Σύμφωνα µε το σενάριο αναμενόμενης εξέλιξης της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας, από το 2010 μέχρι το 2030 η ζήτηση πρωτογενούς ενέργειας θα αυξηθεί περίπου κατά 60% και η ενεργειακή ένταση θα συνεχίσει να ελαττώνεται καθώς θα βελτιώνεται η ενεργειακή απόδοση. Τα ορυκτά καύσιμα θα συνεχίσουν να δεσπόζουν στο παγκόσμιο ενεργειακό ισοζύγιο καλύπτοντας το 85% της αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης. Το πετρέλαιο θα παραμείνει το ευρύτερα χρησιμοποιούμενο καύσιμο στο ενεργειακό μείγμα, ενώ η ζήτηση φυσικού αερίου θα είναι ταχύτατη, κυρίως λόγω της χρήσης του σε μονάδες ηλεκτροπαραγωγής. Το μερίδιο του άνθρακα θα μειωθεί ελαφρά, αλλά ο άνθρακας θα παραμείνει το σημαντικότερο καύσιμο για τη βιομηχανία ηλεκτροπαραγωγής. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αναμένεται να τριπλασιάσουν το μερίδιό τους στην ηλεκτροπαραγωγή. Το μερίδιο της πυρηνικής ενέργειας αναμένεται ότι θα αυξηθεί.
Η ευρεία χρήση των ορυκτών καυσίμων οδηγεί αναπόφευκτα σε µια δραματική αύξηση των εκπομπών των θερμοκηπιακών αερίων. Τα παραπάνω αποτελούν βέβαια προβλέψεις ενός αναμενόμενου σεναρίου εξέλιξης. Είναι σαφές ότι οι τάσεις αυτές μπορούν να ανατραπούν δραστικά αν υπάρξει η απαραίτητη πολιτική βούληση και δράση.
Συνάμα, θεωρητικά τα παγκόσμια γνωστά αποθέματα αργού πετρελαίου φτάνουν για τα επόμενα 40-60 χρόνια. Αντίστοιχα του φυσικού αερίου και του άνθρακα για τα επόμενα 60-80 χρόνια και για τα επόμενα 160-180 χρόνια. Οι εκτιμήσεις αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη τους την αυξανόμενη ζήτηση, ο συνυπολογισμός της οποίας θα μείωνε το χρόνο εξάντλησης των γνωστών αποθεμάτων σε 30, 40 και 90 χρόνια αντίστοιχα, µια προοπτική η οποία περικλείει σοβαρούς κινδύνους. Είναι σαφές βέβαια ότι με τη δραματική μείωση των αποθεμάτων, θα οδηγηθούμε σε αύξηση των τιμών και συνεπώς σε µια διόρθωση στους ρυθμούς αύξησης της κατανάλωσης των ορυκτών καυσίμων.
Η αύξηση των τιμών σε συνδυασμό µε τη μείωση των αποθεμάτων, θα οδηγήσει εκ των πραγμάτων σε στροφή προς εναλλακτικές πηγές ενέργειας σε συνδυασμό με τη χρήση του υδρογόνου. Καύσιμο το οποίο είναι απαλλαγμένο από κάθε ποσό άνθρακα και μπορεί να προσφέρει αρκετή ενέργεια σε όλους τους τομείς της οικονομίας, δηλαδή, αναμένουμε στα μέσα του αιώνα τη μετάβαση της παγκόσμιας οικονομίας προς την οικονομία του υδρογόνου. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ήδη οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες έχουν συμπεριλάβει στις ερευνητικές τους δραστηριότητες την ανάπτυξη τεχνολογιών υδρογόνου, οι οποίες αναμένεται ότι θα αρχίσουν να εμφανίζονται μαζικά μετά το 2020.
Το υδρογόνο, το οποίο αποτελούσε επιστημονική φαντασία το 1875, όταν ο Iούλιος Bερν στο βιβλίο του Η Μυστηριώδης Νήσος προέβλεπε πως μια μέρα το νερό (το οποίο αποτελείται από οξυγόνο και υδρογόνο) θα χρησιμοποιείται ως καύσιμο, αναμένεται ότι θα αποτελέσει τη ριζική λύση στην ενεργειακή κρίση την οποία διερχόμαστε. Κρίση η οποία θα κρατήσει για αρκετά χρόνια έτσι ώστε να μπορέσουν να αναπτυχθούν οι κατάλληλες τεχνολογίες.
*PhD, Βοηθός Διευθυντής
Έρευνας και Ανάπτυξης ΑΗΚ