Σάλος έχει προκαλέσει στην κοινή γνώμη και στην εκπαιδευτική κοινότητα η χθεσινή εκτενής αναφορά της «Σ» στα ιστορικά εγχειρίδια για εκπαιδευτικούς, σε τέσσερις τόμους, υπό τον γενικό τίτλο Εναλλακτικό Εκπαιδευτικό Υλικό Για Τη Διδασκαλία της Νεότερης Ιστορίας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, που έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο του Προγράμματος Κοινής Ιστορίας (Joint History Project, JHP), το οποίο καθοδηγείται από το Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη - CDRSEE.
Οι τόμοι φέρουν τους τίτλους: Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο πρώτος, Έθνη και Κράτη στη Ν.Α. Ευρώπη, ο δεύτερος, Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο τρίτος και Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο τέταρτος. Καλύπτουν, δηλαδή, μια ιστορική περίοδο περίπου έξι αιώνων, από την κατάληψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς έως σήμερα.
Το συγκεκριμένο πρόγραμμα χρηματοδοτείται, κυρίως, από την αμερικανική κυβερνητική υπηρεσία US AID, το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, αλλά και από το ίδιο το αμερικανικό (Department of State) και το βρετανικό ΥΠΕΞ (Foreign Office) και άλλα ιδρύματα, και η εναρκτήρια συνάντηση για την υλοποίησή του είχε πραγματοποιηθεί στη Χάλκη, το 1999.
Το πρόγραμμα αφορά 11 χώρες: Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, Κροατία, Κύπρο, Ελλάδα, ΠΓΔΜ, Σερβία-Μαυροβούνιο-Κοσσυφοπέδιο, Σλοβενία και Τουρκία. Εστιάζει στους καθηγητές Ιστορίας στα δημόσια και τα ιδιωτικά σχολεία, τους μαθητές, καθηγητές πανεπιστημίου, προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές, μη κυβερνητικές οργανώσεις, που ενεργοποιούνται στους τομείς της Ιστορίας και της Εκπαίδευσης, και τα υπουργεία Παιδείας, ενώ πραγματοποιεί πολυάριθμα σεμινάρια καθώς και μια σειρά από εκδόσεις.

Από-εθνικοποίηση της ιστορίας
Η έκδοση του τετράτομου αυτού έργου, που παρουσιάστηκε προχθές στο πλαίσιο δημοσιογραφικής διάσκεψης στη Λευκωσία, έχει ήδη προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, αλλά και σκεπτικισμό, ως προς τα επιστημονικά της ερείσματα, καθώς φαίνεται να επιβάλλει μιαν υπαγωγή της βαλκανικής ιστοριογραφίας και, ειδικότερα της ελληνικής, στο μέτρο που αφορά στα καθ’ ημάς, στην οθωμανική ιστοριογραφία - με άλλα λόγια, την ανάγνωση και ερμηνεία της ιστορίας των λαών της ΝΑ Ευρώπης, υπό την κηδεμονία των κυρίαρχων αφηγηματικών και ερμηνευτικών προτύπων της Οθωμανικής Ιστορίας, η οποία προβάλλεται να διαθέτει το ‘ακριβές’ επιστημονικό μέτρο ταξινόμησης (και αξιολογίας) όλων των ιστορικών λόγων για το παρελθόν. Μέσα, ακριβώς, στο πνεύμα αυτού του μεθοδολογικού αναθεωρητισμού, το έργο στοχεύει να εισαγάγει μια από-εθνικοποιητική αντίληψη της ιστορίας, υπό το φως υπερεθνικών ‘μετασχηματισμών’, στο πλαίσιο της συντελούμενης παγκοσμιοποίησης στη σφαίρα της οικονομίας και των επικοινωνιών.
Δηλωτική είναι η άποψη της κ. Χριστίνας Κουλούρη, επιμελήτριας της σειράς και προέδρου της Επιτροπής Ιστορικής Εκπαίδευσης του CDRSEE: «Η νέα αυτή τάση σημαίνει αναθεώρηση της βασικής, κοινής στα βαλκανικά εθνικά κράτη (πλην του τουρκικού, βεβαίως), ερμηνείας της οθωμανικής κληρονομιάς: Ότι η οθωμανική περίοδος της ιστορίας τους υπήρξε μια “αλλότρια” επιβολή στις αυτόχθονες χριστιανικές κοινωνίες που είχε τη μορφή “ζυγού”». Και συνεχίζει, ότι το βιβλίο αυτό προσφέρει μια βαθύτερη γνώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που «μας επιτρέπει να ανατρέψουμε ένα στερεότυπο εξαιρετικά διαδομένο τόσο στη Δυτική όσο και στη ΝΑ χριστιανική Ευρώπη: αυτό που αφορά την πολιτιστική της “καθυστέρηση”».

Η μήτρα της οθωμανικής κληρονομιάς
Ο προσανατολισμός αυτός είναι προφανής, ήδη από την επιλογή των τίτλων, ενώ από την «κοινή ιστορική κληρονομιά» - την οθωμανική, βεβαίως -, έχει απαλειφθεί το Βυζάντιο. Με αυτήν τη δεξιοτεχνική απάλειψη, εξυπηρετείται, διαυγώς, ο στόχος, να προβληθεί η οθωμανική κληρονομιά, ως ο κοινός κόσμος και η κοινή ιστορικοπολιτισμική μήτρα από την οποία προήλθαν τα σύγχρονα βαλκανικά έθνη, την οποία πρέπει, απαραγράπτως, να επανεύρουμε και να επανα-οικειοποιηθούμε, προκειμένου να κτίσουμε ένα κοινό, βασισμένο πάνω στην αλληλοκατανόηση και τη συμφιλίωση, μέλλον, χωρίς ανταγωνισμούς. Χαρακτηριστική, στο πλαίσιο αυτό είναι και η εξόφθαλμα μονοσήμαντη και ανιστορική, στην ουσία της, προσέγγιση του εθνικιστικού φαινομένου και των εθνικο-απελευθερωτικών αγώνων, τα οποία προσεγγίζει, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, με μια σαφώς αρνητική σήμανση. Είναι προφανές και το ιδεολόγημα το οποίο υποκρύπτεται πίσω από αυτήν την προσέγγιση.

Προς το ξεπέρασμα του έθνους
Αν, το έθνος - κράτος, ως κύρια επινόηση της νεοτερικής εποχής, αποτελεί έναν πολιτικό και ιστορικό αναχρονισμό για τους σχεδιασμούς της Νέας Τάξης, αυτό που προέχει είναι να ανατρέξουμε στο έδαφος όπου συνελήφθη και συγκροτήθηκε ως κοινωνικο-ιστορική δημιουργία, να αποδομήσουμε τους λόγους που το στήριξαν, και να υποδείξουμε την αναγκαιότητα υπέρβασής του. Επιπλέον, αν ο εθνικισμός και το έθνος-κράτος, πηγή των μεγαλύτερων τραγωδιών της νεότερης ιστορίας μας, είναι ιστορικώς επάναγκες να ξεπεραστούν, προς μια «νέα κοινωνία» χωρίς αντιθέσεις, αν, με άλλα, λόγια, οι λαοί, για να μπορέσουν να συνυπάρξουν ειρηνικά, πρέπει να αποχωριστούν όλα αυτά που συνέχουν το ιστορικό τους είναι - την ιδιαίτερη πολιτισμική παράδοση και εθνική τους ταυτότητα δηλαδή -, τότε, πρέπει να ανατρέξουν στο προ-νεοτερικό, προ-εθνικό έδαφος της ιστορικής τους ύπαρξης και από εκεί να αντλήσουν τα υλικά για τη διαμόρφωση μιας ‘νέας’ ιστορικής ύπαρξης και ταυτότητας: Το έδαφος των παλιών αυτοκρατοριών, στη βαλκανική, δε, περίπτωση, της οθωμανικής, η οποία, πέραν από παρελθόν μας, φαίνεται και να προαλείφεται και ως ο ορίζοντας του ιστορικού μας μέλλοντος…

Εισβολή του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη
Μια από τις προκλητικά ανιστόρητες αναφορές του βιβλίου είναι η αναφορά σε… εισβολή των ελληνικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη. Συγκεκριμένα, στον τόμο «Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι», στο χρονολογικό πίνακα γεγονότων αναφέρεται: «28 Οκτωβρίου. Το πρωί εισβάλλει στη Θεσσαλονίκη ο ελληνικός στρατός, η οποία παραδόθηκε στις 27 Οκτωβρίου και το απόγευμα οι βουλγαρικές μεραρχίες της Ρίλας. Ξεκινά η διεκδίκηση της Θεσσαλονίκης».
Από την… εισβολή των ελληνικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη, έως την απελευθέρωση της πόλης από τα ελληνικά στρατεύματα, όπως διδάσκουν τα εγχειρίδια της Ιστορίας στα ελληνικά σχολεία, η απόσταση είναι τεράστια. Καλύπτει, όμως, το χάσμα, από τους ισχυρισμούς της σκοπιανής προπαγάνδας, για ελληνική… εισβολή στη Μακεδονία. Και εξυπηρετεί, προφανώς, τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης των Σκοπίων στις διεκδικήσεις τους εναντίον της Ελλάδας, παρουσιάζοντας τες ως βασιζόμενες σε ιστορικά δεδομένα. Τα οποία, βεβαίως, πρέπει να εμπεδώσουμε κι εμείς, από τα σχολικά έδρανα....

Ανδρέας Δημητρίου: Δεν υπάρχει υπουργική απόφαση
Σε δήλωσή του χθες ο Υπουργός Παιδείας Ανδρέας Δημητρίου σχετικά με την εκπαιδευτική χρήση των εν λόγω βιβλίων, ανέφερε ότι δεν υπάρχει οιαδήποτε υπουργική απόφαση, που να προνοεί, αυτά, να χρησιμοποιηθούν ως επιστημονικά βοηθήματα. «Αυτό είναι θέμα που θα εξετάσει η ειδική επιτροπή για τα αναλυτικά προγράμματα της Ιστορίας, η οποία και θα συμβουλεύσει ως προς το αν και πώς θα χρησιμοποιηθούν». Επισήμανε, ωστόσο, ότι, «είμαστε στον 21ο αιώνα, και δεν μπορούμε να ρίχνουμε βιβλία στην πυρά».