονταν… Θείε, δεν χρειάζεται πια να στέλνεις χαιρετίσματα μέσα από γράμματα στον παππού και τη γιαγιά σου… Σήμερα, θα μπορέσεις επιτέλους να τους ανταμώσεις και να τους χαιρετήσεις από κοντά ο ίδιος.
«...Έλληνας είμαι αγνοούμενος»
Εμείς, από αύριο θα μείνουμε και πάλι εδώ χωρίς εσένα, κατέχοντας όμως τη γνώση για το πού βρίσκεσαι. Η μοίρα μας είχε γραμμένο να σε γνωρίσουμε νοερά και να σε ζήσουμε σήμερα μόνο, για λίγο, την ώρα που ταυτόχρονα καλούμαστε να σε αποχαιρετήσουμε… Η αυτοσυγκράτηση και η εμπιστοσύνη στις διαδικασίες που τόσα χρόνια καλούμασταν να δείξουμε, δεν μπορούν να μας περιορίσουν σήμερα και δεν μπορούν να ορίσουν τη στάση μας. Να θυμάσαι, πως σήμερα δεν καταθέτουμε στεφάνια στο μνήμα σου, αλλά καταθέτουμε στεφάνια στη μνήμη σου. Εμείς, τούτη τη στιγμή, σε αποχαιρετάμε από καρδιάς, με ελευθερία και τόλμη. Εσύ, ο αγνοούμενος, κληρωτός ανθυπολοχαγός, τούτη τη στιγμή, ύστερα από τόσα χρόνια, λύνεις τη σιωπή σου, και μας αποχαιρετάς απαγγέλλοντας στίχους του ποιητή Γιώργου Γιάννου: «Μάνα, μην ψάχνεις. Μη βγάζεις πια στους δρόμους τη φωτογραφία μου. Υπάρχω μάνα, χτυπά η καρδιά μου σε μια γλάστρα στην Αμμόχωστο. Θυμάσαι μάνα, είχες μια ρίζα που 'φτιαχνε άσπρα τριαντάφυλλα, εκεί είμαι μάνα, μα η καρδιά μου τα 'χει βάψει τώρα κόκκινα. Έλληνας είμαι αγνοούμενος».
Καλό ταξίδι, θείε….
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει.
Ο αποχαιρετισμός εκφωνήθηκε το Σάββατο, 1η Ιουνίου, κατά την κηδεία των οστών του ανθ/γού από τον ιερό ναό Απ. Λουκά, στο ηρωοτόκο Παλαιχώρι.